Further tags

Από το γνωστό οίκο μόδας του παγκοσμίου φήμης σχεδιαστή Αριστοτέλη Μπιτσιάνη. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι τα ενδύματα που φοράει είτε ο λέγων είτε κάποιος άλλος είναι εξαιρετικής ποιότητας.

- Κοίτα ρε μαλάκα το λιμοκοντόρο τον Πάνο με τι κουστουμιά έσκασε.
- Μπιτσιάνι...

(από notheitis, 27/11/08)

Βλέπε και κουστουμιά ο ανάπηρος!.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ακολουθεί μοντέλα σχέσεων που αποκλίνουν ριζικά από το παραδοσιακό μοντέλο του παντρεμένου ζευγαριού, στο ότι αναιρούν την αποκλειστικότητα στη συναισθηματική και σεξουαλική δέσμευση απέναντι στο άλλο μισό –ο γνήσιος ελευθεροσχεσίτης φυσικά, δεν θα έλεγε ποτέ άλλο μισό, αλλά άλλο νιοστό, χωρίς μάλιστα να συγκεκριμενοποιεί το νί, ασαφές καθώς είναι από τη φύση του.

Τύπος ανθρώπου που κατά περίεργο τρόπο ακόμη παλεύει να εδραιωθεί ηθικά στην εποχή μας (πόσα «συνώνυμα» για το ελευθεροσχεσίτισσα μπορείτε να σκεφτείτε;), αποτελεί συνήθως ευσεβή πόθο νεανίων και αντικείμενο απευχής νεανίδων, ώσπου οι μεν να καταλήξουν είτε «ελευθεροσχεσίτες» στα αζήτητα ή παντρεμένοι ελευθεροσχεσίτες, και οι δε παντρεμένες είτε με παντρεμένους ελευθεροσχεσίτες ή, στην καλύτερη περίπτωση, με απολειφάδια άλλων εποχών.

Η μόνη μορφή ουσιαστικής επικοινωνίας που απομένει και στους δύο, η ίδια: γκρίνια και μιζέριασμα σε φίλους και σε φίλες. Ας μην απορούμε που η φιλία θεωρείται η σταθερότερη σχέση όλων. Είναι άλλωστε η πιο ελεύθερη που υπάρχει, ή όχι;...

Δείτε και συγκρίνετε: καβάντζα, γαμιολάκι, πηδύλλιο, ερωφίλη, εθελοντής πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι και άλλα που θα μου ξέφυγαν ή δέν γράφτηκαν ακόμα.

— Ελεύθερη σχέση σημαίνει σχέση άνευ οποιασδήποτε δέσμευσης δηλωμένης ή αδήλωτης, επισήμως ή ανεπισήμως, όπου τα δύο (ή και περισσότερα εδώ που τα λέμε) μέλη συνευρίσκονται κυρίως για σεξ αλλά και για οτιδήποτε άλλο ΤΥΧΟΝ επιθυμούν όπως για να ανταλλάξουν γραμματόσημα, να πιουν καφέ, να συζητήσουν μεταξύ τυρού και αχλαδιού, ενίοτε και σεξακίου, όποτε, αν και εφόσον επιθυμούν και τους βολεύει, χωρίς σε αυτήν να παρεμβάλλουν ερωτικές / συναισθηματικές προσδοκίες, ελπίδες, ή βλέψεις για κοινό μέλλον και κυρίως χωρίς να αλληλοπρήζονται με καθημερινά και συνεχή τηλεφωνήματα και sms, και πάντοτε χωρίς να δίνουν αναφορά ο ένας στον άλλον για το που πάνε ή με ποιους, πότε, ή αν συνευρίσκονται σεξουαλικά και με άλλα άτομα. (Ελπίζω να σας διαφώτισα επαρκώς.)
[...]
— Δεν θα μπορούσες καλύτερα! Και για να το κλείσουμε το θέμα (από την πλευρά μου τουλάχιστον) μια τελευταία ερώτηση. Γίνονται τέτοιες σχέσεις; Πολύ απελευθέρωση έχει πέσει βλέπω... Ρε τι γίνεται στον κόσμο! Και εγώ ο συντηρητικούρας αγχώνομαι μέχρι και για το τι λουλούδια να αγοράσω στην καλή μου. Καλά έχω μείνει πολύ πίσω. Πολύ χαλβάς είμαι ρε παιδί μου. Το sxeseis μου έχει ανοίξει τα μάτια τελικά. Ελεύθερη σχέση λοιπόν. Η τελευταία λέξη της μόδας. Κάτι τέτοια διαβάζω και νομίζω ότι όλοι γαμ...νε σε αυτή τη χώρα εκτός από μένα! Δε με στεναχωρεί όμως. Καλά να περνάνε οι ελευθεροσχεσίτες. Εγώ τώρα θα σκάσω ένα μπάφο και θα παίξω λίγο pro γιατί καλές οι σχέσεις και οι... υπο-σχέσεις αλλά δε γίνεται συνέχεια να ασχολούμαστε με αυτά τα τετριμμένα. Άντε γεια μας.

(από φόρουμ που λέγεται Σχέσεις τζι άρ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το κουράζει υπερβολικά. Αυτός που πρέπει να σκεφτεί πάρα μα πάρα πολύ για να κάνει κάτι.

Από το γνωστό πρωταθλητή του σκάκι. Ο όρος χρησιμοποιείται και στην πόκα όταν κάποιος αργεί πάρα πολύ να παίξει.

- Άντε ρε Κασπάρωφ Θοδωρή, κέντα-χρώμα είναι το παιχνίδι τι το σκέφτεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε πρόσωπα ακοινώνητα, χωριά που είναι πίσω από το θεό αλλά και καταστήματα, πχ ταβερνείο σε κακόφημη μεριά, τραπέζι λαμαρίνα με μουσαμά τραπεζομάντηλο και λάστιχο γύρω γύρω, τασάκι πλαστικό από δεκαετία του '60 που λέει «ζύθος Φιξ», ψάθινη καρέκλα 30 ετών ξεχαρβαλωμένη, καμμένη λίγδα να την ξύνεις με το νύχι σε όλες τις επιφάνειες, τζαμαρία βαμμένη με μπλέ λαδομπογιά από τη μέση και κάτω κτλ.

- Τι είναι εδώ που μας έφερες ρε μαλάκα;
- Γιατί; Είναι πολύ γραφικό ταβερνάκι.
- Τι γραφικό ρε καρνάβαλε; Ετούτο το μαγαζί είναι ξεχασμένο από το θεό και την κοινωνία. Πάμε να φύγουμε πριν πάθουμε δηλητηρίαση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός των Ελλήνων φοιτητών της Αγγλίας για όλους τους σχιστομάτηδες Ασιάτες, κυρίως τους Κινέζους. Προέρχεται απο την συγκινητική, αν και αφελή, πεποίθηση ότι τα μέλη της συγκεκριμένης ράτσας τρέφονται αποκλειστικά με ρύζι.

Ο πλυθηντικός ειναι τα ρύζια, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως άκλιτο (το ρύζι) εφόσον αναφέρεται σε μία μεγάλη ομάδα ατόμων της συγκεκριμένης ράτσας. Κάτι που το συνηθίζουν άλλωστε.

Επαναλαμβανόμενες απόπειρες να διαδοθεί ο συγκεκριμένος όρος σε άλλες κουλτούρες εκτός της ελληνικής έχουν αποτύχει παταγωδώς, καθώς οι politically correct Άγγλοι τον βρίσκουν ρατσιστικό, οι δε Ασιάτες θίγονται. Αυτό δεν μπορεί με τίποτα να γίνει κατανοητό σε ορισμένους Έλληνες φοιτητές οι οποίοι συνεχίζουν να επιμένουν να εξηγούν τον όρο στον κάθε άτυχο Ασιάτη που θα βρεθεί στον δρόμο τους και να στραβώνουν μαζί του όταν δεν το βρίσκει αστείο.

Τα ρύζια ευδοκιμούν κυρίως στις οικονομικές σχολές, όπου ευδοκιμούν κατά κανόνα και οι πιο κάφροι Ελληναράδες φοιτητές. Αυτό είναι μία ιδιαίτερα ατυχής σύμπτωση.

Αξίζει να σημειωθεί οτι έχουν αναφερθεί περιπτώσεις συμβάντων όπου μέλη της θιγόμενης ράτσας που δεν γνωρίζουν Ελληνικά και άκουσαν τον όρο στο άσχετο έχουν καταλάβει την σημασία του και εχουν προσβληθεί, οπότε καλό ειναι να αποφεύγετε να το λέτε μπροστά τους ή και γενικά, γιατί δεν είναι και πολύ αστείο εδώ που τα λέμε.

«Πήγα σήμερα το πρωί στο uni γιατί έπρεπε να συναντηθώ με ενα ρύζι συμφοιτητή μου για να μου δώσει κάτι σημειώσεις.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικά trendy άτομο, που πάντα φοράει μοδάτα ρούχα, βάζει ένα κιλό ζελέ στο μαλλί και γενικά συμπεριφέρεται όπως η μάζα των νέων (π.χ. καπνίζει, γελά σαν χάχας όλη την ώρα), θυμίζοντας άτομα σε διαφημίσεις της Vodafone.

- Ρε συ τι έχει πάθει ο Στέλιος; Τελευταία ντύνεται πολύ μοδάτα, φοράει γυαλιά rayban και έχει κάνει και trendy κούρεμα...
- Άσε, φαίνεται χάλασε κι αυτός, έγινε πολύ Vodafone.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι σαν τον Γιακουμή, ο οποίος δέν κλαίγεται επειδή ψάχνεται για δανεικά, απλά πιστεύει ότι όλος ο κόσμος, ο θεός και η κοινωνία συνωμοτούν για να τον αδικήσουν.

Είναι επαγγελματίας κλαψομούνης, και εχεί κουράσει τόσο τον περίγυρο του με τις κλάψες του που όλοι τον φωνάζουν «πίκρα». Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τον κόβει στο μάθημα γιατί δεν τον συμπαθεί, το αφεντικό του τον χώνει στα χειρότερα γιατί τον μισεί, είναι βέβαιος οτι θα τον κερατώσει η κοπέλα του γιατί είναι γραμμένο στη μοίρα του, το ΑΤΜ του ρούφηξε την κάρτα γιατί δεν τον πάει η τράπεζα, το PC του κόλλησε ιούς γιατί είναι γκαντέμης κ.τ.λ.

Αυτός όμως είναι καλό και τίμιο παιδί και ποτέ δεν φταίει ο ίδιος για τις αναποδιές που του κάθονται. Ενίοτε λέγεται περιπαιχτικά και πικραμύγδαλος.

- Πού 'σαι ρε πίκρας;
- Άστα ρε φίλε, έχασα το αστικό και έτρεχα. Τον καργιόλη τον οδηγό!
- Ο οδηγός τι σου φταίει ρε Στέλιο;
- Με είδε που έτρεχα και δεν με περίμενε. Επίτηδες.
- Α τον αλήτη! (Από μέσα του:«καλά σου έκανε»)
- Όλοι να γαμήσουν το Στελάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «καλό παιδί», με ηθικές αξίες, που δεν θα κάνει κάτι κακό ή αλήτικο. Πολλές φορές λέγεται και υποτιμητικά, με την έννοια φλώρος.

- Θα 'ρθεις απόψε μαζί μας στο στριπτιτζάδικο;
- Μπα όχι ευχαριστώ, δεν πηγαίνω σε τέτοια μαγαζιά.
- Πολύ παιδί του κατηχητικού είσαι εσύ μου φαίνεται...

(από slangprof, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ πλούσιος άνθρωπος, πιθανότατα κάτοχος ή μέτοχος εταιρείας. Βγήκε από το γνωστό επιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη.

- Ρε φίλε πολύ θα ήθελα να είχα μια Porsche όπως έχει ο Νίκος!
- Και με τι λεφτά θα την πλήρωνες ρε φίλε; Μην ξεχνάς ότι αυτός είναι Κόκκαλης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπεκρής, αυτός που πίνει πολύ και μεθάει, συνήθως κρασί αλλά και αλκοόλ γενικότερα.

- Άσε, πού να σου τα λέω! Ο Γιώργος χθες βράδυ μέθυσε για τα καλά! Δεν ήξερε τι έλεγε!
- Εμ, η πρώτη φορά είναι νομίζεις; Αυτός είναι μεγάλος κρασοπατέρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified