Further tags

Ημιάρβυλο στο στρατό είναι ένα παπούτσι όπως η αρβύλα, μόνο που δεν είναι ψηλό σαν μπότα, αλλά σαν κανονικό παπούτσι. Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω σε ποιες περιπτώσεις φοριέται, αλλά μάλλον από αξιωματικούς.

Μεταφορικά, ημιάρβυλο αποκαλείται ο φαντάρος που για κάποιο λόγο (πχ υπηκοότητα) έχει μειωμένη θητεία, συνήθως εξάμηνο.

Καμιά φορά για πλάκα, το παίζουν πιο παλιοί από τους λέουρες, με επιχείρημα ότι μετρώντας το χρόνο αντίστροφα τους μένουν λιγότερες μέρες μέχρι να απολυθούν, παρά έχουν λιγότερες μέρες στην πλάτη τους!

- Α ρε τη θητεία μου μέσα... Πώς θα την παλέψουμε ένα χρόνο;; Ευτυχώς που έχω εσένα και κάνουμε παρέα...
- Σε έξι μήνες θα 'σαι μόνος σου φιλαράκι! Απολύομαι!
- Γιατί ρε; Έχεις μπάρμπα κάνα στρατηγό;
- Γεννήθηκα Ιταλία!
- Α ρε ημιάρβυλο! Χάθηκε να πάνε οι γονείς μου κρουαζιέρα λίγες μέρες πριν γεννηθώ;; Την τύχη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα-χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν (κυρίως) τα κορίτσια σχετικά με την αγκαλίτσα, με το αίσθημα, ή για να αναφερθούν σε κάτι χαριτωμένο, ζουμπουρλούδικο, φλάφικο και ομορφούλι.

- Σού 'δειξε η Τίτα φωτό από το ανιψάκι της;;
- Ναι! Είναι πολύ γούτσου! Άχου το μωλέ!!

(από Khan, 23/07/09)(από vikar, 29/05/12)

Δες και γουτσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο φειδωλό, που αρνείται να ξοδέψει χρήματα για να αποκτήσει κάτι, ακόμα κι αν αυτό είναι πολύ φτηνό. Δαπανά χρήματα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ποτέ δε χάνει την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι όταν του προσφέρεται δωρεάν.

-Ρε Μιχάλη, γιατί να πάρεις αυτό το κοστούμι με 900 ευρώ, όταν έχουν αύτά τα 2 προσφορά και δίνουν και 1 δώρο μόνο με 30 ευρώ!
-Και τι είμαι εγώ ρε, τσικιρικιτζής σαν εσένα;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα (η κανονική) ή, η πηδιόλα γυναίκα.

Χαρχάλα κυριολεκτικά (στη Δ.Κρήτη τουλάστιχον) είναι η σφεντόνα (ετυμολογία δεν ξέρω), που με το χαρακτηριστικό της σχήμα θυμίζει τη γυναίκα που έχει αϋπνίες.

Με ένα σερτς διαπιστώνω ότι χαρχάλα λέγεται και

α. το προϊόν (πχ κινητό) μπακατέλα, αλλά και...
β. το βελανίδι που μαζεύεται το φθινίπωρο... [;].

Επίσης η λέξη πρέπει να χρησιμοποιείτο και από τους Ρεμπέτες (βλ. παράδειγμα 2).

Στην Κρήτη λέγεται και σήμερα, είναι πολύ εύχρηστη.........

  1. - Μωρή χαρχάλα, και το Μανώλη και το Στρατή και το Μανούσο....δεν έχεις αφήσει άντρα για άντρα...

2.- Ετοιμάζω ένα βιβλίο 500 σελίδων για τον Τσιτσάνη. Δεν σημαίνει ότι τον εξιδανικεύω. Ήταν κι αυτός μουτράκι…Πολλοί νομίζουν ότι ο ρεμπέτης είναι τόσο μεγάλο ιδανικό, ώστε αν αξιωθείς να πάρεις άντρα ρεμπέτη θα είναι ο σπουδαιότερος. Κι αν πάρεις ρεμπέτισσα -χαρχάλα και κουφάλα- θα ΄ναι η σπουδαιότερη. Στυλιζαρίσματα και τυποποιήσεις…Μακριά από μας.

από συνέντευξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Λαϊκός είναι προσδιορισμός για τον άνθρωπο με λαϊκά γούστα και συνήθειες.

Εδώ δε μιλάμε φυσικά για τον όρο λαϊκός γενικά, αλλά για τον προσδιορισμό που συνήθως δίνεται σε ανθρώπους που έχουν τέτοια γούστα και συνήθειες, ενώ όμως εργάζονται, συχνάζουν, εμπλέκονται ή είναι αποδεκτοί σε χώρους που δε φημίζονται για τη λαϊκότητά τους –στους οποίους χώρους ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα και γι΄αυτό και του κολλάει ο χαρακτηρισμός «του λαϊκού». Μιλάμε για το χαρακτηρισμό που δίνεται συνήθως με αυτή τη διατύπωση «ο Χ ο λαϊκός», π.χ. ο «Χρήστος ο λαϊκός», το οποίο για συγκεκριμένους χώρους και παρέες μένει συνήθως σκέτο ως «ο λαϊκός».

1.1. Με άλλα λόγια, ένας νταλικέρης, οικοδόμος, χασάπης, ψαράς, τυροπιτάς, μπαρμπέρης, υδραυλικός, μπογιατζής, λαϊκατζής, ταρίφας, επαγγελματίας αλογομούρης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί λαϊκός, αφού λίγο πολύ εξυπακούεται ότι είναι. Π.χ. η φράση «λαϊκός ταρίφας» ή «ο ταρίφας ο λαϊκός» ακούγεται γελοία, λόγω πλεονασμού.

1.2 Ένας τραπεζικός υπάλληλος, ωστόσο, ή δικηγόρος, ή γιατρός, ή και νοσηλευτής ακόμα, ένας βιβλιοπώλης, φοιτητής, καθηγητής σε σχολείο και σπανιότερα σε πανεπιστήμιο, ένας μηχανικός, φαρμακοποιός, μουσικός φιλαρμονικής, πληροφορικάριος κ.τ.ό., μπορούν να είναι «λαϊκοί» ακριβώς επειδή οι πλειοψηφικοί άλλοι σε αυτούς τους χώρους δεν είναι.

Για να ξεχωρίζουμε τους λαϊκούς τύπου 1.1. από τους λαϊκούς τύπου 1.2., και χωρίς άλλη πρόθεση (no shit), θα γράφουμε τους τελευταίους εντός «».

1.3. Οι «λαϊκοί» απαντούν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες αλλά ασφαλώς ο αριθμός τους φθίνει (καθώς οι νέοι που έχουν τα φόντα να γίνουν «λαϊκοί» γίνονται κάγκουρες ή μάλλον τρέντουλες, ή δε γίνονται καθόλου λαϊκοί). Απαντούν έντονα στην ηλικιακή ομάδα 45–65, υπάρχουν αρκετοί στα 35–45, αλλά πού και πού ξεπετάγεται κάποιος και στις χαμηλότερες ηλικίες. Υπάρχουν ασφαλώς και «λαϊκοί» αρκετοί μεταξύ των αιώνιων φοιτητών.

  1. Ειδική κατηγορία «λαϊκών» είναι οι αριστεροί και αναρχικοί λαϊκοί, οι οποίοι ξεχωρίζουν γιατί είναι ένα κλικ πιο κοντά στην εργατική τάξη, ένα κλικ λιγότερο αμπελοφιλόσοφοι, και ένα κλικ περισσότερο σεξιστές –στο λόγο τουλάχιστον– απ' ό,τι επιβάλλει η πολιτική ορθότητα ή/και η γραμμή στους χώρους αυτούς. Σε αυτούς τους χώρους, μπορεί κάποιος να χαρακτηρίζεται «λαϊκός», επειδή (ή μάλλον αν και) ασκεί λαϊκό επάγγελμα, κι έτσι ακριβώς ξεχωρίζει από τους φοιτητές και τους άλλους διανοουμενίζοντες που συνήθως είναι ενεργοί εκεί –θα πρέπει, όμως, ο «λαϊκός» να έχει και λαϊκές συνήθειες (βλ. παρακάτω) για να του κολλήσει ο τίτλος, απλά το λαϊκό επάγγελμα δεν αρκεί αλλά και δεν αποκλείει τον τίτλο.

2.1. Να τονιστεί ότι πολλοί εργατοπατέρες είναι λαϊκοί τύποι, συνήθως όμως αυτοί χαρακτηρίζονται περισσότερο ως λαμόγια επειδή, πέραν των άλλων, χρησιμοποιούν τη λαϊκότητά τους για να αποκτήσουν έρεισμα και απήχηση –και όχι μόνο.

    1. Ο λαϊκός που περιγράφουμε εδώ δε βλέπει τη λαϊκότητα εργαλειακά ή τουλάχιστον δεν τη χρησιμοποιεί με πολύ χυδαίο τρόπο, επειδή ακριβώς η λαϊκότητα δεν είναι επιλογή του, αλλά γεννήθηκε με αυτήν ή έστω ένιωσε ένα πολύ ισχυρό κάλεσμα προς αυτήν –έτσι, τη σέβεται, και τη χρησιμοποιεί, ίσως, μόνο για να μην του τα πρήζουν περισσότερο απ' όσο πρέπει με μανιαμουνιές, σε εργασιακούς ή πολιτικούς χώρους.

2.3. Q: Μπορεί ένας δεξιός να είναι «λαϊκός»; Α. Ναι, αν δεν είναι αγριοχρίστιανος ή Ελληνάρας μέχρι αηδίας (τότε είναι απλά λαϊκιστής, βλ. «εκμεταλλεύομαι τη λαϊκότητά μου για ίδιον όφελος»).

2.4. Q. Μπορεί ένας κουκουές; Ναι, αν του αρέσει περισσότερο ο Ζαγοραίος από τη Φαραντούρη και το παραδέχεται –αλλά αν είναι ο «λαϊκός» της κοβα όντως θα παραδέχεται επίσης και ότι το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα.

2.5. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο «λαϊκός» έχει πολιτισμική αν όχι και πολιτική συγγένεια με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα. Για το χαρακτηρισμό όμως ενός χ ΠΑΣΟΚου ως «λαϊκού» θα πρέπει να υπάρχει περισσότερη λαϊκότητα απ΄ότι λαϊκισμός. Με τον εξαχρειωνισμό του Σημίτη, ο λαϊκός αν δεν μετεξελίχθη σε λαμόγιο, είναι πολύ πιθανό όντως να είναι γνωστός ως «ο λαϊκός».

  1. Πολιτίκ ή απολιτίκ, και ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, επαγγέλματος και κοινωνικής τάξης, ο «λαϊκός» συγκεντρώνει κάποια ή όλα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά.

3.1. μιλάει λαϊκά, αναμιγνύει δηλαδή στο λόγο του μάγκικες εκφράσεις, από τη νύχτα, το τζόγο, την αργκό της πιάτσας κάποιων δεκαετιών πριν. Καμιά φορά και φράσεις από την αγροτοκτηνοτροφική ζωή, ή από χειρωνακτικά επαγγέλματα (οικοδομή πιο πολύ). Δεν είναι όμως επιδεικτικός με τη γλώσσα και κυρίως αποπνέει ότι μπορεί να σταθεί τόσο στο λιμάνι όσο και στο σαλόνι.

3.2. ακούει λαϊκά, παλιά (πέραν του Ζαγοραίου, επίσης ο Καζαντζίδης είναι οκ, αλλά κυρίως Μαργαρίτη, Μενιδιάτη, Διονυσίου ασφαλώς) και νέα κατηγορίας σκυλάδικου (λιγότερο όμως –ίσως Τερζή, άντε Γονίδη, ίσως Τερλέγκα, όχι όμως Μελά και από Μητροπάνο τα μη κουλτουρέ). Αν έχει καταγωγή από επαρχία, ακούει και δημοτικά. Δεν ακούει ρεμπέτικα (αυτά είναι για φοιτητές), δεν πίνει μπάφους (άν έχει καβαντζώσει τα 40), έχει όμως, ωστόσο, μια γενναία τάση για αλκοολίκι.

3.3. Έχει περάσει τα νιάτα του στα μπουζούκια και στη γύρα γενικότερα, έχει καταστραφεί τουλάχιστον μια φορά από κουμάρι, ώσπου διορίστηκε κάπου ή τέλειωσε τη σχολή και μπήκε στην παραγωγή ή άνοιξε μαγαζί και ψιλοηρέμησε. Πλέον, είναι καφενόβιος με στέκι. Ξέρει και τις χαρτοπαιχτικές λέσχες και τα καζίνα –ανάλογα με το βαλάντιο. Στην Αθήνα μπορεί να είναι και ερασιτέχνης πλέον αλογομούρης.

3.4. Ντύσιμο: φοράει πουκάμισο πάντα, αλλά ποτέ γραβάτα. Το πουκάμισο κλασικό. Το χειμώνα σακάκι, ή δερμάτινο μπουφάν (όχι παλτό), από μέσα πουκάμισο, ζωσμένο. Υφασμάτινα παντελόνια κυρίως, αλλά και τζιν. Ένα μεγάλο δαχτυλίδι επίσης σύνηθες, όχι όμως στους πολιτικοποιημένους (οι οποίοι φοράνε εξίσου συχνά με πουκάμισο και μπλουζάκι πόλο).
3.4.1. Τσιγάρο ελληνικό, όπως και ο καφές. .

3.5. Οδηγεί παλιά σχετικά μοντέλα από μάρκες αξιόπιστων αυτοκινήτων, κυρίως Γερμανικά (ίσως είχε κάνει και Γερμανία): bmw, opel, όχι όμως μερσεντέ.
3.5.1. Οδηγεί επίσης ακομπλεξάριστα παπί ή και βέσπα.

3.6. (Ανάλογα και με την ηλικία) υπήρξε γυναικάς και νταλκαδιάρης, αν και όχι απαραίτητα Ο γόης –δεν τις άφηνε όμως και αδιάφορες της γυναίκες. Στη σύζυγο τα έχει φορέσει πολλάκις αλλά δεν το ξέρει κανείς –αυτή το υποψιάζεται αλλά τον γουστάρει. Οι πλέον αυθεντικοί έχουν χωρίσει και ξαναπαντρευτεί μία έστω φορά και πληρώνουν διατροφή ή έχουν εξώγαμο.

  1. Οι λαϊκοί του είδους που περιγράφουμε, αν και έχουν καταφέρει να σταθούν σε πλήθος επαγγελματικούς και κοινωνικούς χώρους, είναι δεδομένο ότι μπορούν να επικοινωνήσουν καλύτερα με τους ανθρώπους του είδους τους (λαϊκούς και «λαϊκούς», δλδ.).

4.1. Ο «λαϊκός» δεν είναι απαραίτητα ο σούπερ κιμπάρης, αλλά σίγουρα δεν είναι και γύφτος. Κυρίως δεν είναι επιδεικτικός, ενώ είναι μερακλής. Είναι γενικά λογοτιμήτης.

4.2. Ένα επίσης γερό κριτήριο είναι ότι ο «λαϊκός» δεν έκανε ή δε θα κάνει πολλά λεφτά στη ζωή του, ούτε όμως και πείνασε/θα πεινάσει –κυρίως επειδή το χαρτί το σκορπάει. Γενικά, θεωρείται σωστός, κυρίως γιατί αυτό που κάνει το κάνει καλά. Ωστόσο, η λαϊκότητά του κάνει και πολύ κόσμο να στραβομουτσουνιάζει, κυρίως βέβαια τους πορδήθεν.

Αν ο «λαϊκός» θα επιβιώσει θα το δούμε. Υφίσταται πολλές πιέσεις και τα πράγματα είναι άσχημα.

[I]Ζητώ συγγνώμη για το σεντόνι, ελπίζω να έγινα κατανοητός με αυτήν περιγραφή ενός ιμπρεσιονιστικού ανθρωπότυπου . Ο λόγος ύπαρξης του εκτενούς και ενδεχομένως χασμουρητικού ορισμού είναι να συμβάλει στην αποφυγή καταχρήσεων του όρου «λαϊκός» στην περιγραφή λαϊκιστών, λαμογιών ή απλώς κάφρων[/I].

  1. - Καλά δικέ μου ο καρδιολόγος που εγχείρισε τον παππού κορυφή, πολύ «λαϊκός»... μέσα στο χειρουργείο λέει είχε χαμηλά Ζαγοραίο και άκουγε...
    - Άντε ρε... Και στο ιατρείο μέσα τον Αντρέα κορνίζα;
    - Αφού, μετά το Γιακούμπ, αυτός τον έβλεπε...

  2. - Πάλι ο Γιάννης ο «λαϊκός» τ' ακούει αυτά; Τι είναι, μπλάκμαν;
    - Χαμήλωσε το ρε Τζοοον...
    - Τζον: Αφού κύριοι το γνωρίζετε, όταν μελετώ δικογραφίες θέλω ν' ακούω το Στελάρα μου...

  3. Ο μαθηματικός μας ωραίος τύπος... Έρχεται κάθε μέρα με το παπί αλλά στην τρίχα... Και κάνει και γαμώ τα μαθήματα.
    - Αυτό το άφτερ σέιβ όμως ρε πούστη...
    - Έ είναι «λαϊκός» ο τύπος... Την κάσκα του την είδες, αντίκα...

  4. Έσκασε στη συνέλευση ο Πέτρος ο «λαϊκός»... Σούζα όλοι νά 'βλεπες, ακόμα και οι Δαπιτόφλωροι...
    - Έκλεισε με τσιτάτο από Μαργαρίτη;
    - Όχι, Λένιν, κατ΄εξαίρεση...

"Ο ά(ν)θρωπος ο λογικός είναι τύπος λαϊκός" (από Khan, 28/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει απαξιωτικά τον άντρα που σέρνεται διαρκώς πίσω από μια γυναίκα αντικειμενικά πολύ άσχημη. Συνδυασμός λημμάτων μουνόδουλου και σαύρας.

  1. Μίλησα με τον Λάκη τον μουνόσαυρο να κανονίσουμε να την πέσουμε σπίτι του ΣΚ και αυτός για άλλη μια φορά έδωσε άκυρο για το μουστάκι την Γιώτα. Την έχει πατήσει σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άντρες που φέρουν ογκώδες και βαρύ πλαίσιο, δύσκολο να το κουμαντάρουν και να ελιχθούν. Συνώνυμο της ντουλάπας.

  1. Φίλε χτες στο 5χ5 σε μια κόντρα έπεσε πάνω μου ένα κορμάδι και με ισοπέδωσε.
  2. Τι κορμάδι είσαι εσύ ρε αδερφάκι μου!!Τόσος καναπές, πάνω μου βρήκες να κάτσεις;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ηλικιωμένος άνδρας που παρά τα χρόνια που τον βαραίνουν εξακολουθεί να τον χαρακτηρίζει μία λεβεντιά.
Τα χαρακτηριστικά του είναι:
α) Στητή και δυνατή κορμοστασιά
β) Αγέρωχο βλέμμα
γ) Μεγάλη σοφία, την οποία δεν απέκτησε στα θρανία, αλλά στο μεγάλο σχολείο της ζωής.

-Καλά, αυτός ο γεράκος δεν κουράστηκε να κουβαλάει, τόσα δεμάτια με ξύλα;
-Ποιός είναι γεράκος; Ο κυρ-Σωτήρης; Αυτός είναι σωστός λεβεντόγερος.

(από rigo21, 02/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τους συμπολίτες μας που τα βγάζουν πέρα δύσκολα λόγω της οικονομικής κρίσης ....Δε βγαίνουνε με τίποτα και γι' αυτό γυρνοβολάνε όλη μέρα στα θλιβερά στενοσόκακα της Ζυρίχης, του Ντουμπάι και του Σίτυ, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τον επιούσιο.

Το βράδυ, κατάκοποι από την κενή καθημερινότητα, νοικοκυρεύουν το τσαρδί τους με την ανεμπόδιστη θέα στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης: τακτοποιούν τις ΔΕΚΟ τους, τα βαπόρια τους, τις ΠΑΕ τους, και πέφτουν για ύπνο. Μέχρι τον άλλο μήνα το πρωί που θα πρέπει να ξαναβάλουνε καμιά τζίφρα... Δεν τα κάνουν οι ίδιοι, δηλαδή, όλ' αυτά, αλλά ξέρεις τι ευθύνη είναι, να προσέχεις να μην ψοφήσεις από την κούραση;

Άλλωστε, πάντα υπάρχουν οι άλλοι, οι ανταγωνιστές στο μεροκάματο του τρόμου... Τόσοι και τόσοι ζούνε σήμερα με πενιχρούς μιζ-θούς και λίγο να μείνεις πίσω, θα το χάσεις το ρημαδομερίδιο στην αγορά... Κι ύστερα, άντε να ορθοποδήσεις... Γαμημένη επισφάλεια! Άναβε και κανά κερί στον Άη Εφραίμ, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι.

Η φράση είναι από την εφημερίδα sport day και αφορά κυρίως στους έλληνες εφοπλιστές που «επαναπατρίζουν» κεφάλαια τελευταία... Γράφτηκε με αφορμή τον πολυμετοχικό βάζελο... Τώρα πια λέγεται γενικά για τα λαμόγια, πχ. [από σχόλιο σε blog]

«Ρε παιδιά μη τον κρίνετε σκληρά το Βουλγαράκη
Της Γενιάς των 700 ευρώ* είναι το παλληκάρι.

*Των 700.000.000 € εννοώ...»

αχχχ, ούτε να ξυριστείς δε προλαβάινεις (από xalikoutis, 02/10/08)πρέπει να βρω δουλειά ρε πούστη μου, δεν πάει άλλο (από xalikoutis, 02/10/08)ψάχνω ρε πατέρα, όλη μέρα με το βιογραφικό στο χέρι είμαι, εύκολο θαρρείς είναι; (από xalikoutis, 02/10/08)όλη μέρα στο κομπιούτερ, έχει ξεφύγει η μυωπία....και ποιος πληρώνει τώρα για εγχείρηση (από xalikoutis, 02/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση λεπτά αισθήματα, παραπέμπει σε αγνά αισθήματα, σε ψυχικά χαρίσματα και σε ανιδιοτελή κίνητρα. Με μια μικρή παράφραση, μέσω αλλαγής του χειλικού συμφώνου (π) από το επίσης χειλικό σύμφωνο(φ) δημιουργείται ο όρος: λεφτά αισθήματα κι αλλάζει στο πι και φι το νόημα που εξέρχεται απ’ τα χείλια.
Ο όρος «λεφτά αισθήματα» σε αντίθεση με τη φράση λεπτά αισθήματα, παραπέμπει σε χρηματοκεντρική και συμφεροντολογική θεώρηση των πραγμάτων. Ο όρος απαρτίζεται επίσης, από δυο λέξεις που παραπέμπουν σε διαφορετικές έννοιες, αφού η λέξη λεφτά παραπέμπει σε χρήματα και σε υλικές αξίες και η λέξη αισθήματα παραπέμπει σε συναισθήματα και σε ανώτερες αξίες. Εκ των παραπάνω φαίνεται πως, η εκφορά του όρου δίνει και έναν τόνο ειρωνείας για υποτιθέμενα ανιδιοτελή κίνητρα, συμβάλλοντας έτσι, στην απομυθοποίηση της κατάστασης. Ο όρος συνηθίζεται στη διερεύνηση των αιτίων βάσης μιας σχέσης από τη σκοπιά κάποιου.

-Ρε τα ’μαθες ο Γιώργος ετοιμάζεται να παντρευτεί τη Μίνα;
-Μη μου πεις πως μετά από τόσες χυλόπιτες που μοίρασε απλόχερα σε διάφορους κόμματους που ’κόβαν φλέβα για πάρτη του, πως κατόρθωσε να τον τυλίξει αυτό το ανάποδο γαμώτο;
-Έλα ντε όμως που αυτή σε αντίθεση μ’ όλες τις άλλες έχει λεφτά αισθήματα. - Εννοείς….. (το βλέμμα του δείχνει πως το ’πιάσε το υπονοούμενο)
-Ακριβώς αυτό που φαντάστηκες. Είναι πολλά τα λεφτά Άρη

Λεπτά αισθήματα (από GATZMAN, 02/10/08)Λεφτά αισθήματα (από GATZMAN, 02/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified