Further tags

Επίθετο, που έχει καταλήξει συχνά να σημαίνει απλά πάρα πολύ, σε υπερθετικό/υπερβολικό βαθμό, για το ουσιαστικό που προσδιορίζει. (Εδώ, λοιπόν, δε μας ενδιαφέρει η πιο δόκιμη έννοια, που σημαίνει πολύ σύνθετο ή παράξενο ή ανεξέλεγκτο, και η οποία πάντως απαντά σε σλανγκικά συμφραζόμενα, π.χ. χαοτικός πάνκης ή σε μια πάγια έκφραση όπως είναι το "χαοτικό σκηνικό").

Ίσως έχετε ακούσει για ένα νόμο της διαλεχτικής που λέει ότι η ποσότητα από ένα σημείο και μετά λεβελιάζει και γίνεται πχιότητα, ή κι αν δεν έχετε ακούσει απ' αυτούνα, ίσως, έχετε ακούσει για τα χαοτικά φαινόμενα, αυτά που όταν κάτι γίνεται πολύ σύνθετο, αποκτά ένα βαθμό απροσδιοριστίας (όχι όμως, αν δεν κάνω λάθος, τυχαιότητας). Τέσπα, για να μην λέω κι εγώ ράντομ πράματα, αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι στην περίπτωση του νοήματος του χαοτικός στη σλανγκ έχουμε την αντίστροφη διαδικασία, από την ποιότητα ρέπουμε πίσω στην ποσότητα (διαλεκτικό είναι κι αυτό, μάλλον):

απλό -> σύνθετο -> χαοτικό = απλά πάρα πολύ (και πάρα πολύ απλά, δηλαδή, σλανγκικώς στακάτα).

Για τους νεκρούς του μνημονίου κουβέντα. Είσαι χαοτικός μαλάκας. πηγή

Είσαι πολύ μεγάλος μαλάκας. Γιγάντιος και αξεπέραστος. Χαοτικός μαλάκας. Χωρίς όρια μαλάκας και ανυπέρβλητα μαλακισμένος. πηγή

Μολονότι η λέξη χαοτικός στα πλαίσια αυτής της σημασίας συνήθως προσδιορίζει το μαλάκας, θεωρώ ότι χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει και πολλές άλλες λέξεις στην καθομιλουμένη. Λ.χ καταγράφω κάποια που μου έρχονται ταιριαστά:

χαοτικός βλάκας, χαοτικός καραγκιόζης, χαοτικός γλείφτης, χαοτικός βρωμιάρης, χαοτικό μουνί, χαοτική καριόλα, χαοτική λούγκρα, χαοτικό λαμόγιο κ.λπ. κ.λπ.

Σε όλα αυτά τα παραδείγματα το χαοτικός σημαίνει ότι κάποιος παρουσιάζει πάρα πολύ αυτές τις ιδιότητες. Για να παπαρολογήσουμε, όμως, λίγο παραπάνω, όταν χρησιμοποιείται ο όρος για να προσδιορίσει κάτι ως πάρα πολύ, φέρνει μαζί τους λεπτές και διάφορες αποχρώσεις νοήματος και πραγματολογίας, όπως τις εξής:

α) "χαοτικός-ή-ό x" σημαίνει ότι αποδίδεται η ιδιότητα x σε τόσο μεγάλο βαθμό, επειδή κάποιος/α ή κάτι την έχει επιδείξει τόσο ποικιλότροπα και υπό τόσο διαφορετικές συνθήκες, ώστε να περιττεύει η περαιτέρω συζήτηση, δηλαδή, είναι τόσο πολυσύνθετα και πλέρια x, ώστε να καταντά τετριμμένο το να συνεχιστεί η συζήτηση για το ιδίωμα και το βαθμό του x στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο προσδιορισμός, λοιπόν, χαοτικός, επιτελεί την χρήσιμη και χαρακτηριστική σλανγκική λειτουργία να λήγει τη συζήτηση. Ας μη λησμονούμε ότι στη σλάνγκ η μείωση και η γείωση είναι κεντρικά φαινόμενα, και το χαοτικός, λήγοντας το ζήτημα, έχει σχέση και με τις δύο.

β) χαοτικός μπορεί να σημαίνει και δεινός, δηλάδή πάρα πολύ καλός και ικανός, κατά έναν μάλλον οξύμωρο τρόπο, αντίστροφα ευφημιστικό, πώς να το πω/πώς λέγεται αυτό;

γ) η χρήση του χαοτικός-ή-ό ως προσδιορισμού, πριν από κάποιο δόκιμο/λόγιο ουσιαστικό, εκσλανγκεύει το τελευταίο και καθημερνοποιεί το επίπεδο λόγου (είναι και ένας είδος σλανγιωτατισμού).

Για να δείξω τα (β) και (γ):

Έχει κάνει μια χαοτική διατριβή στον Όμηρο, δε σε παίρνει.

Γάμα το, έχω χαοτικό λογιστή, δεν ανησυχώ.

Βασικά για να τα καταφέρεις χρειάζεται χαοτική στοχοπροσήλωση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την προκλητική ανάδειξη αβυζαλέου ντεκολτέ εν είδει αντισταθμιστικού μέτρου από αχλαδομουνοπατσαβούρες, γκόμενες-γαρίδες, πεσκανδρίτσες, κ.α. να-μασάς-σκατά-και-να-φτύνεις-μποχλάδες.

Σε περίπτωση δε που η βυζαναδεικνύουσα τυγχάνει καλλίπυγος, το κλασικό αυτό τερτίπι συνοδεύεται με τσουπωτό ξεκωλτέ.

Αγγλιστί: tit flaunting.

Πάσα: Hodjas.

- Μπάει δε γουαίει, η κωλόκρυψη πάει χέρι-χέρι με την βυζανάδειξη (ιδίως όταν πρόκειται για βυζόμπαζο), προκειμένου να στρέφεται το βλέμμα του άρρενος αλλού. Πρώτη διδάξασα η Κλεοπάτρα, που πέταγε όξω το καλοσχηματισμένο της ζιβύ, για να μην προσέχει κανείς την protruding μυταρέλλα της...
(Ηodjas, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στήνω φυσικά σημαίνει τοποθετώ κάτι σε όρθια θέση. Εκ του αρχ. ἵστημι.

Ο απόλυτα δόκιμος αυτός όρος επιδέχεται πληθώρα από ψιλο- και χονδρο- σλανγκίζουσες εφαρμογές, όπως:

  • Στήνω μια μπίζνα: Ιδρύω μια επιχείρηση ή προβαίνω σε κάποια οικονομική συναλλαγή, «Υπουργοί στήνουν μπίζνες με εφοπλιστές» (από εδώ)%
  • Στήνω έναν υπολογιστή: Τον σετάρω εκ του μηδενός, εμπλουτίζοντάς τον με προγράμματα και e-καλούδια, «Σκέφτομαι να στήσω ένα Gigabit δίκτυο ανάμεσα σε 3 H/Y για να αυξήσω τις ταχύτητες ανταλλαγής αρχείων μεταξύ τους» (από εδώ)%
  • Στήνω ένα παιχνίδι: Προκαθορίζω την έκβαση ενός παιγνιδιού (με την ευρύτερη έννοια), «Στημένο το παιχνίδι με τον Πανσεραϊκό; Εμείς δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, αλλά κάποια ...«πρόσωπα» από τον χώρο του Ολυμπιακού - made in Kokkalis - φαίνεται πως τα κονόμησαν για τα καλά.» (από εδώ)%
  • Στήνω γλέντι ή χωρό: Συμμετέχω σε ε-ρε-γλέντια, «την ώρα που οι νεοδημοκράτες έδιναν τη «μάχη» των ευρωεκλογών, ο κ. Σουφλιάς έστηνε γλέντι με τους μεγαλοεργολάβους στα διόδια» (από εδώ)%
  • Στήνω καυγά: Προξενώ διαξιφισμούς εκ του πο(ρ)νηρού, «ΣΚΟΠΙΑ - Στήνει καβγά και με τις Βρυξέλλες ο Γκρούεφσκι» (από εδώ)%
  • Στήνω κάποιον: Καθυστερώ χαρακτηριστικά ή δεν εμφανίζομαι, «...με έστησε μισή ώρα πήγα σπίτι του και τον έπιασα με την κολλητή μου» (από εδώ)%
  • Την στήνω σε κάποιον: Τον παγιδεύω τον μπούστη, «Πολύ επιθετικός στην ομιλία του στη Βουλή πριν από λίγο για τις Προγραμματικές δηλώσεις, αλλά του την έστησαν χωρίς να το καταλάβει» (από εδώ)%
  • Στήνω κώλο: Κυριολεκτικά, διευκολύνω κάποιον να με διαρρήξει, τείνοντας τον ποπόν μου. Μεταφορικά, το ίδιο, «Στα Ίμια στήσαμε κώλο και είπαμε και ευχαριστώ» (από εδώ)%
  • Στήνω αυτί: Κάνω ακουστήρι, «Στήνουν αυτί στα τηλεφωνήματα: Η Δ/νση των Φυλακών παρακολουθεί συνδιαλέξεις επικαλούμενη αόριστους λόγους» (απ'ο εδώ)%
  • Είμαι στημένος: Είμαι δήθεν και ουχί αυθόρμητος, ««Παλιά, στα μπαρ πήγαινες, έβλεπες ένα κορίτσι, το κερνούσες ένα ποτό ή σε κερνούσε, μιλούσες, γνώριζες και την παρέα του, χόρευες πάνω στο μπαρ και στο τέλος ξημερωνόσουν τύφλα σε κάποια αγκαλιά. Τώρα, βλέπεις μόνο πλάτες. Στημένες γκόμενες, ωραίες αλλά άκαυλες, νομίζεις ότι έχουν καταπιεί ολόκληρο το μανάβικο, όχι ένα αγγούρι μόνο», παραπονιέται η Μελίνα, 38» (από εδώ)%
  • Στήνω κάποιον στο τοίχο: Εκτελώ κάποιον και όχι μόνον, «πέρα του εκτελώ, βάζω κάποιον σε δύσκολη θέση, βάζω κάποιον μπροστά στις ευθύνες του, περιγραφή κατάστασης κάπως στριμόκωλης, βάζω γάμησετα deadlines σε μιά δουλειά, αλλά και βγάζω κάποιον στην σέντρα» (BuBis)%
  • Στήνω τσαντίρι: Εγκαθίσταμαι κάπου χωρίς άδεια και με τον τσαμπουκά, «Στην μορφή «θα στήσω τσαντήρι» έχει και την έννοια ότι θα διαμαρτυρηθώ έξω από κάποιο χώρο (κατάστημα, υπηρεσία, Βουλή, υπουργείο, κλπ) με σκηνές, ντουντούκες, φασαρία γενικά (κι ας στείλουν τα ΜΑΤ, οι κιερατάδες...)» (BuBis)%
  • κ.α.

Λώλαμα - Και να σ\' έχουν στήσει όλοι, ακόμη κι\' η καταιγίδα... (ε άμα δέ σε θέλει...) (από vikar, 21/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκινάμε από τα προφανή. Το ρήμα προκύπτει (ή απ'αυτό το ουσιαστικό; η κότα και τ' αβγό...) από την εύκαμπτη, ελαστική, ισχυρά τεντωμένη δωρική κορδά που μας πήραν οι λατίνοι κι έτρεψαν σε chorda, επέστρεψε στα πάτρια κατά το μεσαίωνα ως κόρδα και πλέον την λέμε χορδή.

Ολόκληρο ταξίδι στο χωροχρόνο δηλαδή για να ανέβει μια συλλαβή ο τόνος σε μια λέξη που έμελλε στην σημερινή της μορφή (μετά και τις αλλαξοκωλιές των ουρανικολήκτων και την τροπή του α σε η) να ξαναρίξει τον τόνο και τελικά να θυμίζει αγενές αέριο. Κι όποιος το πιστέψει είναι έτοιμος για έδρα καθηγητού γλωσσολογίας.

Κορδώνω σημαίνει «τεντώνω στα όρια σπασίματος», «στρετσάρω».

Πάμε στα δικά μας γιαβάς-γιαβάς. «Τον». Ποιον; Εκεί εντοπίζεται όλο το παν. Ποιον μπορεί να κορδώνω; Ποιον επιτέλους, αν όχι «αυτόν» που μας χαρακτηρίζει ως φύλο.

Και τι μπορεί να σημαίνει η πλήρης έκφραση τον κορδώνω; Κατ' ελάχιστο σηματοδοτεί ακόμα ένα σουρεαλιστικό (βλ. πέος ως έγχορδο) και σκοπίμως βερσατίλ στη χρήση διαμάντι της πελοποννησιακής αργκό, από εκείνα που λατρεύουμε να απευθύνουμε και μισούμε να μας απευθύνουν.

Τον κορδώνω στη θετική του χροιά σημαίνει την ετοιμότητα προς διακόρευση, γενικώς προς δράση, συνεκδοχικά το πάθος, τον ενθουσιασμό για αυτό που επίκειται να γίνει.

