Further tags

Δεν μπορώ άλλο, χιλιάδες φορές πάνω στη βιαστική δακτυλογράφηση έχει γίνει αυτό το λάθος που όμως βγάζει και νόημα, τείνω το πέος, κι εφόσον τόσες και τόσες μαλακίες λήμματα έχει το σάη -καλώς ή κακώς-, το ανεβάζω για να ησυχάσω, θάψτε με ελεύθερα και μετά θα το κατεβάσω, μην ανησυχούτε.

- Δεν σου αρέσει αυτό που σου πεοτείνω;

- Απο Μάνο Χατζιδάκη σου πεοτείνω το βιβλίο ο Καθρέφτης Και Το Μαχαίρι.
(εδώ)

- Ακόμα ένα βιβλίο διάβασα με τίτλο «Κι ο έρωτας εξ αποστάσεως» του Χαιν Κριστόφ το οποίο πεοτείνω ανεπιφύλακτα. (εκεί)

- ΨΗΦΙΣΕ ΥΠΕΡ ΣΕ ΠΕΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΧΑΡΙΣΤΟΥΝ ΤΑ ΧΡΕΗ ΤΩΝ ΟΜΑΔΩΝ(ΠΑΕ) ΣΤΗΝ ΕΦΟΡΙΑ.ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΠΛΗΤΙΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΔΙΚΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΙΣ...
(παραπέρα)

(από MXΣ, 18/09/12)(από MXΣ, 18/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή «την ξέντησα». Έκφραση των ανθρώπων του βουνού και της στάνης που απαντάται όμως και σε πιο σαλονάτες καταστάσεις.

Βλ. και ζγκατάψυξ και τγάμσα.

Γκζέντσα κι τγάμσα.

γκζέντσα κι τγάμσσα (από iwn, 24/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέφτω σε βαθύ ύπνο.

  1. Θα πάρω τα χάπια μου και θα φυτευτώ.

  2. Πάλι φυτεμένη ήσουν και δεν απάνταγες το τηλέφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κατουμίζω, κατουμάω

Τοπικός ιδιωματισμός (Χίο και Κρήτη σίγουρα, αλλά πιθανόν σε όλο το Αιγαίο) που σημαίνει, με παίρνει ο ύπνος, κλείνουν τα μάτια μου από την κούραση.

Προέρχεται μάλλον από το «κάτω» (δλδ γέρνει το κεφάλι μου κάτω αφού από την κούραση δεν μπορώ να το κρατήσω όρθιο) και η κατάληξη προστέθηκε για να γίνει πιο εύηχο. Παραλλαγή του «κατουμίζω» είναι το «κατουμάω», που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Συνήθως το «κατουμίζω» χρησιμοποιείται για το α' πρόσωπο, ενώ το «κατουμάω» στο β' και στο γ' πρόσωπο.

  1. - Τι θα γίνει, θα πάμε κι αλλού;
    - Πού να πάμε ρε κατεστραμένε; Αφού κατουμάς ολόκληρος.

  2. - Γιατί δεν κλείνεις το μαγαζί να πάμε παρακάτω;
    - Δεν γίνεται. Κατουμίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια ναρκοσλανγκιά: κρύβω στον πρωκτό στο λούκι σταφ (κυρίως ζαπρέ ή χάπια) για μεταφορά στην ψειρού.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι με άδειο στομάχι η καλά εκπαιδευμένη σούφρα έχει χωρητικότητα έως και 250 τζι. Ο εντοπισμός του λουκαρίσματος γίνεται μόνο μέσω ακτινογραφίας η κωλοδάχτυλου. Θέλει ιδιάιρετη προσοχή γιατί το σπάσιμο του υπόθετου μπορεί να επιφέρει και το μοιράιο.

1. Ενας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους μεταφοράς ναρκωτικών από αδειούχο είναι το «λουκάρισμα», δηλαδή τα... υπόθετα με σακουλάκια γεμάτα ναρκωτικά και καλυμμένα με κερί..

2. ΟΛΟΙ οσοι γυρίζουν απο άδειες είτε ειναι «ΤΟΞΙΚΟΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ» είτε ΟΧΙ συνηθίζεται να «ΛΟΥΚΑΡΟΥΝ» ( φυλακίστικη εκφραση και παληά) Λουκάρω σημαίνει βάζω στο ΛΟΥΚΙ ή αλλιώς στον πισινό μου μιά ποσότητα ναρκωτικών η οποία οταν θα περάσει θα πάρει το μερτικό του σε χρήμα αυτός που την εμπασε δλδή αυτουνου που ο πισινός εκανε χρέη περαματάρη,αν δεν ειναι τοξικοεξαρτημένος.Αν ειναι θα πάρει το κατιτις του σε ειδος δλδή σε πρέζα.Αποεκει και μετά γινεται και η υπόλοιπη μοιρασιά.Οσοι βοηθησαν να μπει και οταν τελειώσουμε με αυτά αρχίζει το σπρώξιμο ή νταραβέρι.

3. Άντε λουκάρισε κανά σκουπόξυλο ρε λαχανά! Όσο εσύ είσαι φυλακισμένος άλλο τόσο εγώ είμαι ο Πάπας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω βαθιές ρουφηξιές ναρκωτικής ουσίας (τσιγαριλίκι, κρακ, κρίσταλ μεθ, κ.ταλ.) και φτιάχνομαι.

Χασισλάνγκ αβέβαιης ετυμολογίας με καταβολές από τα καλιαρντά.

1.
Ανάλω νταμίρα
η ντάνα η μοίρα
τα μπουτ μου αβέλει κουλά
Αβέλω μια φούμα
βινάρω την ντούμα
κι αρχίζω σερσέ για τουλά

  1. Βινάρω: καταπίνω, πίνω τον καπνό από το τσιγαριλίκι και τη βρίσκω, την ακούω πιο γρήγορα, το γνωστό που ακούγεται: Πίνω χασίς!
    (Λεξικό της Ντάγκλας, Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, εκδόσεις Opera, 1995)

(από Khan, 28/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αχαγιώτικη βερσιόν του καπνίζω. Επίσης: καπινάω. Παράγωγο: το καπίνισμα.

  1. - Πόσα τσιγάρα καπίνισες χθες το βράδυ;

  2. - Απαγορεύεται το καπίνισμα!

  3. - Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω ακριβώς στην ώρα μου στο τέλος της εργασιακής ημέρας. Παρομοιάζει δρομείς στίβου που ξεκινούν με το άκουσμα του πιστολιού.

- Έφυγε ο Γιώργος;
- Ναι ρε 'συ, πήγε 17:02. Αφού ξέρεις ό,τι το πιστολιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stock» σημαίνει: «αποθηκεύω (ή γενικότερα συγκεντρώνω) σε συγκεκριμένο χώρο κάποια είδη· συνήθως προϊόντα ή εμπορεύματα».

Β) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το βενετσιάνικο «stocar» όπως βεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος σημαίνει: «βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες».

Σλαγκικότερα εμφανίζεται με την έννοια τού:

  • «μακιγιάρω υπερβολικά για να καλύψω ατέλειες» και χρησιμοποιείται, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, αρκετά συχνά από άντρες εκφράζοντας απέχθεια, και σπανιότερα από κακεντρεχείς κουτσομπόλες,

  • «μαλακίζομαι» / «πασαλείφω με τα χύσια μου», οπότε ενίοτε υπονοούνται μεγάλες καύλες, ανάλογη ποσότητα ψωλοχύματος, ακόμη και μια... βιρτουοζιτέ στην τεχνική.

Γ) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stalk» (που προφέρεται «στοκ» με ελαφρά τραβηγμένο το «ο») είναι σαφώς πιο φρέσκο και σημαίνει: «παρακολουθώ στενά κι εξαιρετικά επίμονα κάποιον (ή γενικότερα τη δραστηριότητα κάποιου), συχνά σε βαθμό παρενόχλησης».

Για την ώρα χρησιμοποιείται συχνότερα για να περιγράψει τέτοια συμπεριφορά (όχι πάντα επικίνδυνη) κυρίως στο νέτι.

  1. Η είδηση κάνει το γύρο του κόσμου γιατί είναι πράγματι εντυπωσιακή: το Βέλγιο σχεδιάζει να κατασκευάσει τεχνητό νησί σε σχήμα δαχτυλιδιού που θα του επιτρέπει να στοκάρει την ενέργεια που θα παράγεται στα αιολικά του πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα.

  2. Θέλω σε εξωτερικό τοίχο που έχει εμφανίσει τριχοειδείς ρωγμές να τις ανοίξω λίγο παραπάνω (3-4 χιλιοστά) , να τις στοκάρω και να τις ασταρώσω προκειμένου να ξαναβάψω τον τοίχο.
    (έως εδώ καθαρά διεκπεραιωτικά)

  3. Μμμ Έχετε ιδεί βλογιοκομμένο πρόσωπο το οποίον να έχει λακκουβάκια στην επιφάνεια τα οποία λακκουβάκια δημιουργήθηκαν από τα κενά που άφησε το πύον που αφαιρέθηκε ναι; Μάλιστα. Η «εθνική» «σταρ» Αλίκη που είχε πολλά τέτοια στο πρόσωπό της, τα στοκάριζε, κι έτσι κάλυπτε το σεληνιακόν τοπίον...

  4. Στοκάρισε τώρα την οθόνη σου παίχτη!!
    (μεταφερμένο από γκρίγκλις· σαν λεζάντα κάτω από προκλητικά σέξι φωτογραφία αλόγου παροτρύνει τον παραλήπτη σε μαλακία)

  5. Αφού τον σουτάρισε το Μαράκι, πέρασε έναν χρόνο να το στοκάρει στο Facebook και το Instagram για να δει με ποιον βγαίνει και πού πηγαίνει.

  6. Είδε τη φωτογραφία μου. Του άρεσε. Και το εξέφρασε με ένα απλό like και ένα σχόλιο. Παρόλο που στοκάρω ανελέητα όλους τους fb φίλους μου, έχω βρεθεί άπειρες φορές σε αντίστοιχη θέση και δεν έχω κάνει like ή comment για να μην θεωρήσει ο/η άλλος/η οτιδήποτε. Το ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό, αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από σφυρίζων, 04/10/13)(από Khan, 01/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «είπα» ακολουθεί [μπινελίκια]. Απαντάται και στον πληθυντικό ως λέμε (σπάσε, λέμε). Γραμματικά είναι ρήμα, αλλά παίρνει τη θέση άναρθρου επιφωνήματος. Απαντάται πολύ σε σκοτεινούς σταθμούς μετρό (Παράδειγμα 1), γραφεία των Χρυσών Αυγών καθώς και σπανιότερα ως μια όχι και τόσο ευγενική υπενθύμιση (Παράδειγμα 3). Σε παραπέμπει λίγο στους ινδιάνους που γνωρίσαμε μέσα από τα επιμορφωτικά αναγνώσματα του Στέλιου Ανεμοδούρα (Παράδειγμα 4) και τους «ιθαγενείς της Βορείου Αμερικής» όπως απεικονίζονται ρατσιστικά και καθόλου στερεοτυπικά στις ιστορίες ενός φτωχού και μόνου καουμπόυ (Παράδειγμα 5)...

  1. - Ρεεεεεεεε! Τι κάνετε εκεί-γαμώ-την-7 σας;
    - Στα πατάμε μωρή πουτάνα! Χούλιγκαν των σπρεί! Κούνελε! Φύγε μη σε χαρακώσω! Γαμώ τη μάνα σου τη ξεκωλιάρα! Πούλο, είπα!

  2. - Ηλία έχεις δει το δονητάρι μου; Το χα αφήσει πάνω στην εφημερίδα με τη φάτσα του φυρερ...
    - Λοσπου είπα! Σε μισή ώρα μιλάω ανατροπή ρε μαλάκα Παναγιώταρε...

  3. - Άμστελ για Χάινεκεν είπες;
    - Άμστελ, είπα.

  4. - Θλιμμένε Μπούφε τι σκατά πίνεις;
    - Νερό της φωτιάς είπα.

  5. - Ουγκ.
    - Είπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified