Further tags

Χρησιμοποιείται για να δείξει πως κάποιος ή κάτι είναι φανταστικός ή πάρα πολύ καλό.

- Σ' αρέσει το καινούργιο αμάξι του Σάκη;
- Μόνο ρε; Γαμιστερό είναι το αυτοκινητάκι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην καθομιλουμένη, σπεκουλαδόρος αποκαλείται ο κερδοσκοπικός καιροσκόπος (ή, μήπως, ο καιροσκοπικός κερδοσκόπος;). Εκ του Ιταλικού speculatore.

Στην σλανγκική όμως (υποομάδα 2, σλανγκολειτουργικά), σπεκουλαδόρος αποκαλείται όποιος αποτίει αδιάκριτα σπεκ σε μέτρια έως απαράδεκτα λήμματα με σκοπό τον προσεταιρισμό φίλα κείμενων μπαγαποντοδοτών.

Ο νόμος των μεγάλων αριθμών συνήθως επικρατεί και εξαλείφει τις βαθμολογικές στρεβλώσεις τόσο των σπεκουλαδόρων όσο και των κλασσικών μπαγαποντοδοτών.

Λήμμα: Αρχιδομούνης
Σπεκουλαδόρος: Μεγάλε, ζωγράφισες πάλι... σπεκ ... Σπεκ... ΣΠΕΕΕΕΚ! Τρίτος: Ουστ, μπαγαποντογλείφτη σπεκουλαδόρε!

(από Rebelais, 26/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερήλικας παππούς, αυτός που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, ο κατάκοπος!

- Αυτός ρε συ κρατιέται καλά, είναι γύρω στα 65. - Τι 65 ρε μαλάκα, αυτός είναι με το ένα πόδι στον τάφο, σκέτο ραμολιμέντο ο άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από το ποίημα: «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» που γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό το Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο, ποίημα του οποίου οι 24 πρώτες στροφές επί συνόλου 158, καθιερώθηκαν το 1865 ως εθνικός ύμνος.

Η φράση αυτή αποτελεί την αρχή της δεύτερης στροφής και αναφέρεται στην Ελευθερία. Υποδηλώνει την ανάγκη της επένδυσης σε αίμα ομάδος Ε (βλ. φωτογραφία Παπαφλέσσα) προκειμένου να αποκτηθεί η Ελευθερία.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λέγοντας τη συγκεκριμένη φράση δανειζόμαστε τη φράση από τον εθνικό ύμνο προκειμένου να κάνουμε ειρωνική αναφορά σε κοκαλιάρα, σε υπερβολικά αδύνατη γυναίκα, σε σαμαροπαΐδα, σε γυναίκα που είναι έτοιμη να πετάξει και να αναληφθεί στον ουρανό.
Πολλές μοντέλες, χωρίς να το καταλάβουν καταντούν έτσι και στο τέλος παθαίνουν νευρική ανορεξία.

- Ρε εσύ είδα τη Βάσω. Τα 'παιξα μιλάμε.
- Την είδες, ε; Την είδα κι εγώ. Πώς σου φάνηκε;
- Απ' τα κόκαλα βγαλμένη... Ήταν που ήταν αδύνατη, τώρα το παράχεσε με τη δίαιτα και έγινε αγνώριστη.
- Θα την πάρει ο άνεμος, αν δεν την έχει αρπάξει κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση τυποποιημένη και παλαιάς κοπής, που προφέρεται με ελαφρύ αναστεναγμό, σε μια, άντε δυο ανάσες, με παχύ τα σίγμα, και fade out. Μάγκικα δηλαδή.

Τα συστατικά της είναι το (νεο-)μάγκικο «μυστήριος», και το (παλαιο-)μάγκικο «μωρ' αδερφάκι μου». Σημαίνει δε «πολύ ιδιότροπος είσαι, το ένα σου βρωμάει, το άλλο σου ξινίζει» κλπ.
Η φράση μου θυμίζει Χάρρυ Κλυνν, αν όντως είναι έτσι, οι ειδικοί ας νιώσουν ελεύθεροι να κάνουν το κομμάτι τους.

– Δεν υπάρχει περίπτωση να τη γαμήσω εγώ αυτή... Τι μέτωπο είναι αυτό, τεράστιο!
– Μπαρδόν; Ποια, τη Λίλιαν; Το καυλί το ίδιο; Σ' την έπεσε;
– Ναι...
– Πολύ μυστήριος είσαι μωρ' αδερφάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που για διάφορους λόγους γίνεται για πρώτη φορά μητέρα σε μεγάλη ηλικία. Παρόλο που αυτό τείνει πια να γίνει κανόνας, υπάρχουν πολλοί, κυρίως γυναίκες, που χρησιμοποιούν αυτόν τον χαρακτηρισμό κατά κόρον.

  1. - Ρε συ κάνε κανα παιδάκι ρε Αλίκη, κοντεύτεις να μπεις στην κλιμακτήριο... Τι θες, να γεράσεις μόνη σου;
    - Και τι, ρε συ Κική, θα γίνω γεροντομάνα μόνο και μόνο για να με ξεσκατώνει το έρμο όταν θα γεράσω; Θα πηγαίνει σχολείο και θα έχει την εξηντάρα να το περιμένει απ' έξω; Για σύνελθε!

  2. - Ρε πούστη μου, τα πήρα στο κρανίο! Πήγα χθες στο μαιευτήριο να δω την Αλίκη που γέννησε και βλέπω στα πόδια του κρεβατιού της μια πινακίδα που έλεγε «Ηλικιωμένη μητέρα»! Αν είναι δυνατόν, τους πούστηδες του γιατρούς, να το λένε έτσι!
    - Ε τι ζόρι τραβάς και συ; Αφού η Αλίκη περίμενε να πάει σαράντα εφτά για να κάνει παιδί. Είναι η απόλυτη γεροντομάνα!

Mrs Robinson η μαμα όλων των Μιλφείγ (από Vrastaman, 02/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που πρωτοειπώθηκε (μάλλον να πω: την πρωτοάκουσα) κατά τα ένδοξα έιτιζ, τότε που οι γυναίκες πια είχαν πιστέψει πως κατάφεραν να γίνουν άντρες χωρίς να είναι λεσβίες. Κάτι οι βάτες, κάτι οι σωλήνες, κάτι η μπότα, γεννήθηκε το υβρίδιο αυτό και μαζί του η λέξη τύπα, δηλαδή όχι απλώς τύπισσα, αλλά το απόλυτο αντίστοιχο του τυπά. Τώρα πια χρησιμοποιείται (από γυναίκες και άντρες) μάλλον ειρωνικά, καθότι οι επιπτώσεις —και στα δύο φύλα— τόσης χειραφέτησης είναι εμφανείς και προς το παρόν αδιέξοδες, παρόλο που κατά κόρον συζητιούνται στα πρωινάδικα: τρελές γυναίκες μόνες, θηλυκοποίηση του ανδρικού πληθυσμού, ψυχάκηδες κάθε είδους και φύλου, γεροντομάνες κλπ.

  1. - Ωραία τύπα η Σάσα. Αντράκι, γαμώ!
    - Τι σ' αρέσει ρε μαλάκα σ' αυτήν; Δεν πάω καλύτερα με τον Μικ Τζάγκερ; Πιο γυναίκα είναι.

  2. Καλά η τύπα το παράκανε, θα τον διώξει τον Σταύρο στο τέλος... Τέσσερα χρόνια συζούν, μια φορά δεν του έφτιαξε ένα πιάτο να φάει... Κι αν ο έρμος το ζητήσει, ποιος είδε τον θεό και δεν τον εφοβήθη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη-ήχος, υποτιμητικός χαρακτηρισμός. Μπούας είναι ο μαλακάκος, ο μπούμπης, ο μπούλης. Περιγράφει δηλαδή έναν ακαθόριστα αρνητικό τύπο ανθρώπου, κάπως χοντροκομμένο στις κινήσεις του ή στα λόγια ή στην εμφάνιση ή σε όλα αυτά μαζί.

- Χθες είχαμε μύτινγκ...
- Ποιοι είχατε μαζευτεί;
- Όλη η παρέα και δυο-τρεις άσχετοι. Ήρθε κι αυτός ο μπούας ο Βασίλης.
- Καλά έκανα και έκατσα σπίτι για σάπινγκ.

Όταν μεγαλώσω θα ΄γίνω μπούας και πρωθυπουργός! (από Vrastaman, 10/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χώνεται, ο καταφερτζής, ο βυσματάκιας. Ο όρος παραμένει πάντα στο θηλυκό, άσχετα από το αν αφορά γυναίκες ή άντρες. Συνήθως δε, χρησιμοποιείται για άντρες. Είναι πιο βαριά κατηγόρια για έναν άντρα να τον πεις χώστρα παρά χώστη. Προσδίδει κάτι από πουστιά ή από πουτανιά στις πράξεις και στον χαρακτήρα του.

- Το ξέρεις ότι ο Νάσος δουλεύει τώρα στην εκπομπή του Θ.
- Ε καλά, τί περίμενες, είναι μια χώστρα αυτός...

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι η γυναίκα που παίζει με το μυαλό των αρσενικών και καταφέρνει να τους ανάψει επικίνδυνα με τα λόγια ή/και τις κινήσεις της. Παρόλα αυτά, όταν το πράγμα πάει να προχωρήσει πέρα από ένα χαμούρεμα, αυτή με διάφορες προφάσεις ξεγλιστράει και ο πέοντας διαρκώς αναβάλλεται...

Τα παραπάνω για την αναλογική εποχή βέβαια... Για την ψηφιακή εκδοχή, έχουμε μια ανάφτρα νέου τύπου: αυτή που μέσω μηνυμάτων σε κινητά ή mail σου περιγράφει με κάθε σκηνοθετική λεπτομέρεια (που θα ζήλευε και ο Salieri ο ίδιος!) το πώς θέλει να την πάρεις και πόσο πολύ την ανάβεις και σε θέλει. Ενίοτε το παιχνίδι γίνεται και τηλεφωνικά, οπότε έχεις ήχο, αλλά δεν έχεις εικόνα, ή στο MSN, που τα έχεις όλα κομπλέ...

Βέβαια παρ' όλες αυτές τις εξάρσεις πάθους και συναισθημάτων στην ψηφιακή πραγματικότητα, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο θλιβερό: το θύμα καταλήγει να ξεροχύνει, να σταλάζει και να καταντά e-μαλάκας, γιατί όταν είναι για πραγματική συνάντηση η γκόμενα θέλει πάντοτε περισσότερο χρόνο και αυτός μένει διαρκώς με την ψωλή στο χέρι.

  1. - Έλα ρε... Απόψε τελικά δεν θα συναντηθώ με το γκομενάκι που σου έλεγα... Νά 'ρθω για καμιά μπύρα;
    - Τι έγινε πάλι ρε μαλάκα;
    - Ξέρω κι εγώ... Αυτή έκανε σαν τρελή τότε που τη φάσωνα... Συνέχεια μου στέλνει κάτι μπουρδελιάρικα μηνύματα, αλλά από γλυκό τίποτα...
    - Τι είναι η γκόμενα; Ανάφτρα;
    - Ξέρω κι εγώ... Λες να γουστάρει έτσι;

  2. - Πώπω, γνώρισα ένα πιπινάκι στο Facebook... Μου έγραφε κάτι πράγματα... Κάναμε και κάτι τηλεφωνικά και αναστέναζε σαν τρελή...
    - Μπράβο αγόρι μου! Και τη συνάντησες;
    - Όχι... Μου λέει ότι αγχώνεται να συναντηθούμε από κοντά...
    - Ξέχνα το, σε ανάφτρα έπεσες... Θα σε κάνει εντελώς μαλάκα!

Η άποψη του Τζιμάκου για το ζήτημα... (από Cunning Linguist, 05/04/09)Ο Κώστας Μοναχός κρούει τον κώδωνα του κινδύνου (από Khan, 09/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified