Further tags

Ο λίγος, ο γυναικωτός άντρας... Με λίγα λόγια, ένα άτομο που έχει αναστολές.

- Λες να πάει να της μιλήσει;
- Μπα ρε φίλε, αφού είναι τιτίκα.

Η Τιτίκα απ\' τους Αθλίους του Ουγκώ (από Hank, 07/02/09)Α. Robben (από allivegp, 18/06/09)(από polemarxos90, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατοικούν στην Θράκη έχουν καταγωγή από το Σουδάν και άλλα κράτη της Αφρικής. Τους έφερε ο Σουλτάνος σαν υπηρέτες του Τουρκικού Στρατού και ξέμειναν στην πολυεθνική πλέον Θράκη. Το πότε δεν ξέρω, πάντως πολύ πιο πριν από το 1800. Είναι Μουσουλμάνοι και μιλούν Τουρκικά. Το ότι είναι μέσα στη μπίχλα, αληθεύει. Και πολύ μάλιστα.

- Ρε συ έχεις κάνα τσιγάρο;
- Τι θα γίνει ρε κατσίβελε, θα πάρεις και ποτέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που έχει μεγάλη μπάκα ή μπυροκοιλιά, η οποία προκαλεί μια εντύπωση γενικότερης παρακμής (εξ' ου και το πρώτο συνθετικό σαπιο-).

- Τι γίνεται ρε μαλάκα Νίκο, όλο στο κομπιούτερ κάθεσαι και έχεις κάνει μια μπάκα γάμησέ τα!
- Τι μιλάς εσύ ρε σαπιοκοιλιά; Καλύτερος είσαι νομίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published

Όλοι τους ξέρετε! Μπαρμπόιλ είναι οι τύποι μεγάλης ηλικίας (μπάρμπες) άνω των 40 ή απλά βλάχοι που κάνουν παρέα με μεγαλύτερους. Το λήμμα συνδυάζει άριστα το μπάρμπας με το αγγλικό gargoyle.

Τους χαρακτηρίζουν διάφορες ιδιαιτερότητες όπως η ομιλία, οι συνήθειες κλπ. Φράσεις όπως «φέρε το κουμπιούτερ», «πάλι μικιμάου βλέπεις», «βάλε την ΕΡΤ2», «βάλε το 5» (και εννοούν το κανάλι που είναι στην 5η θέση της τηλεόρασης, τί σκατά είναι το 5;), «θα πάμε με την κούρσα στο χωριό», «Τουότα», «Ο Θάντερκατς» και άλλες τέτοιες μαλακίες χαρακτηρίζουν απόλυτα το μπαρμπόιλ. Επίσης κάνουν και μπαρμποϊλίστικα αστεία που μόνο αυτοί καταλαβαίνουν. Οι γνώμες διχάζονται στο εάν ο πληθυντικός είναι μπαρμπόιλ ή μπαρμπόιλς.

- Εάν σε είχα γιο θα σε... (διάφορες δικές τους μπαρμποϊλίστικες αηδίες)
- Είσαι μπαρμπόιλ.

ο μπάρμπας μπεν με το (μ)παρμποιλ\'ντ ρύζι (από vanias, 23/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντασμένος καρακιτσάτος τριχωτός ελληναράς εραστής που θεωρεί τον αυτό του Μεσογειακό Άδωνι και πρώτο καμάκι. Η φράση προήρθε από γνωστό τραγούδι.

- Τι είναι αυτός ρε ο τριχωτός που 'χει στηθεί μπρος στην πλαζ και ποζάρει σαν μοντέλο... Πως την έχει δει ο χλαπάτσας; - Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ!

(από Khan, 11/03/14)(από Khan, 11/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φανατικός και υπερσυντηρητικός θεούσος, ή ο υπερσυντηρικός παπάς.

- Ο Ιερώνυμος είναι πιο συντηρητικός απ΄ ότι ήταν ο Χριστόδουλος;
- Ουδεμία σύγκριση. Ο Χριστόδουλος σε σύγκριση μαζί του ήταν ταλιμπάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπλά μπλάς, ο δημοσιοσχετίστας, αυτός που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλλες. Αυτός που σερβίρει την αλήθεια γαρνιρισμένη με παραμύθι και το κάνει με πειστικό τρόπο. Χρησιμοποιεί στρατηγικές πειθούς και αν τα πράγματα έρθουν ανάποδα μπορεί οπάλι με μαεστρία να τα μπαλλώσει και να βγεί λάδι. Κι όλα αυτά σε dt.

- Μου τη σπάει πως ενώ είμαι εντάξει στις εργασιακές υποχρεώσεις μου, εντούτοις στη δουλεία προωθούνται οι ημέτεροι και οι διπλωμάτες.
- Στη ζωή πρέπει να είσαι και λίγο biri biri maker. Αλλιώς δεν καταφέρνεις τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τρόποι και οι συνήθειες της καβουροσύνης που χαρακτηρίζουν εναν τσιγγκούνη. Οπως λέμε σπαγγέτι αλα Μπολονέζ, αντίστοιχα μπορούμε να πούμε π.χ: σπαγγέτι αλα Βρασίδα. Αν τώρα το Σπαγγέτι άυτό συνηθίζεται για χρόνια και τείνει να λειτουργεί ως τρόπος ζωής, τοτε θα μπορούσε να γραφεί και ως Σπαγγέτη.

- Χθες που λες, μου τηλεφώνησε ένας φίλος και μου είπε να πάμε να πιούμε καφέ. Πού λες να μου είπε; Στο πρακτορείο του ΚΤΕΛ. Τόσο τσιγκούνης πια. Αδιόρθωτος!
- Λοιπόν αυτή η περιγραφή μου θυμίζει Σπαγγέτι αλα Βρασίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι ο Μπαμπινιώτης, (δεν είναι ο κροταλίας), αλλά μία επικίνδυνη μεταλλαγμένη παραλλαγή του, βγαλμένη μέσα από λάθος πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε φρικτά ναζιστικά εργαστήρια γενετικών ερευνώνε, και ο οποίος κάποια στιγμή το έσκασε και ανέλαβε να κατακρεουργήσει τον πλούτο της γλώσσης ήν μας έδωκαν Ελληνικήν. Πρόκειται για τερατώδες όν, κάτι μεταξύ μπαμπουίνου και Μπαμπινιώτη, που κυκλοφορεί ελεύθερο και πυροβολεί αδιακρίτως, σκορπίζοντας τον τρόμο και το σύστριγγλο. Ά, κόντεψα να το ξεχάσω, είναι και μέλος του slang!

Μεταξύ φίλων :
- Άσε ρε μεγάλε που θα μου πεις ότι η Ελενίτσα ξέρει Γαλλικά...
- Ναι ρε μαλάκα σου λέω, αφού έχει πάρει το Μπακαβλορεά...
- Ωοοοο, μεγάλε έγραψες! Για πάρτε ρε ένα μπαμπουινιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσαρλατάνος, ο επαγγελματικά άχρηστος, ο ανίδεος. Προηγείται συχνά της λέξης ιατρός.

- Δεν αισθάνομαι καλά, θα πάω να με εξετάσει ο γιατρός του 1ου ορόφου.
- Είσαι τρελός. Εγώ σε αυτόν δεν θα πήγαινα ούτε την πεθερά μου. Είναι μεγάλος σχιντζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified