Further tags

Κατά μίαν άλλην εκδοχήν, ως Χορταρέας χαρακτηρίζεται η περίπτωση ανδρός ο οποίος καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες χόρτου, ήτοι χασίς, μπάφου, μαύρου, νταφού κτλ

Φαίδων: «Διέθεσα σήμερον χρήματα ίνα αγοράσω χασίς»
Τρύφων: «Πάλι; είσαι Χορταρέας μέγιστου βαθμού!»

(από Khan, 17/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και θήλυ, το ουσιαστικό «κλανοτρομπέτα» απευθύνεται εις άρρενες, οι οποίοι πέρδονται διαρκώς, βροντερώς (εξού και τρομπέτα) και ασυστόλως, παράγοντας ούτως ειπείν αυτήν την χαρακτηριστική... ευωδίαν. Τυγχάνει δε οι παραπάνω άνδρες να αδιαφορούν παντελώς δια πάσαι συνέποιαι η συνήθεια αυτή εμπεριέχει προς αυτούς και προς τον περίγυρό των.

Φαίδων: «Μα μνήστητι μου Κύριε, διατί πέρδεις τόσο βροντερώς και βρομερώς συνάμα εν μέσω κόσμου; Θα χαρακτιρισθείς ως κλανοτρομπέτα!»
Τρύφων: «Αδιαφορώ, θα πέρδομαι εν τιαύτο τρόπο προ οιασδήποτε θυσίας!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προϊόν συμπύξεως των λέξεων «Κολοσσός» (το γνωστό τοις πάσι γιγαντιαίων διαστάσεων άγαλμα το οποίο και εκοσμούσε τον λιμήν της Ρόδου«) και »κώλος« (άνευ επεξηγήσεως...). Κωλοσσός λοιπόν είναι ο ανήρ ή κυρίως ή γυνή φέρουσα εξαιρετικού όγκου τε και κάλλους οπίσθια.

Φαίδων: «Κοίτα Κλέων, τον ...Κωλοσσό ο οποίος εις το τρόλλεϊ εισέρχεται!»
Κλέων: «Εξ οποίας στύσεως εκατεβλήθην (μτφ: τρελλή κάβλα)! »

Got a better definition? Add it!

Published

Υπερκομματική φράση για τους κάθε λογής πολιτικάντηδες, τοπικούς άρχοντες και λοιπούς Μαυρογιαλούρους οι οποίοι έχουν αναδείξει σε τέχνη όλο τo χειρονομιακό ρεπερτόριο που παραπέμπει στο «χαιρέτα μου τον Πλάτανο».
Τρεις είναι οι κύριες μορφές χειραψίας τύπου Καλοχαιρέτα:

α. Χειραψία φωλίτσα ή σου ψειρίζω και τη βέρα. Κλασική χειραψία με το δεξί, την οποία ο βουλευτής Κ. συνοδεύει με χούφτωμα του καπακιού της παλάμης του χειραπτόμενου με το αριστερό ελεύθερο χέρι. Εγκάρδιος χαιρετισμός, για τα δικά μας παιδιά.

β. Χειραψία εκ του μακρόθεν, ή αλλιώς χειραψία πανηγυρισμός πυγμάχου. Ο βουλευτής Κ. σφίγγει του χέρια στον αέρα, περίπου όπως οι πυγμάχοι. Το κάνει αυτό είτε i. κρατώντας σταθερή βλεμματική επαφή προς κάποιον στο χώρο, στον οποίο δεν μπορεί να βρεθεί κοντά λόγω συνωστισμό ή
ii. μπροστά σε πλήθος, σφραγίζοντας συμβόλαιο με τη λαοθάλλασα ότι θα τα κάνει θάλασσα.

γ. Χειράψία με πατ-πατ ή ταπ-ταπ -. Για τα μέλη της ΔΑΚΕ και λοιπούς συνδικάλους που κάνουν το περφόρμανς τους, ή για πραγματικά διαμαρτυρόμενους, που έτσι αποσπούν τη δέσμευση του βουλευτή-Κ. ότι το αιτήμά τους περνά στα υπ'όψιν .

Ο Καλοχαιρέτας είναι ο επικοινωνιακός πολιτικός, ο οποίος με την προσιτότητά του από τη μια και το ειδικό του κύρος από την άλλη συγκεντρώνει το συνδυασμό κάφρος μεν, λεβεντομαλάκας δε που τόση απήχησή έχει στο μέσο ψηφοφόρο.
Παππουδίστικη φράση, που άκουσα όμως από νεανικά χείλη στη Θεσσαλονίκη.

- Γαμώτ', για ποιο γαμημένο λόγο έχουν κλείσει το μοναδικό δρόμο του χωριού; Γαμήσια έχουμε πάλι;
- Περίπου...δεν είδες το αεροπανό; Κάνει επίσκεψη ο βουλευτής Καλοχαιρέτας, καλά κρασά!.....νάτος...ώώώχ, μας χαμογέλασε....πάμε, θα μας πάρουν τα σκάγια.....

(από xalikoutis, 16/10/08)(από xalikoutis, 16/10/08)(από xalikoutis, 16/10/08)(από xalikoutis, 16/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος δημοσίου υπαλλήλου, γυναικείου φύλου, που συναντάται κυρίως σε δημόσιες υπηρεσίες, όπως σε πρωτόκολλα υπουργείων και γραμματείες.

Το είδος αυτό ανήκει στην κατηγορία των αγενεστέρων εκ των δημοσίων υπαλλήλων και πάντα σου απαντά χωρίς να σε κοιτάζει. Συνήθως κοιτάζει προς τα πάνω με βλέμμα κενό ενώ πληκτρολογεί σε γραφομηχανή παλαιού τύπου με σύστημα didacta. Η χροιά της φωνής της δε, θυμίζει έντονα τον θρύλο της soul μουσικής Ray Charles, στο πιο χωριάτικο βέβαια. Οι 2 τελευταίες αναφορές μάς οδηγούν στο συμπέρασμα του παραπάνω ορισμού.

Αποφύγετέ τις όπως ο διάολος το λιβάνι.

– Άσε με ρε Λευτέρη πήγα στο υπουργείο και ήταν μια Ρεητσαρλίνα στην γραμματεία που ήθελα να την πετάξω από τον 3ο την άτιμη. Δεν με κοίταξε ούτε μια στιγμή, μόνο γρύλιζε ότι δεν είναι αυτή «Πληροφορίες» και πληκτρολογούσε ατάραχη.
– What'd I say ρε Γιώργο, αυτή τους έχει γραμμένους όλους και κάνει και τον διευθυντή. Οι Ρεητσαρλίνες είναι από τις παλαιότερες φάρες του δημοσίου τομέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται εκ της λέξεως «πάπαρος», υπερθετικός της λέξεως «παπάρας» πολλαπλασασθείσα επί 3. Δηλώνει δε τον παπάρα μεγάλης ολκής, τον εξαιρετικά μέγα τη τάξει παπάρα. Ως γνωστόν, η ιδιότητα ενός παπάρα ενίοτε ογκούται συν τω χρόνω, τουτέστιν ο απλός παπάρας δύναται μεταβληθήν εις τριπάπαρο λίαν συντόμως!

Φαίδων: «Μα είναι γνωστό τοις πάσι ότι δεν παραβιάζομεν τον ερυθρό σηματοδότη εν όψι αστυνομικού οχήματος! Τριπάπαρε!»
Αριστογείτων: «Όντως...!»

Trip a Paros (από Vrastaman, 17/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που και τον παίρνει και μιλάει κι από πάνω.

Με τη λέξη, ο ομιλητής εκφράζει την αγανάκτησή του για το γεγονός πως ο συνομιλητής του δεν φτάνει που είναι ομοφυλόφιλος, έχει και θράσος.

- Άσε ρε θρασύπουστα...ζητάς και τα ρέστα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος ανήρ

Εκ των αγγλικών Back-Love-Ass

(Τα εύσημα στον κ. Ν.Λ.)

Δεν χρήζει παραδείγματος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τελειωμένη γκόμενα, η χοντρή ή εύκολη (διττή έννοια).

  1. - Προχτές μου την έπεσε στο μπαρ μια καφρόλα, γάμα τα! με κάτι σπυριά και ένα κώλο να!

  2. - Ρε συ αυτή η φίλη σου η Ιωάννα μου φαίνεται λίγο easy going...
    - Το ξέρω, είναι γνωστή ως καφρόλα στους κύκλους μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της

- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified