Further tags

Τρελλάθηκα, τα 'παιξα. Χαρκόρ Σερραϊκό ιδίωμα.

Όλη η Ελλάδα έψαχνε πέρσι να βρει τι σημαίνει η λέξη όταν έκανε την εμφάνιση της στα γήπεδα σε πανώ με το σύνθημα «Σαψαλώθηκα με τον Πανσερραϊκό» - σημαίνει ακριβώς τρελλάθηκα, χάζεψα, πωρώθηκα με την ομάδα. Με την σωστή Σερρέικη προφορά ακούγεται ως σσσαψαλλώθκα.

Από το σαψάλης, με την έννοια που έχει στα Σερρέικα - του παλαβού, του τρελλαμένου. Σαψάληδες, ειδικότερα, αυτο-αποκαλούνται οι φανατικοί οπαδοί του Πανσερραϊκού. Ένα από τα fan clubs του Πανσερραϊκού έχει την επωνυμία Che Guevara και ο πολύ χάλια σαψάλης λέγεται σαψαλίστας, έτσι σ' ένα πιο Αργεντίνικο.

Δες και το λήμμα ακανέδες.

1, Το πανό που λες έχει κάνει το γύρο της Ελλάδας. Πέρσι οι τυπάδες της Αθλητικής Κυριακής ρωτούσαν να μάθουν τι σημαίνει σαψαλώθηκα ... (από το http://totalfans.gr/)

  1. O Πανσερραικος ειμαστε κυριως εμεις οι σαψαληδες στην κερκιδα ... (από το φορουμ οπαδών του Πανσερραϊκού Che Guevara)

  2. (Σχόλιο οπαδού του Πανσερραϊκού σε τοπικό ραδιόφωνο, από το blogmanos.blogspot.com)

«Τρώγοντας πατλάκια, παίρνοντας ο ένας σαψάλης τον άλλο σερσέμη τζίνανα, θα ανεβαίνουμε, θα κερδίσουμε κάθε κιρπίτσ' που θα βρούμε μπροστά μας..»

(Τρώγοντας ποπ κορν, παίρνοντας ο ένας τρελός τον άλλο τρελό στην πλάτη θ' ανεβαίνουμε, θα κερδίσουμε κάθε κακομοίρη που θα βρούμε μπροστά μας)

Σαψαλώθηκα με τον Πανσερραϊκό - ΤΟ πανώ (από poniroskylo, 27/02/09)Συμμαχία σαψαλίστας- τρακτερίστας (από poniroskylo, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο* **şapşal***. Στα τούρκικα είναι ο ατημέλητος άνθρωπος, ο ασουλούπωτος, ακριβώς ο χαρμπαγιάγκαλος. Μπορεί να σημαίνει και τον χαζό, τον χοντροκέφαλο.

Αυτές οι σημασίες της λέξης φαίνεται να έχουν διατηρηθεί στα Ποντιακά όπου σαψάλ'ς είναι ο τρελός και σε ορισμένα τοπικά ιδιώματα της Μακεδονίας. Στα Επανομίτικα π.χ. σαψάλης είναι ο χαζοχαρούμενος, ο τύπος που είναι κομμάτι λέτσος και αλαφροΐσκιωτος. Και στο Σερραϊκό ιδίωμα σαψάλης είναι πάλι ο τρελλαμένος, ο πειραγμένος - εξ ου και οι σαψάληδες fans του Πανσερραϊκού.

Ωστόσο, στα Ελληνικά η βασική σημασία της λέξης έχει αλλάξει και παραπέμπει κυρίως στην έννοια της διάλυσης, της αποσύνθεσης.

Το παράγωγο ρήμα, σαψαλιάζω, ας πούμε, σημαίνει θρυματίζω ή και κάνω πολτό - παρόμοιο είναι και το κάνω νιανιά.

Σάψαλο ή σαψαλιασμένο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα κακομαγειρεμένο φαγητό όπου τα συστατικά δεν ξεχωρίζουν πια - έχουν γίνει μια μάζα. Ή, και ένα ψάρι ή ένα κομμάτι κρέας που παράβρασε και κοντεύει να διαλυθεί. Αλλά, σάψαλο λέμε ότι είναι κι ένα σπίτι ετοιμόρροπο, ένα ερείπιο.

Με την ίδια λογική, σάψαλο είναι και ο άνθρωπος-ερείπιο, το χούφταλο που 'χει το ένα πόδι στον τάφο, ο μουστόγερος - αυτή είναι πια και η πιο κοινή χρήση της λέξης.

  1. (Διάλογος από το blog http://www.kerkinitoday.com)

- Αιντε ρε σαψάλη…μας κάνεις και πολιτική τώρα…άιντε κάνε καμιά δουλειά…χαμένε α χαμένε…
- Κατ’ αρχήν για το «σαψάλη», σ’ ευχαριστώ από καρδιάς, ένας φίλος μου έλεγε «όταν σε βρίζουν να ξέρεις σε υπολογίζουν».

  1. - Σταμάτα να παίζεις με το ψωμί, ρε νευρικέ ... θα φάνε κι άλλοι ... το σαψάλιασες ... λιαξ αρακατάνγκ τόκανες ...

  2. Θέλω να παρακαλέσω αστυνομικούς και λοιπούς καουμπόηδες να μην πυροβολούν τους νέους. Αν θέλουν οπωσδήποτε να ξεκάνουν κάποιον, ας δολοφονήσουν κάνα σάψαλο, κάνα ραμολιμέντο, κάνα γεροξεκούτη που είναι έτοιμος να τα τινάξει. (σχόλιο για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, blackmambo85 στο συσωλήνα)

Υπό προϋποθέσεις, ένα σάψαλο είναι ό,τι πρέπει. (από Galadriel, 27/02/09)(από Galadriel, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα, συχνά χρησιμοποιούμενο στη Νέα Ελληνική, το οποίο συνοδεύεται στις περισσότερες περιπτώσεις από δύο ουσιαστικά: είτε «ήλιος», είτε «μεσημέρι».

Αναφέρεται στη γνωστή κουφόβραση, τον πολύ δυνατό και καυτό ήλιο του καλοκαιριού τα μεσημέρια, κολασμένη ζέστη.

Προελεύσεως τουρκικής (τουρ. dal, «σκέτος, γυμνός»).

  1. Περιγραφή συναυλίας από blogger:

Τραγούδησε γύρω στις 8.30 με ήλιο ντάλα (καλά δεν μάσησε φόρεσε το μαύρο γυαλάκι), διακόπηκε το ρεύμα και τον έβγαλε λίγο από την σειρά του όσο περιμέναμε να φορτιστούν τα μηχανήματα, δεν είχε τα ωραία ψυχεδελικά βίντεο που είχε πέρσι στον Λυκαβητό και δεν τραγούδησε όσο θέλαμε γιατί όπως είπε περίμεναν άλλα 3 συγκροτήματα μετά από αυτόν.

  1. Διαδικτυακός διάλογος από τους 4Τροχούς:

Δε χρειάζονται υπερβολές (υποχρεωτικά φώτα στον ντάλα ήλιο). Αρκεί να επιβάλλονται κυρώσεις σε όσους δεν τα ανάβουν μέσα σε τούνελ, σε συννεφιά/βροχή ή μετά το σούρουπο. Και σε όσους βέβαια ανάβουν τα μεγάλα ή έχουν κακορυθμισμένα μεσαία.

  1. Ερώτημα γονέα σε σχετικό forum:

Και χθες λοιπόν στην Πεντελη που είμασταν (είχαμε πάει στο Παίδων), μεσημέρι, ντάλα ήλιος και σκέφτομαι...μήπως έπρεπε να της έχω βάλει αντιηλιακό στο πρόσωπο;Εσείς χρησιμοποιείτε;;; απο πότε και τί;;;

Μπεατρίς Ντάλ (από Vrastaman, 13/03/09)LUCIO DAL(L)A (από krepsinis, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βερεσέ (επίρρημα): με πίστωση. Από το τουρ. veresiye, υπάρχει και ο τύπος της λέξης βερσιγιέ.

Ο βερεσές είναι η αγορά ή η πώληση με πίστωση. Τα βερεσέδια είναι τα οφειλόμενα χρήματα της αγοράς ή πώλησης με πίστωση. Το βερεσέδικο είναι το αντικείμενο που αγοράζεται/πωλείται με πίστωση.

τα ακούω βερεσέ: χωρίς να δίνω σημασία, χωρίς να τα λαμβάνω υπόψη. Απάντηση με έμφαση στο «ότι έχω ήδη πάρει την απόφαση μου και δεν με μεταπείθεις».

τζάμπα και βερεσέ: χωρίς σοβαρή αιτία, άσκοπα, μάταια, άδικος κόπος, πήγε στράφι.

  1. Αυτός, όλο βερεσέ αγοράζει χωρίς να ξεπληρώνει, πότε θα αγριέψουν οι προμηθευτές να του κάνουν κατάσχεση στην περιουσία του, δεν ξέρω… (=με πίστωση)

  2. – Δεν φοβάσαι τι θα ‘πει ο κόσμος αν προχωρήσεις στο διαζύγιο; - Αυτά τα ακούω βερεσέ! Ήδη έκανα την αίτηση διαζυγίου. (=δεν δίνω σημασία)

  3. –Τελικά ο δρόμος θα περάσει από αλλού. - Κρίμα, τόσος κόπος για να φτιάξουμε το εστιατόριο πήγε τζάμπα και βερεσέ. (=μάταιος κόπος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευθεία, κατ' ευθείαν.

Από το τούρκικο επίρρημα dogru που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Παλαιότερα εχρησιμοποιείτο πολύ συχνά.
Το είχαμε μάλιστα σλανγκοποιήσει, δίνοντάς του και παραθετικά!

Ντουγρού - ντουγρούτερον - ντουγρούτατον!

  1. - Παρακαλώ πού βρίσκεται ένα φαρμακείο;
    - Ίσα μπροστά σου, ντουγρού.

  2. - Ωχ μωρέ κι εσύ! ντουγρού στου λύκου το στόμα πήγες;

  3. - Πού είναι το μπακάλικο;
    - Ντουγρού μπροστά σου.
    - Δεν το βλέπω... (δεν κοιτάζει ευθεία μπροστά του)
    - Ντουγρούτερον λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη γνωστή λέξη τουμπεκί, προσθέτοντας την πρόθεση για να παρομοιάσουμε τη λέξη με την Ανατολή και τη σιωπή που υπάρχει από το γυναικείο φύλο.

- Έλα μωρέ, ένα γκολ έβαλες και χάρηκες.....
- Εσύ γατάκι, τουμπεκιστάν, και πολλά μη λες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το κουνάβι. Μτφ., ο άσχημος άνθρωπος. Τουρκικής προέλευσης λέξη, χρησιμοποιούμενη στις Σέρρες.

Υπάρχει φήμη ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν είδε τον Σπύρο Μαρκεζίνη είπε: «Α βε, σαν μπουρσούκι είναι αυτός!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο σπάσιμο της παρθενιάς από έφηβο, η πρώτη φορά που πηδάει.

Δανεισμένο από την τουρκική λέξη σεφτές που χρησιμοποιείται στο εμπόριο για να δηλώσει τον πρώτο πελάτη της ημέρας, το πρώτο νταραβέρι οικονομικής χροιάς.

- Αδερφέ χτες πήγα στα κορίτσια και με έκαναν άντρα και διάλεξα την Πάολα την κωλομπιάνα

- Μπράβο ρε συ καλό τσουτσού σεφτέ έκανες…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασσική αργκό) Αγαπητικός, -ιά.

Εγώ είμαι μερακλού
και θέλω μάγκα γιαβουκλού

(Ρεμπέτικο: «Κορόιδο άδικα περνάς»)

(από Khan, 20/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified