Ο ομοφυλόφιλος, πρβλ. και πισωβρόντης.
Ο ομοφυλόφιλος, πρβλ. και πισωβρόντης.
Got a better definition? Add it!
Σεξιστική έκφραση, να το διευκρινίσουμε αυτό, που περιγράφει κάποιον που έχει την και καλά «ατυχία» όχι μόνο να είναι γκέι, αλλά να είναι και άσχημος, οπότε να δυσκολεύεται να βρει σύντροφο. Υπάρχει αντιστρόφως ή ίσως παραλλήλως και το άλλο στερεότυπο, ότι ο γκέι είναι κατά κανόνα όμορφος γιατί φροντίζει/ περιποιείται τον εαυτό του, εξ ου και οι Αμερικλάνοι έχουν την έκφραση «too handsome to be straight» για κάποιον που είναι «ύποπτα» εμφανίσιμος.
Ο ασχημόπουστας ανήκει σε μία από τις εκφράσεις που δηλώνουν άνθρωπο αδικημένο από τον Θεό και την κενωνία, που είχε ή απόκτησε διάφορα χαρακτηριστικά περιθωρίου, όπως πούστης κι άσχημος, πούστης και πρεζάκιας, πούστης, πρεζάκι κι αριστερός ή κατά την χαλικούτειο εκδοχή πούστης, πρεζάκι και δεξιός. Ασφαλώς το ασχημόπουστας χρησιμοποιείται υβριστικά, αλλά μπορεί να ειπωθεί και με αμφίβολης ειλικρίνειας συμπάθεια με και καλούα συγκατάβαση, πράγμα που άργκιουαμπλυ είναι ακόμη πιο εκνευριστικό.
1. Γέρο μου, για να μη χαλιέσαι άδικα, θα σου αποκαλύψω πως εξυφάνθει η πχορουμική συνωμοσία. Εγώ, ο Αλεξαντρόζο κι ο Άλκης, αποφασίσαμε στην τελευταία πχορουμοκόβα να φτιάξουμε μια κοθμονιστική τρόικα και να στην πέφτουμε συνέχεια κι ανελέητα για να σε εξοντώσουμε. Οι ρόλοι κατανεμήθηκαν σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα του καθενός μας, ως εξής: Ένας θα λειτουργούσε σαν το καλό κουμμούνι, ο άλλος σαν το κακό κι ο τρίτος σαν ασχημόπουστας. Όπως θα έχεις καταλάβει, εγώ παίζω τον ρόλο του καλού κουμμουνιού.
2. ειναι χαλια γιατι ειναι ασχημοπουστας και δεν του την πεφτουν :S κατα καποιο τροπο τον συμπονω.
3. ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΩΣ ΚΑΛΟΣ ΑΣΧΗΜΟΠΟΥΣΤΑΣ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΛΑΣΠΗ ΑΡΧΙΣΕΣ ΝΑ ΒΡΙΖΕΙΣ ΚΑΙ ΕΣΥ ΚΑΙ ΤΑ ΤΣΙΡΑΣΙΑ ΣΟΥ.ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
4. Αν είναι να βγει «ενδιάμεσος» καλύτερα να είναι όμορφος τουλάχιστον να βγάζει και κανά φράγκο. Αν είναι να βγει ασχημόπουστας άστα να πάνε.
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ άτυχος και γρουσούζης άνθρωπος, ο γκαντέμης, ο γκαντεμάιστερ, ο γκαντεμοδύναμος γκαντεμόσαυρος.
2. Α,ρε, γκαντεμόσκυλο ,μια χαρά καιρός για βόλτα και η Κατ με 38 πυρετό cry: cry: cry:
3. Εντάξει το ότι το βλέπεις το ματς δεν σου εξασφαλίζει ότι θα κάνεις και τις σωστές κινήσεις...μπορεί να είσαι μυρωδιάς ή γκαντεμόσκυλο...αλλά το πλεονέκτημα του live είναι ότι μπορείς να βλέπεις το ματς!!!
Got a better definition? Add it!
Εκ του κυπριακού βίλλα (=πέος), είναι η κυπριακή εκδοχή του ψωλομούρης, του dickhead/ dickface αγγλιστί, σημαίνει δηλαδή τον πολύ άσχημο και αποκρουστικό. Χρησιμοποιείται και ως βρισιά.
1. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΣΤΑ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΑ ΛΑΘΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΑΛΛΑΣ ΛΑΛΕΙ Ο ΒΙΛΛΟΜΟΥΤΣΟΥΝΟΣ... ΔΕΤΕ ΤΑ
2. Ξεφούσκωμα λαστίχων σπίθκιών που δεν έχουν γκαράζ αλλά έχουν αυτοκίνητα καλά παρκαρισμένα πόξω. Τούτον δεν έσιει να κάμει καθόλου με αρχιτεκτονική αλλά κατά γενικήν ομολογίαν όσο πιο καλό το αυτοκίνητο τόσο πιό βιλλομούτσουνος τζιαι νεόπλουτος ο οδηγός (ξέρετε, πούροι της λίρας που εκάπνιζεν τζι ο πατέρας τους τζιαι μουσούθκια όπως τον κώλο του πιθήκου). Τούτον θα το κάμουμεν καθαρά που διασκέδασην διότι τζιαι οι επαναστάτες έχουν ανάγκην την υγιήν ψυχαγωγίαν.
3. Ο βιλλομούτσουνος Αρχιεπίσκοπος αν τολμά να σχολιάσει ακόμα μια διαφορετική σύγκλιση.
Got a better definition? Add it!
Κάποιος που χρησιμοποιεί τη λέξη ''Μεταμοντερνισμός'' περισσότερο από 5 φορές σε δύο λεπτά.
Κάποιος που δεν ακούει Coldplay ''γιατί είναι mainstream'' και του αρέσουν οι Arcade Fire γιατί είναι 7-8 άτομα που τραγουδούν σε δύο γλώσσες.
Κάποιος που μπαίνει σε σελίδες όπως το pitchfork.com
Κάποιος που ''ανακαλύπτει'' ένα νέο άγνωστο συγκρότημα κάθε βδομάδα.
Κάποιος που νομίζει ότι δεν είναι στη μόδα αλλά είναι στη μόδα.
Κάποιος που αποκλείεται να μην αναφέρει τη λέξη ''Βερολίνο'' μετά από 5 λεπτά συζήτησης.
Κάποιος που προέρχεται από αστική, εύπορη οικογένεια και αγοράζει ακριβά ρούχα σε παλιομοδίτικο στυλ.
Ακίνδυνος αμφισβητίας.
Κάποιος που υποτίθεται ενδιαφέρεται να συζητά για τέχνη και για indie συγκροτήματα αλλά είναι πιο ρηχός και από τη στάθμη του νερού στο μπάνιο.
Χιπστέρι - Τον άλλο μήνα είναι η Berlinale. Κανονικός τύπος - Τι είναι αυτό;
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει υπερβολική αργοπορία, αφού ως γνωστόν οι τριλογίες χρειάζονται χρόνο για να γραφούν (ΟΚ, εξαιρείται το «του άη λάιτ»). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν πασπαρτού δικαιολογία.
Στην τουαλέτα:
- Άντε βρε μαλάκα, τι κάνεις τόσην ώρα;
- Γράφω τριλογία!
- Γιατί δεν θα βγει ο Γιάννης τελικά;
- Θα γράψει τριλογία λέει.
Got a better definition? Add it!
Από το γαλλικό je t'aime (= σ' αγαπώ), βλ. και ζετεμάκι, είναι επίθετο που δηλώνει άνθρωπο ρομαντικό, ευεπίφορο στην καψούρα, ερωτύλο ή και ναρκισσευόμενο με την ερωτική του εικόνα. Ή απλά σούργελο από αυτά που πρωταγωνιστούσαν στην εκπομπή Ζετέμ της Ανίτας Πάνια. Έχω ακούσει και το επίθετο ζετεμιάρικος από τον Σταμάτη Κραουνάκη, για να σημάνει τραγούδια ναμαγαπάδικα.
1. Για να πεταχτεί ο jeune premier της κλιμακτήριου και πεταλούδα των παρασκηνίων, η αλογόμυγα των συμφερόντων και ο yes-man των ισχυρών, ο ζετεμιάρης δήμαρχος αυτής της πόλης που μέχρι και σημαία της άλλαξε, για να σφίξει με αυτό το ζαχαροδιαβητικό και δυσκοίλιο χαμόγελό του των Ολυμπιονικών τα ατσάλινα χέρια.
2. Ζετεμιάρης αισθηματίας blogger μεταδίδει...
μόλις ήρθα σπίτι από το Sodade. Φρίκη. Αυτή η κοπέλα που παίζει μουσική όταν δεν παίζει μουσική ο Αντώνης είναι εντελώς ντεκαυλέ. Δεν την καταλαβαίνω Χριστό. Παίζει όλα τα κουλά ρεμήξ των κουλών ροκ επιτυχίων (μέχρι και το ρεμήξ του exit music των radiohead έπαιξε απόψε, το οποίο exit music απλά δεν το αγγίζεις, είναι ιερό κομμάτι...) και τις παίζει του ανελέητου: 7 λεπτά διαρκεί το κουλό ρεμήξ; 7 λεπτά θα το παίξει, όλο. Μπόοοοοοοοοοοοριγκ! έλεος, λυπήσου μας, μία καθημερινή έχω να βγω και εγώ....
Got a better definition? Add it!
O μυστακιοφόρος αλλά συνάμα βαρύς κι ασήκωτος μόρτης. Λέξη βασισμένη στον φανταστικό χαρακτήρα «Μυστόκλα» από την ταινία «Μήτσος ο ρεζίλης»(1984). Τον ρόλο του ρεμπέτη μάγκα Μυστόκλα υποδύθηκε ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας. Χρησιμοποιείται μάλλον χιουμοριστικά ή/και ειρωνικά για κάποιον (ψευτό)βαρύμαγκα με μεγάλα μουστάκια ή με μουστάκια γενικότερα που παραπέμπουν σε αισθητική της τότε εποχής.
Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για το αν η λέξη αποτελεί προϊόν λεξιπλασίας ή παρθενογένεσης/προϊόν φαντασίας του σεναριογράφου. Πιθανή εικασία θα μπορούσε να ήταν ότι αποτελείται από τις λέξεις Μυστάκιον και Πιστόλα με την κατάληξη -ς, (αρσενικό). Δεδομένου ότι ο Μυστόκλας ήταν φανταστικό και όχι πραγματικό πρόσωπο γιατί στην ταινία παρουσιάζεται εκτός τόπου και χρόνου μιας και ο ίδιος, οι υπόλοιποι μάγκες και το περιβάλλον παρουσιάζει καταστάσεις προπολεμικές ή πρώιμες μεταπολεμικές(1925-1950) και περιέργως λόγω κακού σεναρίου/σκηνοθεσίας πριν την σκηνή του Μυστόκλα γράφει χαρακτηριστικά «Αθήνα 1984». Κλασσική άκυρη ελληνική σκηνοθεσία που μπάζει από παντού αλλά και που θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας λόγω του μεγάλου Σωτήρη Μουστάκα. Ο σεναριογράφος ήθελε να τονιστεί η (ψευτο)μάγκικη και ρεμπέτικη φύση του γι' αυτό και παρουσίασε τον Μυστόκλα με 50 εκατοστά μουστάκια σαν αρχιρεμπέτη και (ψευτο)μάγκα του μαχαλά.
- Ρίξε το ψαρικό στο φούρνο, πλακί. Πριν σε πλακώσω στις γρήγορες.
- Παίδαρέ μου!
- Εμείς οι δυό θα περάσουμε φίνα. Με τις φάπες μας. Και τα ωραία μας.
(Μυστόκλας σαν υποψήφιος γαμπρός και απευθυνόμενος στην Σπεράντζα Βρανά)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αντίθετο του μαλακισμένος, όταν αυτό το τελευταίο το εννοούσαν και κυριολεκτικά. Δηλαδή, αυτός που δεν έχει ακόμα βαρέσει μαλακία, ο σεξουαλικά άγουρος, ο ψυχονοητικά ανώριμος, ο ακόμα παιδί.
Δεν το άκουσα, αλλά το διάβασα, και είπα να το σημειώσω, μέρες πού' ναι, γιατί κατά τη γνώμη μου είναι μνημειώδες.
Ο ΑΜΑΛΑΚΙΣΤΟΣ
Ἐσύ δέν κάνεις γιά δῶ
εἶσαι ἀκόμη «ἀμαλάκιστος», τοῦ εἶπαν
καί τόν ἔδιωξαν.
Ἦταν δέν ἦταν ἕντεκα χρονῶ
καί πῶς νά τά ᾿βγαζε πέρα μέ τά θηρία τῆς λαχαναγορᾶς·
μά ποῦ νά ἤξεραν
τήν εὐδόκιμη μετ᾿ οὐ πολύ θητεία του
στό θανάσιμο γιά τά ἤθη ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἁμάρτημα
-μιά ἱστορία ἐξίσου ὀδυνηρή
ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος-
Θά ᾿βρισκε ἀλλοῦ δουλειά
θά χτυποῦσε ἄλλες πόρτες
τί ἄλλο τοῦ ἔμενε μέ τόν πατέρα του στίς ἐξορίες
καί τή μανούλα του ὁλημερίς στίς φάμπρικες.
Μοῦ ἀφηγήθηκε τό περιστατικό χρόνια μετά
ψημένος πιά γιά τά καλά μέ τίς δικές του ἐξορίες
τή δικηγορική καί τά κρυφά χαρτιά του,
διόλου τουτέστιν «ἀμαλάκιστος»!
Λευκόθριξ
γάστρων ὀλίγο λόγω τῆς οἰνοφλυγίας
μ᾿ ἕνα μπαλονάκι στήν καρδιά
στ᾿ ἄπατα πνιγμένος
ἀπό τή μαλακία τῆς λεγόμενης μεταπολίτευσης.
(Ποίημα του Χρήστου Ρουμελιωτάκη, απ' εδώ).
Got a better definition? Add it!
Published
Όταν ξερνάς τα άντερά σου, και κατ' επέκταση ό,τι είναι εμετικό και αηδιαστικό, λ.χ. εμφάνιση, δηλώσεις, συνήθειες, φυλλάδες κ.ά. Αγαπημένη λέξη στο ιδιόλεκτο του Mikeius.
1. Τι ξερνάντερο είναι πάλι ετούτο; Η επιλογή της φωτογραφίας είναι τυχαία, αλλά έχει γεμίσει ο διαδυκτιακός τόπος με τέτοιες μαλακίες...
2. Αυτό που έχει σημασία στην προκείμενη, είναι το αποτέλεσμα: Αυτό που αποκαλούμε «μόδα» ευθύνεται για ότι ξερνάντερο (clopyright by Mikeius) βλέπουν τα μάτια μας και θέλουν να βγάλουν πηχτή βλέννα από τους δακρυγόνους αδένες.
3. τοσο πολυ σιχαμενος.τι φυλλαδα ειναι αυτη.τι εμετιλα,τι ξερναντερο μονο που δε μας βριζει επειδη θελουμε αυτη την επιθετικουρα -ηγετη στην ομάδα.
Got a better definition? Add it!