Αυτός που αργεί να γυρίσει ένα τσιγαρλίκι.
- Ε τον ρούκουνα τον Περικλή, το γονάτισε... Γύρνα το ρεεεεεεεεεεε!!!
Αυτός που αργεί να γυρίσει ένα τσιγαρλίκι.
- Ε τον ρούκουνα τον Περικλή, το γονάτισε... Γύρνα το ρεεεεεεεεεεε!!!
Got a better definition? Add it!
Ο δήθεν ερωτικός.
α. Πολύ τον σεξουλιάρη μας παριστάνει ο Μάκης...
β. Σεξουλιάρα γκόμενα, αλλά δεν την πήδαγα με τίποτα.
γ. Αγόρασα ένα φόρεμα πολύ σεξουλιάρικο. Να δούμε πού θα το φορέσω...
Got a better definition? Add it!
Ο δήθεν ερεθιστικός.
Για τις γυναίκες δεν χρησιμοποιείται ειρωνικά, συνήθως.
Για αντικείμενα: μπορεί και να σημαίνει ζόρικο, νευρικό, κλπ
Βλ. και καβλιάρης
Got a better definition? Add it!
Λέξη τούρκικη, σημαίνει τη γυναίκα με επιτηδευμένη εμφάνιση, που κάνει αισθητή την ελευθερία των ηθών της.
Έρχεται στο μάθημα, με τις τακούνες, βάψιμο σαν τσίρκο και κραγιόν που κάνει μπαμ, πρόκειται για κλασική καλτάκα της σχολής.
Got a better definition? Add it!
Ο ξεκάρφωτος, που δεν κολλάει στην κατάσταση.
Πολύ ξεΐγκλωτος αυτός που μας έφερε χθες ο Πέτρος: όλοι μιλάγαμε για το γνωστό θέμα κι αυτός κοίταζε απλά σα χάνος.
βλ. ίγκλα
Got a better definition? Add it!
Είμαι τόσο αδερφή που, όταν κρατάω τσιγάρο, τσακίζω στο ύψος του ώμου τον καρπό του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, για να μιμηθώ την κομψή γυναίκα. Έτσι λοιπόν, καίω τη βάτα του σακακιού μου...
Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, την τρίζει την όπισθεν, κλπ
- Καλά, δεν βλέπει η Μαρίνα πως αυτός που παντρεύτηκε είναι αδερφάρα; - Τι να σου πω, δεν ξέρω... Φαίνεται όμως με τη μία ότι ο τύπος την καίει την βάτα...
Got a better definition? Add it!
Χαμένος, αφηρημένος. Προέρχεται από την έκφραση Είναι στον κόσμο του (κόσμος -> Κοσμάς!)
-Έχει χαζέψει τελείως ο Θανάσης τώρα τελευταία.
-Έ, καλά τώρα, πάντα Κοσμάς ήταν αυτός...
Got a better definition? Add it!
(θηλ. χαΐστρια)
Ο κεφλής άνθρωπος, που δεν λέει όχι στην παρέα, ακολουθεί ή και κανονίζει διασκεδάσεις κι εξόδους.
– Μα καλά, η φίλη που μας έφερες φεύγει από τώρα;
– Μένει μακρυά, γι' αυτό.
– Άσ' τα αυτά, την έκοψα εγώ: μεγάλη χαΐστρια. (ειρων.)
Got a better definition? Add it!
Κάποιος ή κάποια που κερδίζει την έγκριση, τον σεβασμό, τον θαυμασμό του ομιλητή, άξιος, μάγκας.
Χρησιμοποιείται πολύ συχνά και ειρωνικά, ή και ως φιλική προσφώνηση (αντί του μαλάκας).
— Οι γονείς της είχαν σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό ένα μήνα πρίν, κι' αυτή όχι μόνο δεν κλάταρε, αλλά πέρασε και τις πανελλήνιες.
— Πολύ άτομο η Κική, την παραδέχομαι.
Είκοσι χρονώ και έχει πηδήξει πάνω απο χίλιες γκόμενες...; Τί λέει ρε το άτομο, κατούρα και λίγο!...
— Όπ! Γειά σου ρε συ Τζίμη, τί λέει;
— Έλα ρε άτομο! Πού χάθηκες;...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται αντωνυμικά, είτε ουδέτερα είτε και φορτισμένα (βλέπε και άτομο).
Θηλυκό: τύπισσα και τύπα, ουδέτερο: τυπάκι.
Ό,τι και να λες για τον Βούλη εγώ τον πάω, είν' ωραίος ο τύπος. Μια ζωή με τα καλύτερα καυλιά κυκλοφορεί, και είναι και ξηγημένος.
- Ρε συ, αυτή ρε δεν είναι η πρώην του Σάκη;
- Αχά.
- Τι φοράει ρε η τύπα, πάει καλά;
- Απο τότε που την έστειλε ο άλλος, το παίζει παρταόλα να του τη σπάσει.
- Στην πράξη;
- Αρχίδια καπαμά. Βγαίνει μόνο όπου μαθαίνει οτι θά 'ναι ο Σάκης και κατά τ' άλλα έχει βουτηχτεί στην κατάθλιψη.
Βλέπε επίσης τυπάς.
Got a better definition? Add it!