Ο Σκοπιανός.
Μας ζαλίσανε τα αρχίδια οι φυροματσεντόνες.
Ο Σκοπιανός.
Μας ζαλίσανε τα αρχίδια οι φυροματσεντόνες.
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά ο ευνούχος. Έτσι χαρακτηρίζεται επίσης και ο ομοφυλόφιλος ή ο άντρας τον οποίο η γυναίκα του τον έχει βάλει στο βρακί της. Απο το δημοφιλές κόμικ του Αρκά (στα αγγλικά ο ευνούχος λέγεται castrated).
- Θα έρθει μαζί μας για μπύρες ο Τάσος τελικά;
- Πού να έρθει ρε; Αφού τον έχει κάνει καστράτο η Σούλα να πούμε!
Got a better definition? Add it!
Επίθημα που παράγει επίθετο από όνομα, -ειδής, -ίστικος. Χρησιμοποιείται τυπικά (α) όταν δέν υπάρχει δόκιμος τύπος επίθετου (συνήθως για να σχηματίσει επίθετα από ξένα ονόματα), (β) υποτιμητικά (όπου μπορεί χάριν ρίμας να συνοδεύεται και από το ειρωνικό ολέ).
Ίσα-ίσα, τα μούλτιπλεξ εκ φύσεως αντέχουν οικονομικά πολύ περισσότερο να προσφέρουν ταινίες «κουλτουρέ», «σινεφίλ» και μή «πιασάρικες», ταινίες δηλαδή που η προβολή τους είναι σίγουρα ζημιογόνα. Γιατί έχοντας πολλές αίθουσες και τη δυνατότητα να προβάλλουν ταυτόχρονα (κάθε βδομάδα) π.χ. τουλάχιστο μια ντουζίνα ταινίες, έχουν αρκετά μπλοκμπάστερ ώστε να κερδοφορούν από εκεί, και να αντισταθμίζουν τη χασούρα από τις κουλτουρέ ταινίες. (από διαδικτυακό φόρουμ)
Παλιομοδίτικα σώβρακα παππουδέ. (από ιστολόγιο)
Ξέρει κανένας αν και πού μπορώ να κατεβάσω το Bridge To Heaven, αυτο το «οπερέ στάιλ»; (από διαδικτυακό φόρουμ)
Ε όχι και να μας τη βγεις μετά τη χωριατέ-ολέ συμπεριφορά σου ρε κολλητέ. Πάρ' το αλλιώς και έλα να τα πούμε όπως πρέπει, όχι σα θείτσες ή μυξιάρικα. (από διαδικτυακό φόρουμ)
Δες και γαμοσλανγκοτέτοια.
Got a better definition? Add it!
Το αμερικανάκι λόγω του χαμηλού iq του.
- Ρε τι βλάκες είναι αυτά τα αμερικανάκια.
- Υπερπόντιοι και βάλε.
Got a better definition? Add it!
Αρκτικόλεξο.
ΛΟΑΤ = Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφισεξουαλικοί, Τρανσεξουαλικοί.
Ή, κατ'αλλους, αριστεροκάβαλες, αδερφές, εμ σαμπού εμ κοντίσιονερ, τραβέλια.
Το ΛΟΑΤ είναι ένας περιληπτικός όρος για όλα τα άτομα που δεν είναι απολύτως ετεροφυλόφιλα, στρέιτ και κατασκευάσθηκε ως αντίβαρο ακριβώς στους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς που μεταχειρίζονται για τα άτομα αυτά οι στρέιτ. Ορισμένοι προσπαθούν να τον καθιερώσουν αλλά χρησιμοποιείται ελάχιστα - ακόμη κι από τις κοινότητες που περιγράφει - και είναι τόσο αδέξιος όρος γλωσσικά που μάλλον θα παραμείνει αδόκιμος εσαεί.
Είναι απευθείας μετάφραση από το αγγλικό LGBT = Lesbians, Gay, Bisexuals, Transsexuals - όπως μετάφρασεις είναι και πολλοί άλλοι όροι αυτού του χώρου - π.χ. βγαίνω και βερς.
Ως λέξη, το ΛΟΑΤ μπορεί να μην είναι πιασάρικη αλλά η σημαία των ΛΟΑΤ τα σπάει.
Ποια λέξη ταιριάζει καλύτερα Ομοερωτοφοβία- Homophobia ή ΛΟΑΤ φοβία / LGBT phobia ? Ο όρος «LGBT phobia-ΛΟΑΤ φοβία» περιλαμβάνει ταυτόχρονα λεσβίες, γκέι, αμφισεξουαλικές-ους και τρανσέξουαλ. Πιστεύουμε πως, όταν ένας όρος περιλαμβάνει πολλές και ποικίλες συμπεριφορές χάνει την βαρύτητα της σημασίας του. Ο όρος «Homophobia-Oμοερωτοφοβία» είναι πιο γνωστός, και έχει γίνει αποδεκτός στο λεξιλόγιο ενός μεγάλου αριθμού χωρών της Ευρώπης. (Από κείμενο της ΟΛΚΕ)
Το Φεστιβάλ Περηφάνιας είναι ένας παγκόσμιος θεσμός των ΛΟΑΤ. Στην Ελλάδα ξεκίνησε μια ολοκληρωμένη διοργάνωσή του κατά τα διεθνή πρότυπα το 2005. Γιορτάζουμε και διεκδικούμε, χαιρόμαστε τον έρωτα και ζητούμε σεβασμό για την διαφορετικότητα ... (Από λεσβιακή ιστοσελίδα)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καραγκούνης, ο (φιλική ορολογία)
Το παιδί το οποίο όταν μαζεμένοι φίλοι μεταξύ τους παίζουν για χόμπυ ποδόσφαιρο και ο ίδιος προσπαθεί μετά μανίας παίζοντας «θέατρο» να κερδίσει τα γνωστά φάουλ, με άτιμο τρόπο.
Πω! τον καραγκούνη πάλι έπεσε...
Σήκω πάνω ρε καραγκούνη...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δεν χρησιμοποιείται πια τόσο συχνά όσο στη δεκαετία του '90. Συνώνυμο του μαλάκα, σε φιλικούς τόνους.
- 'Ελα ρε μαλέα, τι λέει;
- Καλά, πωω μαλέα, κοίτα το μουνάκι που περνάει!
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος που διατηρεί δωμάτια προς ενοικίαση ή αλλιώς rooms-to-let σε ακτίνα 10 χλμ από οποιαδήποτε παραλία.
- Φίλε σε έφτιαξα φέτος, θα πάμε διακοπές Καλλιθέα σε έναν γνωστό που έχει δωμάτια. Θα μας κάνει καλή τιμή.
- Τι λες ρε που θα πάμε στον θείο σου τον γδάρτη πάλι! Σιγά μη δουλεύω 3 μήνες για να μου τα φάει ο ρουμλετάς!
Got a better definition? Add it!
Όπως μαρτυρά η κατάληξη -ιμος/ -ιμη, το ρηματικό αυτό επίθετο εκφράζει πρόσωπο (στην περίπτωση μας θήλυ), ικανό να του εφαρμόσουμε αυτό που δηλώνει το ρήμα. Το πρόθεμα ευ- δηλώνει ότι θα το κάναμε ευχαρίστως.
- Πώς σου φάνηκε η καινούρια καθηγήτρια των Αγγλικών;
- Μια χαρά γυναίκα. Ευγαμήσιμη!
Got a better definition? Add it!
Ο παλιός, ο βέρος Σαλονικιός. Το Σαλονικιό αντίστοιχο του Αθηναίου γκάγκαρου.
Παλιότερα, για να χαρακτηρισθεί κανείς μπαγιάτης έπρεπε ο ίδιος, οι γονείς του, οι παππούδες του και βάλε νάχουν γεννηθεί και νά 'χουν μεγαλώσει στην πόλη - και μάλιστα «εντός των τειχών», έκφραση που στη Θεσσαλονίκη είναι κυριολεξία. Προπολεμικά, ο όρος διέκρινε τους ντόπιους από τους πρόσφυγες. Αλλά, απ' τη δεκαετία του '70 και δω, αυτό έχει εξασθενήσει - δυο-τρεις γενιές πια φτάνουν και σήμερα, ας πούμε, υπάρχουν Πόντιοι την καταγωγή που αυτοχαρακτηρίζονται μπαγιάτες. Ο όρος πια ξεχωρίζει βασικά τους γεννημένους στη Σαλονίκη από γονείς Σαλονικιούς από τους τελείως νιόφερτους - και τα τελευταία 40 χρόνια, λόγω αστυφιλίας και μετανάστευσης, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης έχει τετραπλασιασθεί.
Αλλά, πέρα από καταγωγή, το νά 'σαι μπαγιάτης είναι πρωτίστως στάση ζωής και νοοτροπία. Η προέλευση της λέξης δεν είναι εξακριβωμένη (δες και παράδειγμα 1). Αλλά, κάτι μπαγιάτικο έχει μείνει πολύ καιρό, μυρίζει κλεισούρα κι έχει ίσως μουχλιάσει ή ξινίσει - ε, μέσα είσαι γιατί ο κλασικός μπαγιάτης είναι ακριβώς συντηρητικός, κλειστός χαρακτήρας και μάλλον στριφνός άνθρωπος, λίγο μούχλας και λίγο μούργος.
Όλα αυτά ο μπαγιάτης τα παραδέχεται, αλλά η πλάκα είναι ότι τα θεωρεί καλά πράματα, σχεδόν τίτλο τιμής - κι όποιος το καταλάβει αυτό κατάλαβε τους Σαλονικιούς με τη μία. Βεβαίως και δεν ενθουσιάζεται εύκολα -αλλά, και τί είδε που ν' αξίζει να ενθουσιασθεί; Βεβαίως και βαριέται να κουνηθεί -σάματις τα καινούργια μαγαζιά που θέλουν να τον πάνε θά' ναι καλύτερα απ' αυτά που ξέρει; Βεβαίως και γκρινιάζει για τα πάντα -γιατί, άδικο έχει; Βεβαίως και δεν ανοίγεται εύκολα -γιατί, κορόιδο είναι, αφού όλοι θέλουν τον εκμεταλλευθούν;
Έτσι, όταν ένας μπαγιάτης Σαλονικιός πρωτογνωρίσει έναν Αθηναίο θα τον βρει αλλέγκρο και ευχάριστο, αλλά μάλλον φλούφλη και άτομο στο οποίο δύσκολα μπορείς να βασιστείς. Άμα του τα πει αυτά, ο Αθηναίος θα παραξενευτεί. Ο Αθηναίος, ανάλογα, θα βρει τον Σαλονικιό βαρύ κι ασήκωτο, αλλά ντόμπρο -άμα αυτός του το πει, ο μπαγιάτης Σαλονικιός θα κολακευτεί.
Πώς μπορεί ένας επισκέπτης στη Θεσσαλονίκη να αναγνωρίσει τον μπαγιάτη;
Ο μπαγιάτης δεν είναι τοπικιστής. Απλώς, στη Σαλονίκη είναι καλύτερα.
Αυτά ακριβώς, τίποτε άλλο. Τα υπόλοιπα -φραπεδούπολη, μπουγάτσα με κεριά, σελεμελές- ο μπαγιάτης ξέρει ότι τα διαδίδουν οι Αθηναίοι που σπουδάζουν επάνω και δεν δίνει σημασία.
Α, ναι, κι ένα τελευταίο. Οι μπαγιάτηδες συχνά λένε ότι ο βιότοπός τους -η Α' εκλογική περιφέρεια Θεσσαλονίκης- είναι το πολιτικό βαρόμετρο της χώρας: ό,τι ποσοστά βγάζει η Α' Θεσσ. βγαίνουν και πανελλήνια. Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς έτσι στα νούμερα, αλλά είναι γεγονός ότι η Α' Θεσσ. έχει αναδείξει κορυφαίες προσωπικότητες του δημόσιου βίου: Κούβελας, Ψωμιάδης, Παπαγεωργόπουλος, Τσοχατζόπουλος, Βενιζέλος, Παπαθεμελής. Και επειδή είναι γνωστό ότι ο δημόσιος βίος της χώρας έχει πρόβλημα, λέω μήπως έχει και το βαρόμετρο και μήπως οι μπαγιάτηδες δεν είναι και τόσο κουλ όσο νομίζουν.
«Μπαγιάτηδες» είναι προσηγορία των Σαλονικιών, είτε απο τον καφενέ ενός Μπαγιάτη που συγκέντρωνε τις διαβόητες γκρίνιες τους, (ως πριν πέντε χρόνια υπήρχε ένα καφενείο ενός Μπαγιάτη, κοντά στη συμβολή Σοφούλη με βασιλίσσης Όλγας) είτε από την λέξη «μπαγιάτης», νεολογισμός του τέλους του 19ου αιώνα γιά το γεροντοπαλλήκαρο, τον συντηρητικό στις απόψεις και άλλα συνεκδοχικά (Από http://petefris.blogspot.com/)
Τα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» ήταν μια ταβέρνα-παράγκα στη Θεσσαλονίκη, στην διασταύρωση Τσιμισκή με Νικηφόρου Φωκά. Ο ιδιοκτήτης της, Γιώργος Δαλαμάγκας δημοφιλέστατος τότε, μπαγιάτης, δηλαδή βέρος Σαλονικιός, ήταν ψηλός, κιμπάρης, χουβαρντάς. (www.hellenica.de)
- Καλώς τον Δημήτρη ... τι έγινε, δικέ μου; Πώς ήτανε το ταξίδι του μέλιτος; Ταϊτή κι έτσι, έμαθα ... φοβερές παραλίες κι έτσι;
- Νταξ ναούμ, καλές παραλίες έχει ... αλλά και σαν τη Χαλκιδική δεν είναι ...
- Α, ρε μαλάκα ... μπαγιάτης γεννήθηκες, μπαγιάτης θα πεθάνεις ... γι' αυτό σε γουστάρω, αγορίνα μου ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified