Αυτό που του αρέσει να χύνει σε γυναικεία βυζιά. Κατά μια ευρύτερη έννοια ο γαμάουας που προσφέρει απλόχερα τα «δώρα» του στη γυναίκα.
Αχ, Καλλιόπη μου, μεγάλος βυζοχύσης ο Πάρης.
Αυτό που του αρέσει να χύνει σε γυναικεία βυζιά. Κατά μια ευρύτερη έννοια ο γαμάουας που προσφέρει απλόχερα τα «δώρα» του στη γυναίκα.
Αχ, Καλλιόπη μου, μεγάλος βυζοχύσης ο Πάρης.
Got a better definition? Add it!
Αυτή που αρέσκεται στο στοματικό σεξ ακόμα και στα πεταχτά, σε κανένα σοκάκι, καμιά πιλοτή πολυκατοικίας ή στο ασανσέρ. Μεταφορικά η βλαμμένη και τεμπέλα γυναίκα.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που ξέρει να ερεθίζει σεξουαλικά και να σηκώνει τους πούτσους των αντρών με αυτά που φοράει (μίνι μέχρι τον αφαλό, αβυσσαλέα ντεκολτέ), και με τον τρόπο συμπεριφοράς που είναι ανάφτρα. Τώρα το αν σου κάθεται μετά είναι μια άλλη ιστορία.
Τι σταυροπόδια είναι αυτά που κάνει η Τσαπανίδου! Μεγάλη σηκώστρα!
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας που ηδονίζεται όταν γλείφει γυναικείες πατούσες και δάχτυλα. Συνήθως προηγείται επιμελές βάψιμο των τελευταίων από τον ίδιο. Χρησιμοποιεί ειδικά οικολογικά βερνίκια με γεύσεις φρούτων. Υπάρχουν γυναίκες που τρελαίνονται όταν πέσουν σε πατουσολάγνο - άλλες κάνουν εμετό στη θέα του.
- Αχ Μαίρη μου ο Μάριος με έγλειφε όλο το βράδυ!
- Στο μουνί;
- Όχι. Στην πατούσα μου.
- Τυχερή! Έπεσες σε πατουσολάγνο!
Got a better definition? Add it!
Ο τυχερός εραστής μίας όμορφης γυναίκας.
Τον ζηλεύω τον Κώστα, είναι πολύ ομορφομούνης ο μπαγάσας!
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα της οποίας η κωλοτρυπίδα χάσκει σαν πηγάδι (φιλιατρό) από τους πολλούς πούτσους που έχει φάει.
- Πώς τη βρήκες την Όλγα;
- Από μπροστά νορμάλ, αλλά από πίσω τελείως φιλιατρόκωλη. Πηγάδι η γκόμενα, σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Θηλυκό αντίστοιχο του γκέϊ. Απλή εναλλακτική λέξη για τη λεσβία σε καιρούς πολιτικής ορθότητας.
Ποιός είδε γκέϊ με μουνί
και γκέϊσσα μ' αρχίδια;
Και αν κανείς διαφωνεί,
ποιά εννοεί υβρίδια;
Got a better definition? Add it!
Κόλακας, δουλοπρεπής, άνθρωπος χωρίς υπόσταση και χωρίς γνώμη που συμφωνεί με όλα τα παράλογα που του προτείνονται όταν διαισθάνεται πως υπάρχει κάποια υλική αμοιβή.
- Τι θερμοκρασία έχει;
- 38 C.
- Ξεπάγιασα ρε γαμώτο…
- Θέλεις να ανάψω το καλοριφέρ, φίλε, να ζεσταθούμε;
- Ασ' τα πουτσογλείφτικα, ρε μαλάκα, σκάει ο τζίτζικας...
Got a better definition? Add it!
Η τσιμπουκλού, η πιπού, η ψωλογλειφίδα.
Σλανγιωτατική αργκό του Ανδρέα Εμπειρίκου. Εκ του λατινικού fellare (πιπιλάω).
1.
Η μεσήλικη φελλάτρια μπαίνοντας με βρήκε όρθιο και ολόγυμνο να παρατηρώ τον χώρο. – Γεια σου γλυκούλη μου, γεια σου κούκλε μου! είπε και με αγκάλιασε ...
2.
Ο Μπερτιέ, πανευτυχής, τήν ηυχαρίστησε θερμώς, και πνευστιών ακóμη απó τóν μέγαν γλυκασμóν που είχε δοκιμάσει, έκυψε και τήν εφίλησε εις τά κάθυγρα απó τó σπέρμα του χείλη της, εκφράζων και τóν θαυμασμóν του δια τήν τέχνην και τάς ερωτικάς ικανóτητας τής νεαράς φελλατρίας. « Είσαι μια υπέροχη μικρή ψωλογλειφίτσα! » είπε και τήν ησπάσθη άλλην μίαν φοράν εις τó στóμα.
3.
« Βύζαξε!... Βύζαξε!... » ήκουσε η Υβόννη τόν ναύτην να προστάζη, εν µέσω τών βόγγων και τών αναφωνήσεων τής βαθύτατης ηδονής, εις τήν εξωτικήν φελλάτριάν του. Και χωρίς τήν προσταγήν ταύτην, η ευειδής θεραπαινίς θα είχε κάµει αυτό που τής εζήτει ο θαυµαστής της. Σφίγγουσα τό στόµα της γύρω από τόν σφύζοντα καυλόν τού ναύτου, εξηκολούθησε σθεναρώς τήν άντλησιν, µε ισχυράς εκµυζήσεις και ηχηρά πλαταγίσµατα τών χειλέων της, καταπίνουσα µε λαιµαργίαν τό σπέρµα που ανέβλυζε τώρα εντός τού στόµατός της, ενώ, δια τής αριστεράς χειρός, επίεζε τούς ογκώδεις όρχεις που εταλαντεύοντο κάτω από τόν εµέσσοντα ερωτικόν σωλήνα.
Got a better definition? Add it!
Έλλην αρχιτέκτων ή πολ. μηχανικός μακρυνός συγγενής του Καλατράβα, ο οποίος από την ανεργία λόγω κρίσης δεν έχει τι άλλο να κάνει παρά να την παίζει όλη μέρα.
- Πω πω ρε μαλάκα ο Μήτσος λέει οτι έχει να πάρει νέα δουλειά εδώ και τρία χρόνια..
- Ναι ρε τον φωνάζουν καβλατράβα στην πιάτσα.
Got a better definition? Add it!