Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Further tags

Ο μυώδης και ογκώδης άνθρωπος. Βλέπε και ντουλάπα.

- Είδες τελευταία καθόλου το Χρήστο; Άσε, από τα πολλά βάρη και τις κρεατίνες έχει γίνει τούμπανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα Τζένη αναφέρεται σε ανθρώπους γένους θηλυκού που κατά κύριο λόγο μοιάζουν με τραβεστί. Δηλαδή είναι άσχημες, το πρόσωπο τους μοιάζει με του Michael Jackson, έχουν βαριά φωνή, βρίζουν, ρεύονται, κλάνουν, έχουν πολλές τρίχες και οδηγούν κάποιο όχημα όπως ταξί, νταλίκα ή τρακτέρ και γενικά δεν συμπεριφέρονται ανάλογα με το γένος τους. Το λήμμα αυτό προέρχεται από το γνωστό τραβέλι Τζένη Χειλουδάκη.

Ε, τον τραβελογάμη τον Γιώργο τα έφτιαξε με την Τζένη ο μαλάκας!

Το άλμπουμ της Τζένης (από poniroskylo, 03/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουτανιά κάποτε αποκαλούσαν το είδος συμπεριφοράς και διάθεσης που χαρακτηρίζει εκπροσώπους του αρχαιότερου επαγγέλματος (*)

Όμως η πουστιά δεν προϋποθέτει ομοφυλοφιλικές τάσεις. Το να είσαι δε Αθίγγανος δεν αποτελεί ούτε απαραίτητη αλλά ούτε ικανή συνθήκη για να κάνεις γυφτιές, αλλά ούτε και πρέπει να είναι κάποιος Ρομά για να βρομά!

Έτσι, και η πουτανιά εδώ και καιρό υπερέβη τα στενά όρια της πορνείας και πραγματοποίησε crossover στον ευρύτερο κοινωνικό ιστό.

Με την παγκοσμιοποίηση άλλωστε, οι πόρνες -με την στενή έννοια της λέξης- είναι τα κατ' εξοχήν θύματα πουτανιάς: της τρίτης μεγαλύτερης παράνομης «βιομηχανίας» στον κόσμο, μετά το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων.

Η πουτανιά συνεπώς χρησιμοποιείται με ευρύτερο πνεύμα, περισσότερο clittéraire παρά cliteral:

- Το «η πουτανιά είναι στο αίμα της / του» δεν απηχεί το ήθος μάας πόρνης, αλλά στην μαεστρία του οιουδήποτε μπαγαπόντη να υλοποιεί ιδιοτελείς στόχους μέσω ανέντιμων, δολίων και υποβολιμαίων μεθόδων.

- Ο τίτλος «είσαι παλιά πουτάνα» σπάνια πλέον απονέμεται σε παλαίμαχες ιερόδουλες, αλλά περισσότερο σε πεπειραμένα, κωλοπετσωμένα και παμπόνηρα μπουμπούκια με πολλά χιλιόμετρα πουτινιάς στο κοντέρ τους.

Συμπέρασμα: Όλες οι φορείς πουτανιάς είναι παλιαδελφές, ανεξάρτητα από φυλή, φύλο, θρησκεία και εθνικότητα!

Ωστόσο, για να μην ξεχνιόμαστε: Η γυναικεία πουτανιά παραμένει η βασίλισσα του είδους. Σε κάθε καμπή της ανθρώπινης ιστορίας, και για λόγους που δεν είναι της παρούσης, υπήρξε απείρως ευκολότερο για ένα Λίλιαν να αποκτά αγαθά και αξιώματα, εκμεταλλευόμενο τα θέλγητρα του ή και απλώς την μαλαγανιά του, πατώντας όμως πάντα στις μονίμως λιπμιντιάρικες διαθέσεις και ανασφάλειες ενός Περικλή, παρά το αντίθετο.

(*) *Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, η πορνεία είναι το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα. Το αρχαιότερο είναι εκείνο του κλέφτη.*

Γνωμικά για την πουτανιά:

- Η πουτανιά είναι γένους θηλυκού και ο κερατάς γένους αρσενικού!

- H φτώχεια θέλει καλοπέραση και η πουτανιά φτιασίδι!

- Το ράσο θέλει καλοπέραση και η πουτανιά φτιασίδι (επικαιροποιημένη βερσίον)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε έκφυλη εμφανισιακά γυναίκα που βγάζει με το λουράκι το σκύλο της και καλά βόλτα, με τα καυτά της μίνια, τις πορνοδιαστροφικές μπότες και τα καυλοδιαστροφικά μπιζού της. Με βλέμμα που ψάχνει...

- Τι ράτσα είναι το σκυλάκι αυτής απέναντι;
- Το σκυλάκι κοιτάς ρε μαλάκα ή το ντόπερμαν - μουνί που το σέρνει; Λύστε το σκύλο... δέστε την κυρία και να μου κάνει όλα όσα ξέρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεταλλάς, ο οπαδός της metal μουσικής. Συνήθως το λέμε για αυτούς που και στην εμφάνιση (ντύσιμο, μακριά μαλλιά κλπ) δείχνουν metal.

- Με ποιούς ήσουν χθες μαζί στα μπουζούκια και γλεντούσες;
- Ε ξέρεις, με τη συνηθισμένη παρέα... μόνο ο Νίκος έλειπε, αυτός είναι κάργα μέταλλο και δεν τα γουστάρει με τίποτα αυτά.

Βλ. και σχετικά λήμματα: μεταλλοπατέρας, μέταλ του μπιμπερό, μέταλ, metal και βλακ μέταλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη μία έκφραση που δηλώνει τον ομοφυλόφιλο άντρα. Πάρα πολλές τέτοιες εκφράσεις θα βρείτε στο λήμμα πνίγω το λαγουδάκι.

Κοίτα να δεις, ο Μπάμπης έχει τις σούστες χαλαρές, και δεν του φαινότανε!

Βλ. και σχετικά λήμματα την τρίζει την όπισθεν και παίρνω τον πούλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός / ειρωνικός χαρακτηρισμός για άτομα μεγαλομεσαίας ηλικίας. Παρά το γεγονός ότι ο πραγματικός Μπάρμπα-Μπρίλιος (όχι αυτός με τον γάλο, αυτός του ορισμού μας) είναι 60+, συμπεριφορά Μπάρμπα-Μπρίλιου μπορούν να έχουν και νεότεροι αλλά πάντα άρρενες.

Στο πρόσωπο του Μπάρμπα-Μπρίλιου, συγκεντρώνονται όλα τα θαυμαστά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής ιδιοσυγκρασίας:

  • Παντελής έλλειψη επικοινωνίας με το περιβάλλον (ως επίσης και περιφερειακή όραση).
  • Απόλυτος σταρχιδισμός για όλους και όλα γύρω του.
  • Ταχύτητα κίνησης που θα ζήλευε και ο Αφρικανικός μεγαλοσαλίγκαρος (σε εποχή ανάπαυσης).
  • Εικόνες, πολλαπλά τάματα και λαμπάδες στον Άγιο Ωχαδερφέ και στον Όσιο Έλαρεπαιδίμουτώρα.
  • Η «κοινή λογική» είναι αντικείμενο της προχωρημένης κβαντομηχανικής (μακριά από μας).

Η ομοιότητα με παρόμοιες εκφράσεις, έγκειται στο πρώτο συνθετικό «Μπάρμπας». Παρόλο που επί της ουσίας σημαίνει «Θείος», η λέξη χρησιμοποιείται για να προσδώσει έναν ειρωνικό τόνο για άτομα με «επαρχιώτικη» νοοτροπία, ήτοι απλοϊκά / κουτοπόνηρα ή αργά (φυσικώς ή / και πνευματικώς), σε σχέση με τα «γατόνια» των μεγάλων πόλεων. Παράδειγμα ο Μπάρμπα-Γιώργος (βλ. παράδειγμα του acg εδώ) και τον Μπάρμπα-Μυτούση (από το cult αναγνωστικό Δημοτικού του 1975). Ο Μπάρμπα-Μπρίλιος, μπορεί να είναι και Διαστημόβλαχος, αλλά συνήθως είναι κάτοικος πόλης.

Στο ίδιο μοτίβο λοιπόν, ο χαρακτηρισμός Μπάρμπα-Μπρίλιος, χρησιμοποιείται κυρίως για τους μεσήλικες / υπερήλικες οδηγούς, που συνδυάζουν ένα ή περισσότερα από τα εξής αξιόλογα χαρακτηριστικά:

  • Αυτοκίνητο 20ετίας ή ολοκαίνουργιο στα 1000cc (τα καθίσματα εννοείται ότι έχουν ακόμη το σελοφάν).
  • Διάφορες παπαριές κρεμασμένες στον κεντρικό καθρέφτη
  • Περιμετρικά «μαμίσια» ή Autoplus προστατευτικά Bumper Protector (ναι, ακόμη και στους προφυλακτήρες, το οποίο είναι οξύμωρο εξ ορισμού αλλά τέλος πάντων).
  • Αυτοκόλλητο χάρτη Ελλάδας (στραβοκολλημένο) – εναλλακτικά διάφορα αυτοκόλλητα ανάλογα με το τι ψώνιο έχει ο κανακάρης του.
  • Σχάρα old school (στραβωμένη από το βάρος των διαφόρων που τοποθετούνται κατά τας εξορμήσεις «στο χωριό»).
  • Κοτσαδόρο με ή χωρίς μπαλάκι του τέννις (εννοείται ότι δεν ρυμουλκεί τίποτα, είναι για να μην παρκάρουν κοντά του) – εναλλακτικά (σε extreme Μπρίλιο), αυτά τα ηλίθια κουτιά για σκύλους, που θα έπρεπε να έχουν κηρυχθεί παράνομα με ποινή επιτόπου πυροβολισμού του οδηγού εδώ και πάρα πολύ καιρό.
  • Αλλήθωρα φώτα (πορείας, ομίχλης ή και τα δύο) τα οποία σε ξεγκαβώνουν.
  • Αναμμένα πίσω φώτα ομίχλης γιατί μπέρδεψε τα συμβολάκια με το ξεθαμπωτήρι του πίσω τζαμιού.

Σημείωση: Εφόσον συνδυάζονται όλα τα παραπάνω, είναι προφανές πως έχουμε να κάνουμε με μια έξτρα κατηγορία, στον υπάρχοντα εξαίρετο ορισμό των Καγκούρων: Μπαρμπακάγκουρας (πιο ανεπτυγμένος από τον Ανυποψίαστο Γονέα στο ίδιο λήμμα).

Ανεξαρτήτως όμως του συνδυασμού των παραπάνω χαρακτηριστικών, ο Μπάρμπα Μπρίλιος φαίνεται κυρίως από τη συμπεριφορά του στον δρόμο. Είναι ο τύπος ο οποίος:

  • έχει πιάσει στασίδι με 50 στην αριστερή λωρίδα και δεν καταλαβαίνει γιατί όλοι τον μουντζώνουν και κορνάρουν
  • πάει μπροστά σου με 20 χ.α.ω. σε στενό από το οποίο δεν έχεις διαφυγή
  • κάνει 15’ να παρκάρει το ρημάδι σε χώρο για τριαξονική νταλίκα
  • βγαίνει παγανιά στην Εθνική έχοντας φορτωμένη την Άρτα και τα Γιάννενα στο όχημα (γιαγιά με την κουνιστή πολυθρόνα στη σχάρα κλπ). Προφανώς το Sunny πάει με το ζόρι 80, τα πίσω λάστιχα έχουν κάνει γωνία τύπου κωλοφτιαγμένου BMW 2002 και τα φώτα στο Θεό από το βάρος.
  • αλλάζει από 1η σε 2α αφού το στροφόμετρο έχει φτάσει στις 9000 σ.α.λ. βγαίνουν καπνοί και τα πιστόνια φαίνονται ανάγλυφα στο καπώ
  • πάει με 100 στην ευθεία και πλακώνεται στα φρένα πριν από ΚΑΘΕ στροφή για να μπει με 30 (γενικώς υπάρχει ένας μαγνητισμός με το πετάλι του φρένου τον οποίο μελετούν στο CERN αλλά δεν βλέπω να βγάνουν άκρη)
  • όταν χιονίζει, βάζει τις αλυσίδες όπου λάχει (ακόμα και διαγωνίως!) και συνεχίζει ακάθεκτος ακόμη και στην άσφαλτο – απαραίτητο αξεσουάρ, ο χιονάνθρωπος στο καπώ.

Προφανώς ότι και να κάνεις (φώτα, κόρνα, βρισιές, μολότοφ, χειροβομβίδα, RPG, Milan), ο τύπος δεν καταλαβαίνει Χριστό και μάλιστα τα παίρνει στην κράνα που τον ενοχλείς. Αν δε πετύχεις και τον απόλυτο συνδυασμό: 70άρης με καβουράκι / τραγιάσκα, γιλέκο-σακκάκι, την «κυρά» από δίπλα (με τσάντα στην αγκαλιά) και σκαραβαίο (μεγαλύτερης ηλικίας από τους επιβάτες συνδυαστικά), τότε έχεις εξασφαλισμένη θέση στο Δαφνί.

Πλήρης αντίθεση, ο γκαζόβλαχος.

Οποιαδήποτε βόλτα σε Ελληνικό αστικό δρόμο και Εθνική Οδό.

Βλ. επίσης φωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμούχα αποκαλείται τοσο το είδος κουρελιού που χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση σωληνώσεων και άλλες βιομηχανικές χρήσεις, όσο και ο δακτύλιος στεγανοποίησης για κινητήρες. Εκ του ιταλικού cimosa (ούγια υφάσματος).

Σλανγκιστί, μωρή τσιμούχα αποκαλείται υποτιμητικά τόσο η άσχημη και συνήθως ξερακιανή γυναίκα (Βλ. πατσα(β)ούρα, λινάτσα) όσο και ο εν γένει σπασαρχίδης άνδρας.

- Τι θα μου πάρεις για δώρο μπουμπούκο μου;
- Μια φλάντζα.
- Γιατί, καλέ;;;
- Τι άλλο δηλαδή να σου πάρω μωρή τσιμούχα; Μπη στα διάλα από δω!

Για του λόγου το αληθές, καθαρίζει δονητές-- και; (από knasos, 01/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψώλα, η καριόλα, η χαρχάλα γυναίκα. Προφέρεται και «πατσαούρα». χωρίς «β».
Μεταφορική χρήση της «πατσαβούρας», του πανιού που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό πατωμάτων: κάτι βρώμικο και χαμερπές δηλαδή.

- Μωρή πατσαούρα, με την αγαπημένη μου ποδοσφαιρική ομάδα!

Στα δεξιά ο Πατσιαβούρας (1988) (από PUNKELISD, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο απολίτιστος, άγριος, αντικοινωνικός άνθρωπος που δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, που η συμπεριφορά του είναι χύμα και λέει ή κάνει ασυνάρτητα πράγματα.

- Καλά τι κουφές ασυναρτησίες μου έλεγε πριν αυτός ο τύπος;
- Τι προσπαθείς να συνεννοηθείς με αυτόν ρε συ, χέστον, αυτός είναι Ζουλού!

Βλ. και σχετικά λήμματα ουγκ, ούγκανος, μουντρούχαλος, μουντρούχος, ο, μαμούχαλος, ο και μούχλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified