Φτηνιάρης (ελληνοαμερικάνικο - από το αγγλικό «cheap»).
- Πάλι χτύπησα σκληρό...
- Αφού είσαι τόσο τσίπης που παίρνεις τα χειρότερα, ρε!
Φτηνιάρης (ελληνοαμερικάνικο - από το αγγλικό «cheap»).
- Πάλι χτύπησα σκληρό...
- Αφού είσαι τόσο τσίπης που παίρνεις τα χειρότερα, ρε!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται στον online γραπτό λόγο και σημαίνει Gia To Boutso, ή Για Το Μπούτσο. Χαρακτηρίζει άτομο ή αντικείμενο μικρής έως μηδενικής αξίας (όχι μόνο χρηματικής), υποδεέστερο άλλου.
- katebasa na paikso to doom 3
- pfff gtb
Got a better definition? Add it!
Ο βλακάκος, ο χαζούλης, ο αγαθόβλακας.
-Του είπα οτι ήταν συλλεκτικό και του το πούλησα 10 φορές πάνω απ' όσο το το πήρα! -Ε είσαι μαλάκας. Τον Τάκη το βλακούζο έπιασες κότσο;
Got a better definition? Add it!
John Fistikis, Τζον Φυστίκης
Ένας οποιοσδήποτε Ελληνοαμερικανός. Φοράει μεγάλο καουμπόικο καπέλο, μιλάει σπαστά «ελλήνικος» και έχει βγάλει πολλά «ντόλαρς» στο Αμέρικα.
Τζων Φιστίκης: «Εμείς στο Αμέρικα έχομε πιο μεγκάλο κάρο από Ελλάντα. Πολύ μεγκάλο κάρο, πολύ μεγκάλο, χο χο...»
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει μουνόπανο. Γράφεται έτσι στον online γραπτό λόγο, χάριν συντομίας. Χαρακτηρισμός με αρνητική χροιά, που αναφέρεται σε κάποιον που επιδίδεται στην πουστιά, που δεν έχει μπέσα.
- Giati banarate ton takis_7654;
- Giati itan mnpn...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που τα ξέρει όλα και δεν το κρύβει. Ο ξερόλας.
-Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, θα φτάσουμε πρώτοι, γιατί η απόσταση που πρέπει να διανύσουμε ενώ κινούμαστε με σταθερή ταχύτητα είναι....
-Ναι ναι ΟΚ, πανεπιστήμονα...
Σχετικά: WWW, ξερόλι, το, ξερολισμός, φωτεινός παντογνώστης, που ξέρει τα πολλά κι ο νους του κατεβάζει, κινητή εγκυκλοπαίδεια
Got a better definition? Add it!
Ο Ολυμπιακός.
Ο οπαδός του Ολυμπιακού.
- Το βράδυ θα μαζευτούμε οι γαύροι σπίτι μου, να δούμε το ντέρμπι.
- Ποιοι παίζουν είπαμε;
- Ο γαύρος με τον βάζελο.
Βλ. και θρύλος, ο
Got a better definition? Add it!
Ο Παναθηναϊκός.
Ο οπαδός της ομάδας του Παναθηναϊκού (ή αλλιώς: βαζελάκι)
Γαύρος: Πότε είναι το ντέρμπι με τον βάζελο;
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ειρωνικά για άτομα που περιαυτολογούν για την σεξουαλική τους ζωή.
Από τον ομώνυμο Έλληνα πορνοστάρ.
- Καλά, πήδηξα μία εχθές...
- Σιγά ρε Τέλη Σταλόνε...
Got a better definition? Add it!
Προκύπτει από το κλαπαρχίδας + ναύαρχος (άτομο με εξουσία και αξιώσεις στο χώρο του -master of their domain). Χρησιμοποιείται ειρωνικά για τον κατά περίσταση γαλονά, αρμόδιο κτλ.
Με στέλνανε από το ένα γραφείο στο άλλο σαν το μαλάκα. Στο τέλος βουτάω μια γραμματέα εκεί και της λέω «Φέρε μου τον κλάπαρχο μωρή, μην τα σπάσω όλα εδώ μέσα, γιατί άκρη δε βγαίνει!».
Got a better definition? Add it!