Further tags

  1. Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.

  2. Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.

  3. Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.

  1. Κοίτα τον! Πάλι λιώμα είναι!

  2. Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Μαρία έχει γίνει λιώμα!

  3. Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι λιώμα μετά τη εμπειρία με το φορτηγό του θείου Λάκη!

Δες και λιάρδα, κωλίδι, κόκαλο, κόκκαλο, πίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει ξεφύγει από τα όρια της επιτρεπόμενης μαλακίας.

Σε αγώνα πινγκ-πονγκ, πάνω στο ματς πόιντ, ένας τύπος πρώτη σειρά σηκώνεται όρθιος γιατί του έπεσε η πορτοκαλάδα πάνω του. Τότε πρέπει να φωνάξεις «ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ ΡΕ ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΣΤΑ!».

Got a better definition? Add it!

Published

Δημοτικοί αστυνόμοι (παιδιά της Ντόρας Μπακογιάννη).

.....

(από Vrastaman, 01/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι συνώνυμο του αρχιδόπουστα.

(Αρχιμήδης) - Πόσα πληρώσατε χθες στα Άστρα με τόσα σφηνάκια;
(Ανέστης) - Άσε... το πουτανόσπερμα ο Μπάμπης δεν μας έκοψε ούτε ένα ευρώ.

Δες πουτανόπαιδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση η οποία δεν χρησιμοποιείται πραγματικά πουθενά και ποτέ. Προέρχεται από το όνομα της συζύγου τέως πρωθυπουργού, του οποίου το όνομα αποφεύγεται να αναφερθεί για προληπτικούς και όχι μόνο λόγους. Παρόλα αυτά ιστορικοί, ερευνητές και αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Μαρίκα Μητσοτάκη αποτελεί μέρος της απόλυτης αλήθειας καθώς κατέχει το μυστικό της αιώνιας ζωής το οποίο είναι καλά κρυμμένο στη συνταγή για τα ντολμαδάκια της.

Είπαμε... δεν χρησιμοποιείται πουθενά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ομότιτλη ταινία όπου μια φάλαινα παίζει κύριο ρόλο. Την χρησιμοποιούμε συνήθως για να πούμε εμμέσως ότι μια είναι πολύ χοντρή.

Μαρία:
Σας έδωσε καλό τραπέζι στους onirama η Σαμάνθα μαιτρ;

Κώστας:
Ο free willy εξυπηρετεί μόνο επωνύμους, πάλι μάπα μας έδωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γελοίος, εκείνος που του αρέσει να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο, το σούργελο της παρέας.

- Κοίτα πάλι τι βλακείες κάνει!
- Αφού ξέρεις ρε φίλε, ο τύπος είναι τέρμα κλόουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων αδυναμία, αλλά και κυνηγός, στους γυναικείους κώλους.

.....

Βλ. και τσούφκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μαλάκας. Προέρχεται από την αγγλική λέξη asshole που σημαίνει επίσης μαλάκας.

-Τι ασόλι είσαι ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό του οποίου οι σεξουαλικές σχέσεις με το άλλο φύλο φτάνουν μόνο έως την ανταλλαγή αντίου (bye) / καληνύχτας έξω από την πόρτα του αντικείμενου του πόθου του, συνοδευόμενο από σταυρωτό φιλί.

Ο bye sexual αυτοβούλως είναι καλός, γλυκός, κρατάει συντροφιά, βγάζει βόλτα σκύλους, ακούει πόνους και για τον λόγο αυτόν τον βλέπουν ως φίλο όλα τα θηλυκά.

Συνώνυμο : καληνυχτάκιας

- Ρε Μάκη τι λέει; Την έφαγε ο Μηνάς τη Μαιρούλα;

- Μπαααα. Αρχίδια... Αφού ειναι bye sexual ο μαλάκας και πάει και γίνεται φίλος με όλες τις γκόμενες... Χίλιες φορές τον είπα ότι δεν γαμείς έτσι, αυτός το χαβά του.

Got a better definition? Add it!

Published