Further tags

Ο παλιάνθρωπος, ο αχρείος, ο τιποτένιος. Προέλευση από τα βενετσιάνικα canagia.

- Αλήτη, κανάγια, δεν θα σε αφήσω να μου κλείσεις το σπίτι και να αμαυρώσεις την τιμή της κόρης μου!

(από jimakos, 04/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρούλης και μουλωχτός, αυτός που κινείται κρυφά και υποχθόνια. Παράγωγο της μεταφορικής χρήσης της λέξης πούστης, δηλ. αυτός που δεν είναι ευθύς και δεν έχει μπέσα, όπως οι ομοφυλόφιλοι που κρύβονται, φοβούμενοι αντιδράσεις.

- Η μάνα μου είδε τον Ηλία χθες και τής έπιασε κουβέντα για τη Μαίρη, αν είμαστε μαζί κι έτσι.
- Είναι μία πουστρίτσα αυτός... Δε ρωτάει εσένα ευθέως, αλλά πάει να ψαρέψει τη μάνα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατεργάρης, μπαγαπόντης, σκανταλιάρης. Απευθύνεται σε πιτσιρίκια.

- Α ρε πισπιρίγκο, πάλι τα γατιά πετροβολούσες και δεν πλησιάζουνε στην αυλή;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ήσυχος, μικροκαμωμένος, λακωνικός και διακριτικός πούστης, ο οποίος, από δειλία ή από ηθική, τέλος πάντων, πολλές πουστιές δεν κάνει.

Ίσως βγήκε επειδή θυμίζει ηχητικά το πισπιρίγκος αλλά πλέον η ηχητική συγγένεια με το στριγκ και τα παράγωγά του είναι καταλυτική.

- Ο Στέλιος καλό παιδί ρε φίλε, αλλά πολύ ήσυχος, ξεχνάς ότι υπάρχει....
- Ε, πουστρίγκος είναι...
- Ναι, ε;
- Αλλά καλό παιδί, όντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που δεν έχει τίποτα ωραίο πάνω της! (πάτος σε όλα)

- Ρε Σάκη, πώς σου φάνηκε η καινούρια;
- Άσε ρε φίλε, πολύ πατόλα!

Bλ. και σχετικά λήμματα μπάζο, το, μπαζόλα, μπαζόλι, το, μπαζολιό, το και μπαζόμπαζο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε τον άνθρωπο τον κοιμισμένο, τον αδρανή, τον χαζούλη.

- Θα βραχούμε πολύ αν κολυμπήσουμε.
- Α, ρε κιβούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν προσεγγίσουμε τον όρο κατά λέξη, είναι ο άρχων των ομοφυλοφίλων, ο επικεφαλής, ο αρχηγός. Κατά το Ίλαρχος, Ίππαρχος, Δήμαρχος, ο καθοδηγών τους πούστηδες. Το νόημα ωστόσο παραπέμπει στην άλλη έννοια που ενέχει η λέξη, δηλ. στον φορέα κακίας, πονηριάς, ψεύδους και βλαπτικότητας. Το δεύτερο συνθετικό τονίζει έντονα το μέγεθος της κακότητας του ατόμου, είναι κάτι παραπάνω από «πούστης», δεν «εξηγείται πούστικα» ούτε «κάνει πολλές πουστιές». Κάποιες φορές στον στρατό χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ως ο οπλίτης που κάνει ό,τι πουστιά περνάει από το χέρι του για να «χώσει» μέσω του βύσματος που διαθέτει τους άλλους φαντάρους.

- Ρε συ, αυτό το κωλόπαιδο ο Μίμης, συντοπίτης σου δεν είναι;
- Μην τον αναφέρεις καθόλου αυτό το αρχίδι, πρόκειται για μεγάλο πούσταρχο, πραγματικά μισητή μορφή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεπτός που περπατάει χωρίς να λυγίζει τα γόνατα, σαν να είναι από πάνω μέχρι κάτω όλο το πόδι ένα κόκκαλο.

- Κοίτα πώς περπατάει αυτός!
- Σαν ξύλινος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός ελασσονίτικης προελεύσεως, τριγενής (μακαμπώνης, μακαμπώνω, μακαμπώνικο) που μεταφράζεται ως πονηρός ή υποχθόνιος. Συνήθως γίνεται σύντμηση (ο μακαμπών'ς, το μακαμπών'κο). Η ετυμολογία του όρου μού είναι άγνωστη, προτάσεις καλοδεχούμενες.

- Αυτό είν' το πιδί τ' Γιάνν'.
- Καλό είναι αυτό; Ο μπαμπάς τ' είναι μεγάλος μακαμπών'ς, είχε επεχείρηση με τ' Νικ' τν αδερφό και τον έφαγε τα λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάφομαι υπερβολικά, χρησιμοποιώντας μεγάλη ποσότητα από κάθε είδους καλλυντικό. Προτιμάται από τον όρο ''παστώνομαι'' αν θέλουμε να τονίσουμε την υπερβολική χρήση κραγιόν.

- Έλεος! Στο σούπερ μάρκετ θα πάμε. Πρέπει να γίνεις κλόουν για να σκάσεις μύτη; Ρεζίλι θα γίνουμε...

Όχι πάντα κακό. (από Galadriel, 26/02/09)όχι πάντα ακινδυνο (από gaidouragathos, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified