Further tags

Το ρε προέρχεται από το ο μωρός / η μωρή / το μωρό.
Η κλητική του μωρός είναι μωρέ και για συντομία ρε.

Κυριολεκτικά σημαίνει αυτός που είναι ανόητος και απερίσκεπτος. Από αυτή τη λέξη προέρχεται και το μωρό (ως ανόητο λόγω ηλικίας).

Συνοδεύεται από επίθετο (ρε ηλίθιε) ή από mini υβριστικές λέξεις όπως παπάρα, μαλάκα, πούστη.

  1. Ρε παράλυτε πώς είσαι έτσι; Σα μπάλα με πόδια είσαι με αυτή τη φόρμα! Άντε άλλαξε!

  2. Ρε μαλάκαααα, προχώρα να ξεκολλήσουμε! Έχουμε πήξει δύο ώρες στην κίνηση!

Δες και ρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει μάλλον μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του αλλά βασικά είναι κομπάρσος και άνευ σημασίας.

Θεατρικής προελεύσεως όρος. Κοντάρια έλεγαν στους θιάσους αρχαίας τραγωδίας τους αποτυχημένους ηθοποιούς οι οποίοι μια ζωή έπαιζαν τους δορυφόρους και άλλα βωβά πρόσωπα. Επί σκηνής στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν, αλλά στις παρέες τους ευκαιρία δεν έχαναν να αναφέρουν ότι «αυτή τη σαιζόν ανεβάζουμε Οιδίποδα στο Εθνικό».

- Κι απ' αυτούς, ποιοι ήρθανε στο μίτινγκ;
- Οι δυο Σκορδομπούτσογλου βασικά και κουβαλήσανε κι έναν άλλο που πρώτη φορά τον έβλεπα... Ένας Κωλομερόπουλος, δικηγόρος νομίζω... Τον ξέρεις;
- Άστον αυτόν, κοντάρι είναι, δε μετράει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ χαζή γκόμενα που είναι μόνο για τον πούτσο.

- Ρε μαλάκα, το βράδυ που θα έρθω σπίτι σου, μπορεί να είναι η γκόμενά σου με κάνα κοτόπουλο παρέα;
- Που να βρω ρε κοτόπουλο τέτοια ώρα; Καλά, μπορεί να πω στην γειτόνισσα.
- Λοιπόν βρες μια κάμερα και προφυλακτικά κι έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχάριστα στρουμπουλή γυναίκα. Κάτι σαν ζουμπουρλούδικο αλλά στο πιο καλοθρεμμένο.

Επίσης, παλιό ρεμπέτικο σουξέ της Ιωάννας Γεωργακοπούλου. Επίσης, ρεμπετοταβέρνα στη Θεσσαλονίκη.

Σου σφυρίζω γλυκά σαν τ' αηδονάκι
με πόνο και μεράκι αχ μέσα απ' την καρδιά
σου σφυρίζω γλυκιά μου Τομπουρλίκα
σαν τη δική σου γλύκα δεν έχει άλλη καμιά

(το ρεφρέν από την Τομπουρλίκα, Στίχοι-Μουσική: Π. Τούντας)

Σκηνικό Τομπουρλίκας (από vikar, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Άλλος χαρακτηρισμός για τα μπουζουκομούνια, που εστιάζει στο χώρο του μηχανοκίνητου αθλητισμού αντί για τις μουσικές προτιμήσεις.

Η γκαραζογκόμενα είναι η λάικα γκόμενα που κράζουμε σ' ένα γενικότερο, αλλά ποθούμε διακαώς να πηδήξουμε λόγω των συστημάτων που κουβαλάει πάνω της και του εν γένει σεξουαλικού αέρα που αποπνέει.

Φήμες θέλουν τη λέξη να σχετίζεται με το γεγονός ότι κάθε συνεργείο αυτοκινήτων που σέβεται τον εαυτό του έχει ανηρτημένο στον τοίχο ημερολόγιο με γκομενάκια που φοράνε στην χειρότερη περίπτωση πολύ μικροσκοπικά μαγιό και που οπτικώς προσομοιάζουν στις προαναφερθείσες κατηγορίες.

- Ααααχ....
- Τι αχ και βαχ ρε μαλάκα;
- Η Τασία...
- Ποια Τασία ρε; Εκείνη η γκαραζογκόμενα που γνωρίσαμε στο Γονίδη προχθές; Ξεκόλλα ρεεεε... - Τασία και τα μυαλά στα κάγκελα μεγάλε. Θέλω να της τον περτσινώσω τώρα όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζουμερό, γεμάτο καμπύλες σε όλα τα σωστά σημεία μωρό, όπου «μωρό» προφανώς είναι γυναίκα στον καιρό της, για να μην παρεξηγούμεθα κιόλας. Εκτιμώ ότι ιδιαίτερη προσπάθεια έχει (επιτυχώς) καταβληθεί από τον άγνωστο λεξιπλάστη του παρελθόντος ώστε να συνδέσει την αίσθηση των γεμάτων χεριών που αφήνει το ζουμπουρλούδικο γκομενάκι στον καλό της με την αίσθηση του γεμάτου στόματος κατά την εκφορά της λέξης. Ωρρραία πράματα.

- Ωρρραίο γκομενάκι η Βαρβάρα. Ζουμπουρλούδ'κο!
- Αυτό δεν είναι γκομενάκι ρε μεγάλε. Μιλάμε για τρία στρέμματα γυναίκα.

(από acg, 20/03/08)Ένοχα μυστικά! (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη παρόμοια με τα γνωστά μαλακαντρέας, μαλακοτρίφτης, μαλακοπίτουρας, μαλακοπέρδουλας κ.α.

Βασικά σημαίνει μαλάκας. Το δεύτερο συνθετικό, όμως (-πρόξενος) εισάγει και μια λεπτότερη νοηματική απόχρωση υποδηλώνοντας ότι ο συγκεκριμένος μαλάκας κάπως την έχει δει - λίγο μουράτος, λίγο αφ' υψηλού ενώ στην πραγματικότητα η κατάσταση είναι ψηλό-καπέλο-και-ξυπόλητος.

Πέραν όλων τούτων είναι και η τέλεια λέξη για να χαρακτηρίσει κάποιον πρόξενο -και, ευρύτερα, κάθε διπλωματικό υπάλληλο- ο οποίος συμβαίνει να είναι και μαλάκας. Χρησιμότατη για όσους έχουν πάρε δώσε με το διπλωματικό σώμα.

- Ναι, ήταν και ο κύριος μαλακοπρόξενος, ο Κωλομερόπουλος, ο οποίος, ως συνήθως, μας τα ζάλισε: «όταν ζούσαμε στην Ελβετία» και «η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχει το κολλέγιο είναι ασύγκριτη» και άλλες τέτοιες πίπες... Ρε, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γραφικός τύπος (συχνά τραγουδιστής) στα μπουζούκια που είναι ντυμένος με λαμέ κοστούμι. Συνήθως συνοδεύεται από όλα τα αξεσουάρ (παπούτσια, αλυσίδες στο λαιμό, δαχτυλίδια...) και μαλλί χαίτη (80's is still alive).

- Πλάκα έχει ο λαμές, σαν ξεχασμένη ντισκόμπαλα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά χαμηλοκώλα γυναίκα, που όταν κλάνει σηκώνει σκόνη!

- Δες ρε την κλανόσκονη που μ' έφτυσε δυο μέτρα άντρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η λυσσάρα, η πεινασμένη, η νυμφομανής, η τρελαμένη, η γυναίκα που διψάει για άντρες...

Έμεινε στην προφορική ιστορία από τα χαρακτηριστικά της ομώνυμης γάτας - ηρωίδας του Αρκά.

- Κοίτα τη Λουκρητία πως με κοιτάζει και γλύφει το καλαμάκι του καφέ...

(από filologas, 20/03/08)(από xalikoutis, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified