Further tags

Παράγεται από το «πουτάνα» και το «Τιτανικός». Προέρχεται από τίτλο τσόντας των late '90s, που παρωδούσε την οσκαρούχο ταινία. Έχει δύο σημασίες.

α) Λόγω του μεγέθους του Τιτανικού, ο Πουτανικός αντίστοιχα είναι το πουταναριό, ήτοι η μεγάλη συνάθροιση από πουτάνες, ή η καραπουτάνα, δηλαδή η πουτάνα στον υπερθετικό βαθμό.

β) Λόγω της γνωστής τραγικής κατάληξης του Τιτανικού, ο Πουτανικός είναι η φαρμακομούνα πουτάνα, που σηματοδοτεί το μουνοβατερλώ του μπουρδελιάρη. Είτε λόγω κάποιου παράσημου, είτε κάποιας συναισθηματικής εμπλοκής, που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε πουτανοκαψούρα. Γενικά, ο Πουτανικός είναι ο πούτανος - τραγωδία, ο πούτανος που αρχίζει ωραία και τελειώνει με πόνο...

«Δεν είν' πουτάνα, δεν είν' πουτάνα, αυτό που γάμησα,
είναι σου λέω πανικός,
ένας σωστός Πουτανικός,
και θα 'ναι θαύμα, αν δεν την πούτσισα»
(Λαυρέντης Μαχαιρίτσας - για την παράφραση Hank).

(από Khan, 10/11/12)"Ένας μικρός Τιτανικός" (από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε μεγάλος κατακτητής έχει το Βατερλώ του! Το μουνοβατερλώ είναι η φαρμακομούνα, που αποδεικνύεται μοιραία για έναν μεγάλο Δον Ζουάν ή Καζανόβα. Μπορεί να είναι ένας μοιραίος έρωτας, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, ένας καταστροφικός γάμος, ένα παράσημο, μια οποιαδήποτε ήττα, ή απλώς ένα στραβοκαύλιασμα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο γαμίκουλας δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος...

-Τι κάνει ο Απόστολος; Ακόμη γαμεί και δέρνει;
-Μπα, η Καλλιόπη ήταν το μουνοβατερλώ του. Τώρα έχει και τρία παιδάκια ο καψερός!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει πιο εμφατικά τον μάγκα. Όσο παράξενο και αν φαίνεται, είναι ο μάγκας σε μάγκικη slang ρεμπέτικη ορολογία:)

Παραθέτω τραγουδάκι, σήμα κατατεθέν...

Χρόνια μες στην Τρούμπα
μαγκίτης κι αλανιάρης,
ρώτησε να μάθεις
κι ύστερα να με πάρεις.
Ρώτησε να μάθεις
κι ύστερα να με πάρεις,
χρόνια στον Περαία
μαγκίτης και αλανιάρης.

Είμαι παιδάκι έξυπνο,
παίζω και μπουζουκάκι,
όλος ο κόσμος μ’ αγαπάει
γιατ' είμαι Συριανάκι.

Στην πιάτσα που μεγάλωσα
όλοι μ' έχουν θαυμάξει,
γιατ' είμαι μάγκας έξυπνος
και σ' όλα μου εντάξει.

Οι μάγκες με προσέχουνε
κι όλοι με λογαριάζουν,
όταν με βλέπουν κι έρχομαι
μαζί μου νταλκαδιάζουν.

(Χρόνια στον Περαία, του Βαμβακάρη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εγκυμονούσα. Αντίστοιχα το χαβιάρι είναι η εγκυμοσύνη.

- Τι γίνεται ρε φίλε; Έμαθα ότι η Σουζάνα είναι χαβιαρωμένη. - Ναι, την είδα με μια κοιλιά να! Μπράβο ο Βασιλάκης, την έκανε πάλι την δουλειά του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια έκφραση που θέλει να τονίσει τις μεγάλες ικανότητες μίας γυναίκας στην ερωτική πράξη.

- Τελικά τι έγινε χθες με την γκόμενα που χτύπησες; Περάσαμε καλά;
- Δεν σου λέω τίποτα, με ξετίναξε. Μου τον πήρε μαλλί και τον έβγαλε πουλόβερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει πολλά χιλιόμετρα με το αμάξι για να πάει να γαμήσει επειδή το έτερον ήμισυ βρίσκεται σε άλλη πόλη, με αποτέλεσμα να γαμάει και την βενζίνη.

Καλά ο Γιώργος πάλι στην Πάτρα τραβιέται; Τι κάνει ο άνθρωπος για να γαμήσει... Έχει γίνει και ο πρώτος βενζινογαμιάς.

(από Khan, 11/10/13)Βενζινομαλάκας (από Khan, 02/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Την ψωνίζω» σημαίνει επίσης γίνομαι ψώνιο, φέρομαι υπεροπτικά, αλαζονικά, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, είμαι νάρκισσος. Εξ ου και το «ψωνισμένος» . Λέμε επίσης «είμαι ψωνισμένος με κάτι», δηλαδή μου αρέσει υπερβολικά, αλλά και «ψωνίζομαι» μαζί του. Λ.χ. «είμαι ψωνισμένος με τα αρχαία», σημαίνει «είμαι αρχαιόκαυλος».

Απ' όταν γράφτηκε στο slang.gr έχει ψωνιστεί ότι μιλάει καλά την ελληνική σλανγκ. Κυκλοφορεί συνέχεια λέγοντας ατάκες που τις καταλαβαίνει μόνο ο ίδιος κι οι σλανγκιστές, κι άμα τολμήσεις να του πεις και τίποτα, σου κάνει παρατήρηση ότι δεν χειρίζεσαι καλά την σλανγκικήν, και σε στέλνει αδιάβαστο! Άλλος Μπαμπινιώτης μας προέκυψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κόσμον «Πατ Μορίτα».

Ο Ιάπωνας «sensei» που μετέτρεψε τον φλωρούμπα Ντάνιελ Λαρούσο στον - killing machine - Ντάνιελσαν.

Αφού προηγουμένως τον έβαλε να πλύνει μια μάντρα με αμάξια, να τα κερώσει, να τα γυαλίσει, να βάψει τον φράχτη του σπιτιού του, να του ξύσει το πάτωμα, να του βάψει το σπίτι, (στο director’s cut θα τον δείτε ακόμα και να μαδάει τις ελιές στα λιοστάσια του Μιγιάγκι), αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν παρά μια ταχύρυθμη μέθοδος εκμάθησης καράτε (αν ήταν έτσι θα βλέπαμε μπογιατζή και θα κλάναμε πουλόβερ), έπεισε και τον τζιτζιφιόγκο του ότι έγινε Τζετ Λι, τον έχωσε να διαγωνιστεί σ’ ένα τουρνουά καράτε ακούγοντας να βεβηλώνουν τ' όνομά του (ο εκφωνητής -που να τον πάρει ο διάολος!- τον αποκαλούσε «Μιγιάτζη»), εκεί είδε στον ημιτελικό να «τσακίζουν» το πόδι του κανακάρη του (πόδι, το οποίο έφτιαξε αφού προηγουμένως έτριψε τα χέρια του από ικανοποίηση γιατί το σακάτεμα του Ντάνιελσαν έδινε 3,75 στο παράνομο στοίχημα και ο ίδιος είχε ποντάρει ένα κάρο μπονζάι), στον δε τελικό τον είδε να δίνει τα ρέστα του και με χτύπημα βγαλμένο απ' το takken να κερδίζει έπαθλο και Ελίζαμπεθ Σου ταυτόχρονα.

Ο ανωτέρω άθλος του σχιστομάτη παππούλη, που όλοι θα θέλαμε να ήταν παππούς μας (αν και - άσχετο - προτιμώ Αλέξη Κωστάλα να είχα για παππού μου), να μεταμορφώσει σε καρατέκα ένα τσογλανάκι που ακόμα θα τις έτρωγε, με το πέρασμα των χρόνων έγινε μύθος και με το πρόσωπό του ταυτίζει κανείς κάποιον τον οποίον θεωρεί ότι τον έχει βοηθήσει ενώ βάδιζε στα χαμένα.

Μέγας Αλέξανδρος, Κομφούκιος, Ισαάκ Νεύτων, Λουκάς Βύντρα, Μίστερ Μιγιάγκι. Τίποτ' άλλο.

Συνων.: μέντορας, γκουρού (η τυρόπιτα είναι «κουρού»), sensei, master (για πιο υποτακτικούς), διδακτορικό (ως πτυχίο ανώτερο του master).

- Ρε συ Φιλώτα, ό,τι και να πω είναι λίγο... Μου έμαθες τη δουλειά όταν δεν ήξερα πού μου παν' τα τέσσερα, με σύστησες σε πελατεία, με έμαθες πώς να φοροδιαφεύγω και πώς να «σβήνω» τις μπριζόλες με κρασί και όχι με λεμόνι όπως έως τότε (για τον Θεό!) έκανα... Είσαι για μένα ο Μίστερ Μιγιάγκι μου!
- Καλά, καλά... Να σου πω, δεν περνάς αύριο από το σπίτι μου να περάσεις το δεύτερο χέρι στους τοίχους;
- Yes sensei...

Μίστερ Μιγιάγκι, κατά κόσμον Pat Morita (από poniroskylo, 27/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακός πούστης, ο πούστης με τάσεις σαδισμού.

Η στρίγκλα που έγινε αρνάκι: ο πούστης που εναλλάσσει σαδισμό με μαζοχισμό.

Οπωσδήποτε, για να καθιερωθεί ο όρος ως χαρακτηρίζων ομοφυλόφιλους, έπαιξε ρόλο και η παρετυμολογία απ' το στρινγκ.

- Τι κάνει ο Μαρίνος; Εξακολουθεί να σε ταλαιπωρεί; - Μπα, τώρα έχει ησυχάσει. Άμα δεν τον αρχίσω εγώ στα μπινελίκια δεν στανιάρει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης με τάσεις σαδισμού.

Είναι πούστης, και τι πούστης, μάλιστα! Κακός πούστης!

Got a better definition? Add it!

Published