Στην αποθετική -και συχνότερη, εννοείται- διάστασή του, σημαίνει την τεμπελιά και δη εκείνη την τεμπελιά που χαραμίζει τις μετρημένες στύσεις που δικαιούται ο ανήρ στη διάρκεια μιας ζωής (οι οποίες δεν θα είναι ποτέ αρκετές, όσες κι αν είναι). Το χείριστο είδος απραξίας δηλαδή, η αεργία, η αναβλητικότης.

Άβυσσος η ψυχή του Πελοποννησίου. Όσο αβυσσαλέα είναι η σχέση του με φτούνο το θαυμάσιο πράμα που χαρίζει ηδονές και σκορπίζει τιμωρίες. Εάν λοιπόν το χρησιμοποιείς σωστά, τον κορδώνεις και προχωράς. Εάν όχι, τότε κάθεσαι και τον κορδώνεις.

Αναλυτικά:

Η πελοποννησιακή εκδοχή του ανδρισμού, κατ' επέκταση της ωφέλιμης χρήσης του ανδρικού μορίου, εστιάζεται κι ευδοκιμεί στις δύο κυρίαρχες δραστηριότητες του είδους μας, τον πόλεμο και τον έρωτα*. Πρόκειται για μαθητεύουσα δια βίου κατάσταση που απαιτεί διαρκή εγρήγορση (κόρδωση, ετοιμότητα) κατά τη λήψη αποφάσεων που μπορούν εν δυνάμει να θέσουν εν αμφιβόλω** τον ανδρισμό τινός.

Συνάγεται δε πελοποννησιακώς ότι έχεις κατακτήσει το νόημα της ζωής του άρρενος αν αφενός εντρυφείς στις χαρές της (διαμέσου των απολαύσεων που γενναιόδωρα μοιράζει το εν κορδώσει πέος) κι αν αφετέρου γνωρίζεις τι θα ειπεί να είσαι άνδρας (ήτοι να διατηρείς τη στύση σου- το υψηλό ηθικό σου σε κάθε έκφανση των δραστηριοτήτων σου). Ω! Είναι λιτοί οι βίοι των Πελοποννησίων ανδρών, λιτοί κι απέριττοι.

Ως δε προς την αποθετική χρήση, άντρας βεβαίως δεν είναι όποιος τον έφαγε κτλ (είναι άλλωστε ανύπαρκτα τέτοιου τύπου διλήμματα κάτ' απ' τ' αυλάκι) αλλά ούτε είναι άντρας όποιος απόσχει, δεν συνεισφέρει στο νταραβέρι, δεν επιφέρει ποικίλες μεταβολές δια της βροντερής εν κορδώσει κοινωνικής του παρουσίας στον εκάστοτε χώρο. Οι εν οίκω κορδώσεις άνευ μαρτύρων είναι ωσαύτως άνευ ουσίας.

Αντώνυμο ο ακόρδωτος/ξεκόρδωτος/αξεκόρδωτος. Παράγωγο η μονοκορδωσιά, ήτοι η χωρίς χαλάρωση του πέους δισυνεχόμενος συνουσία, την οποία συχνάκις χρησιμοποιούν μεταφορικώς οι πελοποννήσιοι για να περιγράψουν εξουθενωτικές κι ανελεήτως αδιάλειπτες συνθήκες. Αξίζει δικό της λήμμα αλλά δε βαριέσαι.

κυριολεκτικώς: Την πήδηξε δυο φορές μονοκορδωσhά.

μεταφορικώς: Πήγα άυπνος στη δουλειά (δι’ υπαλλήλους) / μετά το τρένο ανέβηκα βαπόρι (δια ταξιδιώτας) / είχα συνεχόμενα ραντεβού από τις 5 έως τις 10 (δι’ ελευθέρους επαγγελματίας) / σε μια μέρα επισκέφθηκα Ναύπακτο-Πάτρα και Αίγιο(δια πωλητάς) => το πήγα/με πήγε μονοκορδωσhά.

Έτερες συγγενείς χρήσεις βλ. σχετ. τα κόρδωσα ήτοι «τα τίναξα», αλλά να μην συγχέουμε τα σώβρακα με τα πουκάμισα.

Ως προς τα του λήμματος, ξεκινώντας από το αποθετικό:

Πλάτων: Τζώρτζ, αύριο λήγει η προθεσμία για τα ταμεία, πετάξου να αιτηθείς τη δοσοποίηση.
Γιώργος: Αμάν! Αύριο λήγει;
Πλάτων: Αφού κάθεσαι και τον κορδώνεις.. μια βδομάδα είναι που στο λέω..

Το θετικώς διακείμενο:

Πλάτων: .. Και που λες μπαίνει μέσα ο ρουμάνος κι αρχίζει το γκριντάφ.. «Από δω και μπρος» λέει «θα στέλνετε με φαξ τα τιμολόγια στο γραφείο αμέσως μόλις τα πάρετε». Τον κορδώνω κι εγώ και του λέω «Κε Διευθυντά εμάς μας έχουν φάει οι δρόμοι, στο λογιστήριο έγινε η μαλακία, εμείς θα τα ακούσουμε πάλι;»
Γιώργος: Κι αυτός τι είπε;
Πλάτων: Ε; τι να πει.. δεν τον έπαιρνε.


* Όπως λακωνικά διευκρίνισε ο θρυλικός εκπαιδευτής Χάρτμαν των πεζοναυτών του Κιούμπρικ, αναπαύοντας επί δεξιού ώμου το M-14 και κραδαίνοντας με την αριστερή την τσουτσούνα του, «αυτό είναι το ντουφέκι κι αυτό ειν’ το πιστόλι, αυτό είναι για να μάχομαι και το άλλο για διασκέδαση». Όλο και κάποια ριζούλα από τα άγια χώματα θα συνυπήρχε μέσα του. Το δίδαγμα είναι προφανές: «οπλίζω» και «κορδώνω», ναι μεν φαίνονται συναφή, πλην αλλ' όμως πρέπει να διαχωρίζονται με σαφήνεια.

** Στις παρανοϊκές τους στιγμές οι Πελοποννήσιοι βλέπουν δαίμονες τέτοιας αμφισβήτησης ακόμα και στον τρόπο που κρατάνε το ποτήρι του κρασιού.

πεζοναύτες εν κορδώσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος μπούλης εκφοβίζει, παρενοχλεί και πουλάει σωματικό και ψυχολογικό πειθαναγκασμό σε εμφανώς πιο αδύναμους, ντροπαλούς, ουατέβα, συμμαθητές, συνφορουμίτες, συναδέλφους, συνανθρώπες, κ.ά.

Το φαινόμουνο συχνά αυτόαναπαράγεται καθώς πολλοί μπουλιζόμενοι με την σειρά τους θα ξεσπάσουν πάνω στα παιδιά και τις οικογένειές τους. Δυστυχώς πολλά θύματα μπουλισμού ή e-μπουλισμού έχουν οδηγηθεί στην αυτοκτονία.

Οι μπουλίζοντες συνήθως φτάνουν στο απόγειό τους στον στρατό, ειδικά από θέσεις τσάτσου ορμώμενοι. Στην συνέχεια η μπογιά τους συνήθως φθίνει καθώς βλέπουν τα θύματα τους να πετυχαίνουν στην επαγγελματική και προσωπική τους ζωή, ενώ αυτοί παραμένουν θλιβερές ξεθωριασμένες καρικατούρες του παλαιού τους εαυτού. Το τζάμπα νταηλίκι τους θα ασκείται σχεδόν αποκλειστικά ενδοοικογενειακά, εκτός κι αν ακολουθήσουν καριέρα τση νύχτας ως νταβάδες, πληρωμένοι δολοφόνοι, και ταλιμπάν.

Νεολογισμός εκ του αγγλικάνικου bullying.

R.I.P. Βαγγέλη Γιακουμάκη.

1.
Η χρυσή αυγή τέτοια άτομα έχει και έτσι παίζει. Είναι οι bullies των σχολείων κατ’αναλογία, που απλά μεγάλωσαν και τώρα μπουλίζουν παρέα με άλλες ομάδες, άλλων

2.
Οι διακρίσεις κτλ ειναι θεμα παιδειας στο σπιτι και στο σχολειο και δεν τις εμποδιζει καμία ποδιά. Αν το παιδι ειναι κουφιοκεφαλο, φαντασμενο και μπουλίζει θα το δείξει ό, τι και να φορά.

3.
σε μία κοινωνία, το να στοχοποιείς λεκτικά μετανάστες, που εκ των πραγμάτων δεν είναι ίσοι σε προνόμια, είναι σα να μπουλίζει ενήλικας έναντι παιδιού (από πλευρας χρήσης δύναμης).

  1. Ινσέψιο: αυτό που μπουλίζεις ένα τραμπούκο αποκαλώντας τον μπούλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκοτικό επίρρημα, που σημαίνει αέρα-πατέρα, αβέρτα-κουβέρτα, αβάδιστα, αβασάνιστα, αβλεπί, άνετα κλπ δηλαδή με την έννοια της ταχύτητας ή/και της αφθονίας (μπόλικα).

Η λέξη παίζει με την προέλευση εκ των ρημάτων:

  • Κάμνω (έκαμνον-καμούμαι-έκαμον-κέκμημαι-εκεκμήκειν > κόπος, κάματος, καματερό κλπ, δηλ. άνευ κόπου / ξεκούραστα και
  • Κόπτω, τόσο υπο την έννοια της χρονικής συνέχειας (δηλ. αδιάκοπα) όσο και της ταχύτητας γραμμής παραγωγής αγαθών (π.χ. βιβλίων, φύλλων λαμαρίνας κλπ), που διατίθενται στην λιανική πριν προλάβουν να υποστούν φινίρισμα (άκοπα) βλ. και εκφράσεις κόβω μονέδα/κοστούμι κλπ.

    Χρησιμοποιείται συχνά με το ρήμα «φεύγω», με την έννοια της ταχύτατης εμπορικής διάθεσης στην αγορά λόγω αυξημένης ζήτησης (π.χ. φεύγει το εμπόρευμα = ξεπουλάω).

  1. Ο κυρ-Μανώλης άνοιξε μπάνικο πατσατζήδικο απέναντι απ’ τη μπουζουκλερί και κονομάει άκοπα κάθε βράδυ απ’ τους ξενύχτηδες.

  2. - Πώς είσαι έτσι ρε σαν κλαμμένο μουνί;
    - Πήγαμε στο γωνιακό ουζερί με το Μάκη χτές το μεσημέρι για κανα μεζέ, έτυχε κάποιος Κρητικός απο την καρσινή παρέα να’ χει γενέθλια και κέρναγε ρακές άκοπα. Περιττό να σου πώ οτι γίναμε φεκλόνια. Πήγαμε 12 το μεσημέρι και γυρίσαμε σπίτι 12 το βράδι. Μεροκάματο χτυπήσαμε εκεί μέσα...

  3. - Μήπως έχετε Gauloises;
    - Έφερα χτές δυο κούτες, αλλά έχουνε γίνει μόδα τώρα και φεύγουνε άκοπα. Πριν απο μισή ώρα πούλησα το τελευταίο...
    - Gitanes;
    - Ζητάν παιδάκι μου, αλλά πού να τα βρείς;

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ Χίου ορμώμενο, σημαίνει γουρουνιάζω, την κάνω ταράτσα, ντερλικώνω γατοκέφαλα, σαβουρώνω το καταπέτασμα, χλαπακιάζω με βουλιμία, τρώγω (πολύ) πάνω από τις ανάγκες συντήρησής μου. Όσο απομακρυνόμαστε από τα στερνά 150 χρόνια της Τουρκοκρατίας, εποχή κατά την οποία η Χίος υπέστη φοβερές (της τάξεως του 1/3 του συνολικού πληθυσμού) απώλειες εκ της πανώλης, η χρήση εκπολιτίζεται κατά τι και επικεντρώνεται στο "τρώγω πλουσιοπάροχα, τρώγω χορταστικά".

Ετυμολογικά προέρχεται από την σκο(υ)ρδούλα που συνδέεται με την προαναφερθείσα πανώλη δια των αποστημάτων (κορδύλων) που προκαλεί η νόσος. Κατ' άλλους η σκουρδούλα συνδέεται δια της λαογραφίας και δη η πανώλη ομοιάζει κατά τη σχετική δοξασία με μαυροφορημένη γραία, κρατούσα κορδύλη (ρόπαλο), ήτις μουνόγρια επιτίθεται πανδημικώς στις ανθρώπινες μάζες και κατατρώγει άπληστα τις σάρκες των. Όπως ακριβώς επιτίθενται στις μεζέδες με το τσατάλι (αντί ροπάλου) διάφοροι γουλόζοι που ξεχνούν ότι υπάρχουν και άλλοι στο τραπέζι και κυρίως ότι με το ουζάκι τσιμπάμε, δεν σκουρδουλιάζουμε. Γουλιά και μπουκιά να μη μας κόψει το αλκοόλ (κι όχι κάθε γουλιά και πιάτο).

Τοπικό συνώνυμο το "στοκώνω", διότι αν δεν στοκώσεις, δεν χτίζεις και το σκουρδούλιασμα, όσο και αν το απολαμβάνεις, δεν παύει να είναι επίπονη και εξουθενωτική εργασία με εμφανή δομικά αποτελέσματα. Βεβαίως εξ αυτού και η γλαφυρά έκφρασις "κουβαλάτε μου να χτίζω*".

Αντώνυμο του σκουρδουλιάσματος το "κομπώνω", ήτοι τρώω μικρές μπουκιές (κόμπους**) φαγητού.

Έτερα παράγωγα εκ της σκουρδούλας: Σκουρδουλιάρης, Σκουρδουλιασμένος, ήτοι ο φαγωμένος (κυριολ. από την ασθένεια), σκουρδούλια (τα) - οι ακόρεστες ορέξεις.

Πλάτων τρώγων με σαλιάρα:(νιαμ, νιαμ) φοβήσιμη η (νιαμ) λακέρδα του Θεοδοσίου. Και τα ντολμαδάκια μπουκιά και (νιαμ) συχώριο. Και το φασόλι (νιαμ, νιαμ) εξαιρετικό. Άντε γεια μας (γλου γλου γλου). Για κάνε πάσα τα σουτζουκάκια. Εδώ θα 'ρχόμαστε για ουζάκι.

Γιώργος καπνίζων τε και παρατηρών σταυροποδιστί, προτείνων δε τα σουτζούκια: Τι ουζάκι βρε μαλάκα, ουζάκι το λές αυτό; Ουζάκι είναι μια ελιά, ανάθεμά σε, μια ντοματούλα στα τέσσερα και λίγο τυράκι. Εσύ έχεις σκουρδουλιάσει τον άμπακα.

Πλάτων καταπίνων: παιδί, άλλη μια'π'τα ίδια.

*Κατάσταση υπερδιέγερσης του σκουρδουλιάζοντος που παρακινεί τους παρευρισκομένους σε στοιχηματισμούς γύρω από τον χρόνο που θα του επισυμβεί η σκάση. Οι Χιώτες στις εξόδους των για φαγητό αγαπούν τις προκλήσεις, όσο και τις υπερβολές στην κατανάλωση κι ακόμα περισσότερο αγαπούν να τις εξιστορούν με άκρως μπεννυχιλλικό χιούμορ. Από τον ιστορικό (κι εντυπωσιακό το δέμας) "Γιαμό" στην παραλία του Καρφά, μου έρχονται στο μυαλό τουλάχιστον τρεις ιστορίες στοιχηματικής σκουρδούλας κι αμέτρητες άνευ στοιχημάτων.

** Στα υγρά κόμπος σημαίνει την πλεξούδα που σχηματίζεται κατά την μετάδειαση (η χιώτικη μετάγγιση) από τον νεμπότη (καράφα) στο ποτήρι. Αν λοιπόν διακοπεί η μετάδειασις άμα τω σχηματισμώ της εν λόγω πλεξούδας, τότε ομιλούμε δι' έναν κόμπον (χονδρικά, μισή γουλιά). Εξού κι ένας κόμπος η χαρά μου- στάλα στάλα θα στην δώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούτη λέξη προέρχεται παρά του κλασσικού ανεκδότου (απαράδεκτον δια πράκτορας εάν δεν γιγνώσκεται παρά τα μέλη του σλανγκ.γρ) και υποδηλεί το ξαφνικό και επίπονο πρωκτικό σεξ ή μεταφορικώς την ξαφνική απειλή. Συνδυάζεται δε μετά της σχετικής χειρονομίας η οποία τελείται ως εξής: ο ομιλητής σφίξει γροθιά το αριστερό του χέρι και το κρούει με την δεξιά του παλάμη ίνα ακουσθεί ο γνωστός ήχος «πλατς!».

Α' Ανέκδοτο:

Δεγαμίων: Ω Ρουφοκώλων, πες μου, μετά της γυναικός σου πράττεται όλες τας στάσεις;
Ρουφοκώλων: Βέβαια!
Δεγαμίων: Ακομα και την «κεμπάπ»;
Ρουφοκώλων: Όχι, πως πράτεται ούτη;
Δ.: Λες της γυναικός σου να γδυθεί και στηθεί εις τα τέσσερα, βαίνεις σιγά-σιγά από πίσω της ίνα μη σε αντιληφθεί, και μπάπ!

Β' Πραγματικότις

Καυλαγόρας: Ήλθον το αφεντικό μου ύστερον από τας εκλογάς και φόρτωσέ με πλείστη εργασίας άνευ λόγου και αιτίας! Φαίδων: Αντελήφθην... κεμπάπ!

Λογοπαίγνιο «και μπάαααπ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νερό.

Αυτό.

Χαμούρεμα στις όχθες των υδάτων (au bord de l\'eau) (από Vrastaman, 03/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπαχάλικο μαγαζάκι Σουργελλάς", στο ράφι με τη λίστα του ντου και συγκεκριμένα στο συρτάρι "μπαχαλάκης, μπάχαλος", βρίσκουμε και την υποπερίπτωση του σταλινομπάχαλου, σε κατοπτρική συμμετρία με τον αναρχοσταλίνα.
Αυτή η λέξη κανονικά δεν υπάρχει. Έχει μέσα της θανάσιμη (χρωματική) αντινομία (δες την παρακάτω φωτό).
ΜΠΑΧΑΛΟΙ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΕΣ VS ΠΑ.Μ.Εεδώ
Όμως, κυκλοφορεί, (κόντρα στην επιστήμη) και λέγεται, προφανώς ως ποιητική μεταφορά για πρακτικές ατόμων ή ομάδων με μπαχαλορεά στο να τα κάνουν όλα πουτάνα, όχι όμως στο βωμό τίποτα ελευθεριακών ονειρώξεων, αλλά για γειδικότερες, "ταξικές" (αχαχαχαχ) καταστάσεις τ. "όχι στις Σκουριές", υπεράσπιση του Δημόσιου φορέβα, χτίσιμο πόρτας πρυτάνεος άμα λάχει, επίθεση στον νομπελίστα Τζέιμς Γουότσον (αυτόν ντε που ανακάλυψε την διπλή έλικα του DNA), τα "Βοήθεια, φέρτε τον Εισαγγελέα" της Ζωής και της Ραχήλ στην ΕΡΤ κ.ο.κ.

  1. το κοντινότερο σε σταλίνι που με έχουν πει είναι σταλινομπάχαλο. Εδώ μέσα ΕΔΩ

  2. -γιατί με διαβάλλεις έτσι; ακούς εκεί μπαχαλάκιας! :ρ
    -σταλινομπαχαλος για την ακρβεια :Ρ
    -μαλάκα μου συνεχίζεις ακάθεκτη!!
    -παντα. δεν ωρροδω προ ουδενος!
    -με ποιους κάνεις παρέα ρε κωλόπαιδο τελευταία; Τι λέξεις είναι αυτές; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;
    -once a φιλοσοφικοτα, always a φιλοσοφικοτα :Ρ ΕΔΩ

  3. H Bαγενά δεν είναι παρά ένα μικρό και συνάμα γραφικό δείγμα.
    Το περίφημο αντιμνημόνιο εκτός από την μεγαλύτερη πολιτική απάτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας αποτέλεσε και την κολυμπήθρα του Σιλωάμ για όλα τα βοθρολύματα της ελληνικής κοινωνίας που βρήκαν την ευκαιρία να ντυθούν τη μάσκα του νέου:
    εγκληματίες ναζιστές, ψεκασμένοι ακροδεξιοί εθνικιστές, "λαϊκοί δεξιοί", θρυλικές μορφές του βαθέως πασοκικού κράτους, σταλινομπάχαλοι, ερυθροφασίστες, δολοφόνοι τρομοκράτες, λαμογιοσυνδικάλες, χρεοκοπημένοι δραχμομιντιάρχες, αεριτζήδες του επιχειρείν, μαφιόζοι και χρονίως επιχορηγούμενοι καλλιτεχνίζοντες.
    Είναι δε δείγμα καθυστέρησης πνευματικής και πολιτισμικής ότι η ελληνική κοινωνία στην κρισιμότερη υπαρξιακή της φάση εμπιστεύτηκε σε όλο αυτόν τον εσμό την "σωτηρία" της. ΕΔΩ

  4. Ουαί υμίν, σταλινομπάχαλοι, υποκριταί! ΕΔΩ

  5. τλκ δεν τη γλιτωνω τη διαγραφη. θα μου κανουν κροστανδη το βλεπω ναρχεται
    -Μασάνε οι σταλινομπάχαλοι ρε; Βάλε τους στα γκούλαγκ και ρίχνε τους μολότοφ... :P ΕΔΩ

  6. -εγω ομως ειμαι γνωστη σταλινομπαχαλη κ δεν εχουμε καλους τροπους εμεις :Ρ
    -Ευτυχώς που εσάς τους σταλινομπαχαλους (πχ Αλαβανος) σας "μαντρωσαμε" στις Βρυξέλλες. Θα στέλναμε κ Τσιπρα, αλλα δε μιλάει γρι :) ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified