Further tags

Γουτσιστική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου, τουρκικής προέλευσης.

Μπορεί να σημάνει τον μικρό, γλυκούλη και χαϊδεμένο. Μερικές φορές ο τζουτζούκος είναι υπέρ το δέον χαϊδεμένος, οπότε είναι μαμόθρεφτος και μπουμπούκος. Άλλωστε πρόκειται για έκφραση που μπορεί μια μαμά να απευθύνει προς τον κανακάρη της, ή που μπορούμε να απευθύνουμε και προς ένα χαριτωμένο κατοικίδιο ζωάκι, και κατ' επέκταση προς ερωτικό σύντροφο γουτσιστικώς. Οπότε πολλές φορές χρησιμοποιείται ειρωνικά για άτομο φλώρο και μπουχέσα.

Ομοίως η τζουτζούκα είναι η αγαπημένη, η γλυκιά, αλλά μπορεί να είναι και η ζουμπουρλού.

  1. Η γλυκούλα κι ο τζουτζούκος (ερωτικό διήγημα):
    [...] Το κουδούνι χτύπησε κι εκείνη έτρεξε να ανοίξει, αφού έβαλε πρώτα στο αυτί δύο σταγόνες από το νέο Σανέλ, που ήταν τόσο μεθυστικό, όσο έλεγε και η διαφήμιση. - Τζουτζούκο μου! - Γλυκούλα μου! Φιλήθηκαν με πάθος και της έδωσε τα λουλούδια και τα σοκολατάκια. - Αυτά για σένα, γλυκούλα μου! - Αχ, τζουτζούκο μου, δεν έπρεπε να το κάνεις! (ένας ξαφνικός βήχας έπιασε απότομα την ανθοπώλη και τον ζαχαροπλάστη...) (Η ανατρεπτική συνέχεια εδώ).

2. Κάτω η τζουτζούκα!
«Εδω εχουμε αρχισει να μην ακουμε κανονικα το ονομα μας. Σε λενε » κοριτσακι, τζουτζουκα, Λουλου « και δεν μπορουν να πουνε » καλημερα Χαρουλα !« . Ξερετε ποσο σπουδαιο ειναι να μπορεις να μιλησεις στον κολλητο σου με το κανονικο του ονομα και να μην χρειαζεται να το παραλλαξεις;» (Από συνέντευξη της Χαρούλας Αλεξίου στην «Ελευθεροτυπία») [...]
Αρκει ο συντροφος σου ναναι...μονο δικος σου και να μη λειτουργει ...η κοινοκτημοσυνη . Να μην εισαι δηλ. μια τζουτζουκα αναμεσα σε πολλες αλλες τζουτζουκες του ιδιου ατομου. Αυτονοητο αυτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φραγκόκοτα. Λέγεται για άνθρωπο βλάκα, που δεν του κόβει, μπούφο.

Έχει και άποψη για τα πολιτικά το κοκράνι!

Όποιοι δεν φοράνε κράνη, έχουνε μυαλό κοκράνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο βρικόλακας. Λέγεται και για σκιαχτικούς ανθρώπους που τρομάζουν με την εμφάνισή τους. Και για όταν προβάλλονται καταστροφές που θα έρθουν, για να τρομάξει ο κόσμος, όπως όταν τρομάζουν τα μικρά παιδιά με τον βουρδούλακα για να φάνε το φαΐ τους.

  1. Κακογέρασε ο Θωμάς. Τον είδα τις προάλλες κι έχει γίνει σαν βουρδούλακας. Και δεν έχει περάσει καν τα εβδομήντα...

  2. Αυτήν την επιγραφή ότι όποιος καταστρέψει σήμα της τροχαίας θα πάει δυο χρόνια φυλακή τι μας την βάλανε σαν βουρδούλακα;

Ο βουρδούλακας του δημόσιου χρέους (από Khan, 15/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολυτραγουδισμένη μουνάρα στα ποδανά.

- Πηγαίνω στα εκάστοτε σούπερ-μάρκετ της Κέρκυρας, κι όταν βλέπω μία πολύ ωραία μεναγκό, μία πολύ ωραία κυρία ναραμού, τήνε βλέπω χαρισματικά, και τήνε βλέπω στα μέα και στα σέα και εμπλουτίζομαι και λέω «Η ζωή υπάρχει». Αφού υπάρχει Λακιώτης, υπάρχει και η μεναγκό. Αλλά ένα πράγμα θέλω να σας πω. Αν στη ζωή μας αποβάλουμε τον έρωτα, την ζωή, την τρυφερότητα...
- Τελειώσαμε!
- Τελειώσαμε από χέρι! (Ο θεούλης Λακιώτης μιλάει για τον άγιο Βαλεντίνο εδώ)

Στο 3.05 του έπους. (από Khan, 14/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η κοπέλα που κλείνει τα ραντεβού σε κάθε είδους γραφεία. Αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον παράγοντα ή μεσάζοντα που «κλείνει» κάτι, μια συμφωνία, μία συνάντηση κ.τ.λ.

  1. - Βρήκε δουλειά η Άννα;
    - Της πρότεινε ένας ψυ να την πάρει για κλείστρα, αλλά με τόσα χρόνια σπουδές δεν της κάνει καρδιά.

  2. - Καλά οι καταδύσεις περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα που δίνει το ξενοδοχείο;
    - Όχι, αλλά μου δώσανε το τηλέφωνο της κλείστρας κι έχω κάνει τα κονέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος που παρομοιάζεται με κωλοσφούγγι, με κωλόπανο, οπότε είναι κωλοχαρακτήρας, αηδιαστικός, εμετικός, αλλά κυρίως κωλογλείφτης και ορντινάντσα κάποιου ισχυρότερου. Λέγεται και σφουγγοκωλάριος ώστε να έχει ένα ζενεσεκουά βυζαντινού παλατιού. Επίσης και σκατοσφούγγης.

1. Ο Βενιζέλος όμως; Ο κωλοσφούγγης των Άγγλων; Αυτός δεν έχει την ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ευθύνη; (σ.ς.: Δεν συμμεριζόμαστε την απόδοση του χαρακτηρισμού, αλλά απλώς καταγράφουμε την γλωσσική χρήση)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που μαζεύει και σωρεύει λεφτά και είναι και τσιγκούνης, ο ταλιροφονιάς, ο φραγκοφονιάς.

Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone

1. Ο πάγκος του.... βολεμένου νεοέλληνα
Η Ελλάδα χώρα των ερωτευμένων, των ευνοουμένων, διαπλεκομένων και διαμαρτυρομένων, των ευνουχισμένων
Δημόσιο: Κομματική κυριαρχία, συνδικαλισμός, αδιαφορία ,
ρεμούλα. Χαρά στους έχοντες και κλέβοντας κατέχοντες.
Ευσυνείδητοι υπάλληλοι: εργασία μέχρι θανάτου. Μη σηκώνεις κεφάλι ρε! και μη μιλάς! Δ Ε Κ Ο: Τα ίδια και χειρότερα. Στάση τη στάσης! Ολική μαζική κλοπή!
Ένοπλες δυνάμεις : Προμήθειες και αναξιοκρατία, ναρκωτικά.
Δήμοι: Εύκολη σπατάλη, με οικολογική… ευαισθησία!
Αγρότες: Θύματα επιδοτήσεων….. τα φυτοφάρμακα εις υγείαν των παιδιών τους που σπουδάζουν... Το αγγούρι το κατάλαβες! Η φάρδυνες επικίνδυνα;
Τουρισμός : Δάνεια με κομπίνες μεγάλες ,επιχορηγήσεις κρατικές, 100ΕΥΡΩ το δίκλινο:50 το κράτος (δηλαδή εσύ) και 50 πάλι εσύ κύριε μαλαμα!!!!! Πάρε και τη σκούπα με το φαράσι, και σκάσε! Πες κι ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
Ασφαλιστικά Ταμεία : Εδώ το λέμε :
Χαίρε βάθος αμέτρητο, και κλοπή της κλοπής …του αιώνα, Χαίρε στον εγκέφαλο που γέννησε τον μέγα απατεώνα!
Φάρμακα: Όλοι πρέπει να αποθάνουμε για να μην έχει συνωστισμό ο πλανήτης.
Νοσοκομεία και υγεία: Μη συνωστίζεσαι! Μην παραπονιέσαι! Θα το πάρεις το πιστοποιητικό θανάτου! Παροχή μηδενική .
Κανάλια, τύπος ( Μ.Μ.Ε.) : Τσιράκια, καλοπληρωμένοι προδότες, Κατασκευάζουν την εξουσία. Οικογενειοκρατία και συμφέροντα , πραγματικοί σκατοσφούγγηδες πλουσίων.
Τράπεζες: Το σφουγάρι, η ρουφήχτρα, η ταλιρομαζώχτρα!
Δικαιοσύνη: Αποτελεσματικότατη, πάντα υπέρ πλουσίων ομοίων κτλ, που και που να και μια εξαίρεση. Πέντε έτη για αφαίρεση ζωής, ο κουζινοκατασκευαστής! Κλείνω το μάτι, έχω εμπιστοσύνη, απαλλάσομαι!!!!
Παιδεία: Παραπαιδεία, κομματικά εκκολαπτήρια .
Εκκλησία: 50% στους Ιουδαίους ιδρυτές! Το πιο τέλειο κλεμμένο και καλοστημένο παραμύθι από ανθρώπου γέννησης.
Καλή νεκρανάσταση Πατριώτες!

2. Ti na keraseis tromaras sou;;;;; Fragofonia....taliromazoxtra....kavouromana.... Akoma kai ton kafe sou na mou doseis...ego pino metrio esi gliko...den thelo.... :P

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νίντζα γιαγιαδισμός που επαναφορτώθηκεκαι φοριέται από αστειάτορες νέας κοπής.

Εκφέρεται στην θέα κάποιου αλλόκοτου, αινιγματικού ή σουργελώδους υποκειμένου ή αντικειμένου, πάντα με επιτηδευμένη ρουστίκ προφορά.

1.
αβατάρα; τ' είν' τούτο; ή τα ελληνικά μου πάσχουν ή κάποιο τυπογραφικό λάθος έγινε.

1.
ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ... τ' ειν' τούτο πάλι!

2.
Τ’ είν’ τούτο που φοράς, καλή μου;

3.
[img]http://img383.imageshack.us/img383/1264/ela1cq.gif[/img]
Τ' είν' τούτο;;;;; :-o :-o :-o :-o :-o :-o :wow: :wow: :wow: :wow: :wow: :-; :-; :-;

Στο 1.00 με την καυλή έννοια. (από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Κάποιος που είναι και μουνί, δηλαδή φλώρος, μη μου άπτου, μαλακός, και αρχίδι, δηλαδή ύπουλος, παλιοχαρακτήρας, πονηρός, μπαμπέσης.

Δεν το περίμενε κανένας ότι ο Τάσος θα ήταν τόσο μουναρχίδης που θα τους καλούσε στο εξοχικό του μόνο και μόνο για την πέσει στην γκόμενά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified