Further tags

Παλαιακός χαρακτηρισμός για λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου νταλίκα ή μπουτς, λαχαναγορίτης, νταλικιέρης κ.τ.ό., ενώ από τον 21ο αιώνα η αντίληψη αυτή έχει δώσει τη θέση της στην αναζήτηση πιο εναλλακτικών προς τους αμιγείς πατριαρχικούς ρόλους και εναλλασσόμενων επιτελέσεων με μεγαλύτερη αμοιβαιότητα.

Μην περιμένεις να δεις κάνα ντουβάρι λιμενεργάτη, η Μαρία είναι stylish butch.

Got a better definition? Add it!

Published

Φαντασίωση παραδοσιακών (traditional στα αγγλικά, τραντ στα κομμέ) για μια γυναίκα η οποία θα τηρεί τα κλασικά πατριαρχικά στερεότυπα, ήτοι να κάνει οικιακές δουλειές, να έχει σεμνή εμφάνιση, να είναι χαμηλοβλεπούσα ή κατ' ελπήδα χαμηλοβλεπούτσα στη λογική reject modernity- embrace tradition. Χρησιμοποιείται στους ιδεολογικούς πολέμους των συντηρητικών ενάντια στη woke κουλτούρα. Από το αγγλικό trad wife. Χρησιμοποιείται και ως αυτοπροσδιορισμός από γυναίκες pick me με εσωτερικευμένη πατριαρχία, οι οποίες προβάλλουν τον παραδοσιακό τους ρόλο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να προτιμηθούν αυτές και οι αξίες τους.

Θέλω μια τραντ γουάιφ που να μην έχει γκέι ως καλύτερο φίλο, να μην έχει τατουάζ, να μην είναι πολιάμορους, ε, και να σιδερώνει και κάνα πουκάμισο. Ζητάω πολλά;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παραδοσιακός και συντηρητικός εκ του αγγλικού traditional. Χρησιμοποιείται πολύ στα διαδικτυακά μιμίδια ως αντίθετο αυτών που ανήκουν στη woke κουλτούρα.

Οι τραντ αντεπιτίθενται.

Got a better definition? Add it!

Published

Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.

Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.

Got a better definition? Add it!

Published

Θα μπορούσε να σημαίνει η έλλειψη προθυμίας, η έλλειψη ζήλου ή οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει έναν κανονικό και υγιή Δημόσιο Υπάλληλο και που τον προφυλάσσει από την αγχωτική και πιεστική εργασία. Tα τελευταία χρόνια συναντούμε την απροθυμία και στον Ιδιωτικό Τομέα και μάλιστα σε μεγάλους αριθμούς εργαζόμενων. Πολλοί πιστεύουν ότι μεταδίδεται σαν ιός μεταδιδόμενος με επαφή, από σταγονίδια αλλά και με αερομεταφορά. Έχει παρατηρηθεί ότι η παραμονή σε χώρους με απρόθυμους Δ.Υ. με την χρήση μάσκας τύπου FFP2 ή υψηλότερης προστασίας, μπορεί να προσφέρει ικανοποιητική προστασία από τη λοίμωξη της απροθυμίας. Αντιικά, μονοκλωνικά κ.α. φάρμακα δεν φαίνεται να προσφέρουν ίαση ούτε προστασία σε περίπτωση μόλυνσης. Παρότι φαίνεται ως παθογένεια του Δημοσίου κάθε άλλο παρά παθογένεια είναι αφού προστατεύει από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Ορθά στο κατά Ματθαίο ευαγγέλιο και δε στην παράγραφο 9.35 μνημονεύτηκε δια μελλοντική χρήση από τους δημόσιους λειτουργούς. Σε κάθε περίπτωση η απροθυμία Δ.Υ. δεν αποτελεί χαρακτηρισμό των ανθρώπων που εργάζονται στο Δημόσιο και κακώς έχει θεωρηθεί ως ιδιότητα των λειτουργών του Δημοσίου τομέα. Πρόκειται περί πλάνης της μνημονιακής εποχής και ιδιαίτερα των οπαδών της σοϊμπλεκουλτούρας.

1 Πολλές και μεγάλες αλλαγές σε κάθε επίπεδο, με απρόβλεπτους παράγοντες και απροθυμίας υλοποίησης από πλευράς δημοσίων υπαλλήλων. 2 Το έργο καθυστέρησε λόγω απροθυμίας των δημοσίων υπαλλήλων να τρέξουν τις διαδικασίες. 3 Η απροθυμία των Δ.Υ. δεν ήταν η πραγματική αιτία της χρεωκοπίας της Ελλάδος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστον αυτόν, είναι Ντιντής. Μη δίνεις βάση στο Ντιντή. Βάστα ρε Ντιντή. Αντε ρε μόρτη που θα με πεις εμένα Ντιντή.

Σύμφωνα με έγκυρα άρθρα, τόσο στον έντυπο αλλά και στον ψηφιακό τύπο, σημαίνει χαϊδεμένο και καλομαθημένο παιδί, βουτυρόπαιδο, βουτυρομπεμπές, λελές, χλεχλές, φλούφλης, λούλης, λάκης ή και λαλάκης. Όλα τα παραπάνω αποτελούσαν επώνυμα ή χαρακτηριστικά ή ακόμα και χαϊδευτικά ονόματα που δινόντουσαν σε πρόσωπα τα οποία δεν ήταν σύμφωνα με την χαρακτηριστική μαγκιά της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η φτώχια και το αντρικό φιλότιμο της ανεκτίμητης αθηναϊκής και όχι μόνο, χαμηλής ή ακόμα και ανύπαρκτης, ταξικής κατάταξης της φιλόδοξης αυτής κοινωνικής τάξης, Τῷ καιρῷ εκείνω, έδινε θάρρος, δύναμη και θέληση για ζωή και αγώνα σε αυτούς που δεν αποκαλούνταν ως “Ντιντής” στην τοπική κοινωνία. Ο χαρακτηρισμός δηλαδή ενός άνδρα ως Ντιντής, δεν μείωνε τον ανδρισμό ενός ατόμου που του αποδιδόταν, αντίθετα αύξανε την αξία του ατόμου σε μέτρα και σταθμά της τότε μικρό- κοινωνίας εφόσον δεν του αποδιδόταν. Από τα τέλη της δεκαετίας του 80 και μετά, τα στάνταρ των ανδρών άλλαξαν. Τα διάτρητα αμάνικα μπλουζάκια που αγαπήθηκαν στις αριστουργηματικές ταινίες τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα», οι στάμπες OUZO POWER και η παρανοϊκή λατρεία για τους Duran-Duran, άλλαξαν μια για πάντα την ελληνική κοινωνία. Μάγκας, ωραίος δεν ήταν πια ο μη Ντιντής αλλά αυτός που είχε διπλό Sony κασετόφωνο με hits της εποχής. Ο Ντιντής λοιπόν σταμάτησε να υπάρχει ως χαρακτηρισμός ταξικής διαφοροποίησης και μοιραία μετενσαρκώθηκε στον gay της εποχής, εντελώς λανθασμένα και άδικα αφού καταναλώθηκε από την ομοφοβική μανία των σύγχρονων ρατσιστών.
Είναι εξαιρετικά χρήσιμο και αυτονόητα απαιτητό, να αναγεννηθεί ο όρος Ντιντής και να αποκατασταθεί η γνησιότητα και η αυθεντικότητα του χαρακτηρισμού.

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς το Ντελούλου από το αγγλικό delusional, σημαίνει αυτόν που έχει παραισθήσεις.

Είναι τελείως ντελού, νομίζει ότι τα έχει με τον Ρουβά.

Got a better definition? Add it!

Published

Απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής έκφρασης alpha male, προερχόμενης από την ηθολογία, και η οποία σημαίνει τον άνδρα που είναι πολύ αρρενωπός, κυριαρχικός, ηγεμονικός, ανταγωνιστικός, τεστοστερονάτος κ.ο.κ.

Καλό είναι ο πρόεδρος μιας χώρας να μην είναι και πολύ αλφάς, γιατί μπορεί να σου κάνει κανέναν πόλεμο στο ξεκούδουνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος ο οποίος το παίζει πλούσιος η ευκαταστατος χωρίς να έχει τίποτα στην πραγματικότητα από αυτά που λέει,

Πληρωθηκαμε στις 10 του μηνα και ο γιαννης λεει οτι μπηκαν τα ψιλά στο λογαριασμο - αυτός ρε δεν έχει ανάγκη είναι μεγάλος εφοπλας

Σήμερα Σάββατο θα το ρίξω έξω με γαριδάκια και τηλεωραση , νιώθω μεγάλος εφοπλας λέμε

Κάθε φορά που βγαίνουνε έξω ο Δημήτρης κερνάει τους καφέδες για να δείχνει εφοπλας ο ξεφτίλας

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Γυναίκα νεαρή και "ζωηρή", με ωραίο και σφιχτό κώλο. Σύνθετος όρος από το: "τσαπερδόνα" (κυριολεκτικά: σαύρα, μεταφορικά: γυναίκα νεαρή και "ζωηρή", με αισθησιακές κινήσεις), κώλος, και σφυρίχτρα. Υπονοείται ο σφιχτός κώλος σαν στόμιο σφυρίχτρας. Η έκφραση εμφανίζεται (ίσως πρώτη φορά) ως χαρακτηρισμός για γκόμενα από τον Σπύρο, στο σήριαλ Απαράδεκτοι.

Μη κοιτάς που είναι μικρόσωμη. Άλλωστε εμένα οι νταρντάνες δε μου αρέσουν. Αυτή έχει κάτι, είναι τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα!

Σχετικό λήμμα: τσαπερδόνα

Got a better definition? Add it!

Published