Further tags

Λέγεται ειρωνικά όταν θέλουμε να πούμε οτι μία γκόμενα είναι το απόλυτο ξέκωλο, μία που τρέφεται μόνο με σάντουιτς.

Οι κατίνες της γειτονιάς το χρησιμοποιούν για να δώσουν έμφαση ότι η κοπέλα είναι μοσχοαναθρεμμένη.

  1. (Μεταξύ κολλητών) - Τί λέει το καινούργιο μωρό; Σου παίρνει καμία πίπα; - Η γκόμενα έχει πεοφιλίαση μεγάλε. Τα πίνει κανονικά, της αρέσουν τα μπινελίκια, της αρέσει το κωλοδάχτυλο, τι να σου λέω... - Με γαλλικά και πιάνο μεγαλωμένη ετσι;

  2. (Στη γειτονιά)
    - Α χρυσή μου, εγώ τη Λίλιαν την έχω μεγαλωμένη με γαλλικά και πιάνο.
    - Καλέ φαίνεται! Είναι πολύ καθωσπρέπει η κόρη σου Ευτέρπη.
    - Τυχερός αυτός που θα την πάρει Ευανθία μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιομηχανικός όρος, χησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για να περιγράψει τις κατώτερης εμφάνισης γυναίκες, ή γενικά τα ανεπιθύμητα άτομα.

- Ρε μαλάκα, από τα τόσα μουνιά που κάλεσα μόνο το σκραπ ήρθε...

(σε γιορτή-κηδεία με βαρετούς συγγενείς)
- Μόλις φύγει το σκραπ, βάζουμε Pulp Fiction;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοράει πολύ κοντό παντελόνι (συνήθως τζιν), το οποίο δεν φτάνει καν στο παπούτσι και φαίνεται το πόδι του.

- Ρε πάρε κανα normal παντελόνι, με αυτό που φοράς είσαι πολύ ψαράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο (νεαρός, αρσενικός) κάτοικος των Εργατικών Κατοικιών της περιοχής Φοίνικα Θεσσαλονίκης (Προσοχή, να μην συγχέεται με του Βότση).

Εναλλακτικός, τοπικής εμβέλειας, χαρακτηρισμός για: τον κάγκουρα, το ταγκαλάκι κτλ.

- Καλά, τι φώναζε ο τύπος με το μηχανάκι;
- Άντε μωρέ τον φοίνικα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός και αγύμναστος άνθρωπος, με κοιλιά σαν μπάλα.

- Να φωνάξω και τον Κώστα σήμερα που θα πάμε για μπάλα;
- Τι λες μωρέ, τέτοιος χοντρομπαλάς που είναι αυτός δεν μπορεί να κουνηθεί, θα παίξει και μπάλα;

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του οδηγού της φόρμουλα 1, Μίχαελ Σουμάχερ.

Αναφερόμαστε στον οδηγό που την έχει δει πιλότος και τρέχει μαλλιοκούβαρα. Μπαίνει στις στροφές με τις μπάντες και με τις πόρτες ενώ η αδρεναλίνη του είναι μόνιμα στο κόκκινο. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώνεται από όπου περνάει, ενώ είναι ικανός να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμα του.

Συχνά «χαίρει» της εκτίμησης περαστικών που τον παρασημοφορούν με φάσκελα, όταν τον δουν μπροστά τους. Αυτός όμως, τους έχει συνδεμένους με κέντρο, και ζώντας στην καρακοσμάρα του, συνεχίζει την πτήση του. (βλ. Παράδειγμα 1). Άλλες φορές δε, εντυπωσιάζει με τις ικανότητες του, τους φίλους του. (βλ. Παράδειγμα 2)

  1. - Φάε ρε το μαλάκα το Σούμι. Πώς τρέχει έτσι το άτομο;
    - Δε λες που παραλίγο να μας σκοτώσει.

  2. - Σωστός Σούμι ο Μήτσος. Δεν κατάλαβα για πότε φτάσαμε στην Πάτρα!

Μίχαελ Σουμάχερ (από GATZMAN, 28/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας χαμηλής μόρφωσης και γενικά χαμηλού επιπέδου, του «δρόμου», που συχνά το παίζει μάγκας. Συνήθως ή δουλειά του (αν όχι μπετατζής) θα είναι υδραυλικός ή κάτι παρεμφερές.

- Γιατί η Μαίρη χώρισε τον Σταύρο; Μια χαρά παιδί ήταν, και μόρφωση είχε, και ευγένεια και απ' όλα...
- Έλα μωρέ την έχεις για σοβαρή; Αυτή κανα μπετατζή θα θέλει να την πάει στα μπουζούκια και να περνάνε καλά.

Αχ βρε betατζή! (από knasos, 20/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευθύς, θαρραλέος τύπος, που θα πει χύμα αυτό που πιστεύει χωρίς να φοβάται.

- Τι θα έκανες αν ανακάλυπτες ξαφνικά ότι η γυναίκα σου σε απατά;
- Θα τη χώριζα με τη μία! Δεν τα σηκώνω εγώ αυτά.
- Έτσι παιδί μου, σε θέλω ντόμπρο!

Βλ. και σχετικό λήμμα σπαθί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει αυτό που έχω κανονίσει (συνήθως αναφέρεται σε club και παρεμφερή κέντρα διασκεδάσεως). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε μορφή ερώτησης.

(δίνοντας 100 ευρώ στον μετρ και δείχνοντάς του το καλύτερο τραπέζι του μαγαζιού)
- Αύριο που θα ξανάρθω θέλω να είμαι αυτός.

(απευθυνόμενος στην υπόλοιπη παρέα)
- Ρε μαλάκες, σήμερα ποιοι είμαστε;

Σχετικό: αυτός είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βάρβαρος, ο Κόναν, ο βέβηλος. Αυτός που δεν εκτιμάει και δε σέβεται τα φίνα πράγματα αυτού του κόσμου. Μπορεί να αποκτήσει ό,τι θέλει γιατί είναι νεόπλουτος, αλλά ο τρόπος που μεταχειρίζεται τα πάντα θυμίζει κανίβαλο. Είναι άτομο που θα αγοράσει καινούργια Πόρσε και θα την πάει με τη δευτέρα στους κόφτες για 5 χιλιόμετρα πριν βάλει τρίτη. Χρησιμοποιείται γενικά για άτομα που είναι ουγκ.

(Στο Roof Garden του Hilton)

- Παλικάρι βάλε ένα Hennesy XO VSOP του '74 με κόκα- κόλα.
- Μα κύριε αυτό είναι κονιάκ 34 ετών και κάνει 85 ευρώ η μεζούρα!
- Δε σε ρώτησα ηλικία και τιμή, βάλε ένα και σβέλτα.
- Κανίβαλε! Που θα πιείς τέτοιο κονιάκ ανακατεμένο με κόκα- κόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified