Το υπερκατσαρό μαλλί, σαν αυτό που έχουν οι νέγροι, οι αφρικανοί, εξού και το όνομα. Ο όρος προέρχεται από την αγγλική ορολογία της τρίχας (afro ή fro).
- Το άφρο μαλλί δεν είναι πια της μόδας.
- Ευτυχώς!
Το υπερκατσαρό μαλλί, σαν αυτό που έχουν οι νέγροι, οι αφρικανοί, εξού και το όνομα. Ο όρος προέρχεται από την αγγλική ορολογία της τρίχας (afro ή fro).
- Το άφρο μαλλί δεν είναι πια της μόδας.
- Ευτυχώς!
Got a better definition? Add it!
Η μασιά είναι εργαλείο που χρησιμοποιείται στο τζάκι για να τακτοποιούνται τα ξύλα ώστε να μην καπνίζει. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές, μία από αυτές είναι με σχήμα μυστριού.
Φέρε τη μασιά να φτιάξω τα ξύλα διότι στραβωθήκαμε από τον καπνό.
Got a better definition? Add it!
Ως κλωστές χαρακτηρίζονται οι εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο στον κλάδο των κλωστοϋφαντουργιών.
Μην ασχολείσαι με τις κλωστές, έχει ψοφήσει ο κλάδος.
Got a better definition? Add it!
Το καλοθρεμμένο ζώο. Αυτό που είναι παχύ.
Είχαμε ένα σκύλο λουντρούκι!
Got a better definition? Add it!
Ευκαιρία ονομάζουν οι ναύτες τα καράβια μεταφοράς προσωπικού Πανδώρα και Πάνδροσος που εκτελούν δρομολόγιο από το Ναύσταθμο Σαλαμίνας στον Πειραιά το μεσημέρι και αντίστροφα το πρωί, επειδή είναι δωρεάν η μεταφορά.
Το μεσημέρι που έχω έξοδο, θα πάρω την ευκαιρία και βουρ για τον Πειραιά.
Got a better definition? Add it!
Ιντερσίτι χαρακτηρίζονται τα τραίνα που κάνουν στάσεις σε λίγους σταθμούς και φτάνουν γρήγορα στον τελικό προορισμό τους. Στον περισσότερο κόσμο είναι συνυφασμένα με τα τραίνα τύπου AEG.
Θα ταξιδέψω με το Ιντερσίτι για Θεσσαλονίκη και θα είμαι εκεί σε 4,5 ώρες.
Got a better definition? Add it!
Δέστρα είναι εξάρτημα που τοποθετείται στα πέδιλα για το σκι και τις σανίδες του snowboard, και οι οποίες συγκρατούν τα πόδια επάνω στα πέδιλα, προκειμένου να ελέγχονται οι κινήσεις.
H δέστρα δεν άνοιξε στην πτώση, επειδή η ρύθμιση ήταν στο 7.
Got a better definition? Add it!
Το πολύ ίσιο (και μάλιστα από τη φύση του ίσιο) αντρικό ή γυναικείο μαλλί. Συνήθως ξανθό και όχι πάρα πολύ χοντρότριχο, ούτε πολύ πυκνό, καλής όμως ποιότητας, γυαλιστερό, δεν πουτσοτριχίζει εύκολα, θέλει όμως συχνό λούσιμο γιατί λαδώνει την επομένη κιόλας. Χαρακτηρίζει κυρίως τους προερχόμενους από τις βόρειες χώρες, αλλά και -εν μέρει- από τις ΗΠΑ. Κανένα μαλλί δεν μπορεί να γίνει τόσο ίσιο με τεχνητό τρόπο.
Τα εξίσου πανέμορφα, ίσια και βαριά, μαύρα μαλλιά των προερχομένων από την Ανατολή (γυναικών), δεν λέγονται έτσι. Μάλλον γιατί το «πράσο» παραπέμπει σε κάτι το λεπτό και ανοιχτόχρωμο.
- Ωραία μαλλιά!
- Από πότε σου αρέσει το μαλλί πράσο, πάντα μου έλεγες ότι σου αρέσουν οι κατσαρομάλλες, κατάλαβα, μου λες με τρόπο ότι θέλεις να τα ισιώνω...
- Μα...
Got a better definition? Add it!
Πευκοβελόνα, στην σλανγκική των τακτικών επισκεπτών του Ο.ΚΑ.ΝΑ., είναι η βελόνα της σύριγγας με την οποία γίνεται η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών ουσιών, πράξη γνωστή ως σουτάρισμα. Η λέξη προέρχεται από το φύλο του Πεύκου το οποίο έχει τη μορφή βελόνας.
Πευκοβελόνες βρίσκουμε άφθονες σε πάρκα (pun intended).
Μερσί στον knasso :-)
- Κοίτα 'κει ρε μαλάκα! Ο τύπος βγάζει αβέρτα την πευκοβελόνα μπροστά στον κόσμο!
- ... Γάμησε τα, κατάντια φίλε μου...
Got a better definition? Add it!
Είναι η σφαλιάρα που δίνεται στο κούτελο κάποιου. Αφού λοιπόν ρίξουμε τη σφαλιάρα στο κούτελο του άλλου λέμε θριαμβευτικά, «Παστέλι!». Αν ο άλλος είναι έξυπνος, μας ρίχνει κ αυτός μια στο κούτελο φωνάζοντας με ακόμη πιο πολύ θρίαμβο, «Με δέκα κιλά μέλι!». Εξαιρετικά δημοφιλές παιχνίδι στα σχολεία.
(ΠΛΑΦ!) - Πάρτα ρε! Παστέλι!
(ΠΛΑΤΣ!) - Με δέκα κιλά μέλι ρε πούστη!!!
Got a better definition? Add it!