Further tags

Για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου Αττικής είναι ένα τμήμα του Αμαρουσίου, επί της λεωφόρου Κηφισίας, όπου βρίσκονται πολλά επαγγελματικά κτίρια κατασκευής των εταιρειών του επιχειρηματία Μπάμπη Βωβού. Σύμφωνα με μια πιο συγκεκριμένη μαρτυρία που έχω, μιλάμε «για το κομμάτι από την πρώην ASPIS και πάνω».

Χαρακτηριστικό των κτιρίων είναι η εκτεταμένη χρήση γυαλιού (για την οποία κατηγορείται για απουσία βιοκλιματικού σχεδιασμού) και οι πινακίδες με το όνομά του σε μικρά λατινικά: «babis vovos» (που προκαλούν σε πολλούς αισθητική απαρέσκεια για την βεβιασμένη αυτοπροβολή σε περιοίκους και περαστικούς).

Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με διάφορα οικονομικά και πολιτικά παιχνίδια που φέρεται ότι απεργάζεται αλλά και προβεβλημένες από τα ΜΜΕ δικαστικές αντιπαραθέσεις για τα μεγάλα projects που αναλαμβάνει, δημιουργούν ντόρο και αντιπάθειες, κάτι που δεν είναι και έκπληξη για μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία στην Ελλάδα. Εξ ου και η δηκτική λέξη «βωβούπολη», για να υποδηλώσει «καθεστώς» και υφαρπαγή δημοσίων αγαθών ως μη έδει.

Από κει και πέρα το λήμμα έχει καθιερωθεί σε τέτοιον βαθμό που χρησιμοποιείται και σε άσχετες συζητήσεις.

Πέραν από την Λ. Κηφισίας, δευτερευόντως αναφέρεται και σε όποιο μεγάλο έργο με ευρείες πολεοδομικές συνέπειες σχεδιάζεται από τον συγκεκριμένο επιχειρηματία (στον Βοτανικό κλπ).

Ενδιαφέροντα παλαιότερα άρθρα της Καθημερινής και του Βήματος.

  1. Από εδώ:

Αν υποθέσουμε ότι εννοούν τους κλειστούς δημόσιους χώρους, τότε αφήνουν στους καπνιστές το δικαίωμα να καπνίζουν στο δρόμο και την παραλία. Φανταστείτε, θα περνάς από την Κηφισσίας και όλοι οι εργαζόμενοι στη «βωβούπολη» θα είναι στον παράδρομο για τσιγάρο.

  1. Από εδώ:

- Μανούλα μου για πες εκεί στη Βωβούπολη καμμιά καλή ταβέρνα; Ο «Ασβεστόλακκος» τι λέει έχεις ιδέα;
- O Ασβεστόλακος είναι εξαιρετικός και σε ιδιαίτερα καλές τιμές. Μεγάλη ποικιλία και ωραίο κουτουκίσιο decor. Τry it;)

Χαρακτηριστική κιτσάτη στιγμή της Βωβούπολης. (από Khan, 12/01/11)(από patsis, 29/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Το αρβανίτικο κεφάλι, ο ξεροκέφαλος, το αγύριστο μυαλό, κάποιος που δεν ψάχνει ένα θέμα που δεν καλογνωρίζει και βγάζει βιαστική απόφαση. Κάποιος που αποφασίζει κουτουρού, που δεν διαπραγματεύεται, αλλά θέλει να περνάει το δικό του, κάποιος που παραμένει κολλημένος στις αρχικές του ιδέες ακόμα κι αν τον πείσεις ότι λέει βλακείες.

Πηγή: Γκάτζμαν.

  1. Τι ντελιάπης είσαι μωρ' αδερφάκι μου! Έπρεπε να το ψάξεις πριν αγοράσεις. Πάλι γουρούνι στο σακί πήρες.

  2. Τι ντελιάπης είναι αυτός ρε; Ήθελε ντε και καλά να πάμε διακοπές στην Πάρο. Τόσες εναλλακτικές προτάσεις κάναμε. Εκεί αυτός! Πάρο και μόνο Πάρο.

Le Con de Liapis (από Vrastaman, 20/02/11)Τζερονύμο Λιάπης. Φημολογείται πως το pc του είναι dell.Αρα Ντελιάπης; (από GATZMAN, 20/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ετυμολογικά δεν συνδέεται με τον Μέλβιν Τσίτουμ, αν και η εμφάνιση του τελευταίου στο ελληνικό μπάσκετ έδωσε σαφή ωθηση στην λέξη.

Στην ορίγκιναλ εκδοχή του, όπως και το τσου ρε, συνοδεύεται από επίθεση προς την περιοχή των γεννητικών οργάνων με μία ιδιαίτερη χειρονομία: δείκτης και αντίχειρας ενωμένοι, τα υπόλοιπα δάχτυλα μαζεμένα, όπως στη χειρονομία για τα γκαφρά, αλλά χωρίς τριβή των δακτύλων.

Πρόκειται για παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο είτε όντως προσπαθείς να βλάψεις την οικογένεια του άλλου, είτε απλά να τον κάνεις να σκιαχτεί (no fear = δε σκιάζομαι είχα δει σε τοίχο) με σαφή την πρόθεσή σου να μην τον χτυπήσεις. Ενίοτε, βέβαια, το παιχνίδι καταλήγει σε γαλλικό μυθιστόρημα του 19ου.

Όταν δεν συνοδεύεται από την χειρονομία, όπως συμβαίνει μετά το πέρας της λυκειακής περιόδου, αποτελεί έκφραση κατάφωρης ειρωνείας ως αντίδραση στα άρτι ρηθέντα και συνοδεύεται σχεδόν πάντα από το ρε. Εναλλακτικά, σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να κλίνουμε την κεφαλή απειλητικά, προσποιούμενοι κεφαλιά.

Αυτονομημένο είναι ισοδύναμο με το τσου ρε Λάκη, αλλά δεν απευθύνεται σε κανέναν Λάκη, όπως και το ίσα ρε.

Λεγόταν τα ενενήνταζ στη λευκάδα, δεν ξέρω αν παίζει ακόμα.

Παράρτημα προφοράς κατά τα κλασσικά στο κάνε.

- πάω 'α χωθώ σ' Στέησ'.
- Τσίτου ρε, έ'εις δει τ' κεφάλ' κ'βαλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκούρκος είναι ένα έντομο τύπου μέλισσας, πιο μεγάλο, που κάνει πολύ θόρυβο όταν πετάει και είναι ενοχλητικό. Έτσι λέμε κυρίως τα μικρά παιδιά που είναι πολύ ενεργητικά, κάνουν φασαρία, τρέχουν πάνω κάτω, φωνάζουν κλπ.

Αντί για το σκούρκος χρησιμοποιείται και το σερσέγκι, έντομο παρόμοιας φύσης.

  1. Ησύχασε ρε σκούρκο, όλη την ώρα κγρ κγρ κγρ πάνω απ το κεφάλι μου, δεν κουράστηκες; Παλουκώσου χάμου!

  2. Πω πω, στη Νίτσα ήμουν τώρα, με ζάλισε ο μικρός, σερσέγκι κανονικό, στασό δεν είχε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Οι μικρές νιφάδες χιονιού. Κατά τον πασαδόρο Γκάτσμαν η έκφραση χρησιμοποιείται στις περιοχές Νάουσας και Έδεσσας.

  2. Ο βλάκας. Την ίδια σημασία έχει και το κουρκούτι.

  3. Τα απλωμένα και γι' αυτό επισφαλή πούλια σε παίγνια του ταβλιού.

  4. Στην πανεπιστημιακή ιδιόλεκτο, είναι οι φωτοτυπίες, δελτία και βιβλία που απλώνει ο φοιτητής, όταν γράφει εργασία.

  5. Η έκφραση τον απλώνει τον τραχανά είναι ένα από τα πολλά συνώνυμα του την τρίζει την όπισθεν.

  1. - Χιονίζει σ΄ εσάς; - Ε, λίγο τραχανά τον ρίχνει...
    - Σ' εμάς ρίχνει παπάδες! Μιλάμε για ΤΟ τσόκρυο!

  2. Όταν ένας Έλληνας τραχανάς αντί να αυνανίζεται δημιουργεί video στο YouTube έρχεται ένας άλλος βαλκάνιος τραχανάς και του απαντάει με τη δική του μαλακία. (Οι τραχανάδες των Βαλκανίων).

  3. Με τον τραχανά που έχεις απλωμένο, θα σε πλακώσει.

  4. Δεν σε καλώ σπίτι γιατί έχω απλώσει τραχανά για το ΠουΤσουΝτού.

  5. ΘΕΟΣ ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΟΤΙ ΤΟΝ ΑΠΛΩΝΕΙ ΤΟΝ ΤΡΑΧΑΝΑ ;;;;;;; ΩΧ ΔΕΝ ΧΟΡΤΕΝΩ ΝΑ ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ!!!!! (Εδώ).

(από daisy_mantroskylos, 10/03/11)(από daisy_mantroskylos, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μανιάτης, μάλλον επειδή χρησιμοποιείται στην Μάνη πολύ η έκφραση κορώνα μου/ κορώνι.

Όπου -όπουλος και -ούλος,
είναι μπάσταρδος και μούλος,
όπου -έας και -άκος,
είναι βέρος Μανιατάκος!

Οι μισοί φίλοι και συνάδελφοι του πατέρα μου μανιάτες, κορώνες, γιατί ο ΟΛΠ είχε πολλούς, λόγω κάποιου παλιού διοικητή που κρατούσε απ’ το τραχύ αυτό προπύργιο του ελληνικού εθνισμού. Και ξέρετε, όταν ο μανιάτης είναι φίλος σου, είναι φίλος σου. Σαν να ‘χεις δίπλα σου ένα μικρό στρατό. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.

Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.

Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.

Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.

Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.

Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.

Το Μαναφούκι, του Ντίνου Οικονόμου (από poniroskylo, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαιρετισμός περιοχής Ψυρρή Αθήνας.

Γιαχαραντράν ρε βλάμια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντοπιολαλιά από νομό Ηλείας (ΒΑΡΔΑ) που σημαίνει κροτίδα.

Τάκης:
- Κοίτα πώς κυκλοφορεί το τσόκαρο, θέλει να φορέσει και μίνι...
Ανδρέας:
- Ε, ρε σφόκα που θέλει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτήν την σύνθετη λέξη συνήθως την λέμε σε κάποιον που δεν πίνει πολύ, ότι πίνει σαν γαρδέλι, ότι πίνει λίγο και αργά... Την ξεστομίζουν πότες και τύποι από βουνά...

(κατά την διάρκεια οινοποσίας, ο μονόλογος):
Στέφανος: -Άντε ρε μάγκες... εβίβα, πάντα τέτοια... Ρε Νίκο, γαρδελοπίνεις, ακόμα στο πρώτο είσαι;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified