Selected tags

Further tags

Έκφραση της μοδός, προϊόν της κρίσης, που σημαίνει «παίρνω ό,τι μου δίνεις, λεφτά νά' ναι κι ό,τι νά' ναι γιατί έχω ανάγκες».

Καθείς το ερμηνεύει όπως του υπαγορεύει η ιδεολογία του.

  1. Στο ταξί:
    - Πού πάτε;
    - Μιχαλακοπούλου στο ύψος του Λαϊκού. Μόνο που έχω πενηντάρικο...
    - Δεν πειράζει μαντάμ, όλα λεφτά είναι.

  2. Στο περίπτερο:
    - 12,80 ευρώ, κύριε.
    - Μισό λεπτό να τα μετρήσω, θα σας τα δώσω όλα σε πολύ ψιλά...
    - Όλα λεφτά είναι κύριε, περιμένω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «φτωχικό» χρησιμοποιείται μεταφορικά. Αναφέρεται δηλαδή σε κατάσταση ευφορίας, χλίδα, αρχοντιλίκι.

Κοπιάζω σημαίνει «κάνω τον κόπο», πηγαίνω. Κοπιάζω στο φτωχικό σημαίνει πηγαίνω και συμμετέχω κι εγώ σε αυτήν την ευχάριστη κατάσταση, είτε είναι δική μου, είτε άλλου.

Εμπνευσμένο από παλιές Ελληνικές ταινίες. Ίσως ο πρωταγωνιστής Ξανθόπουλος, προσκαλεί έτσι άτομα στο σπίτι του. Αυτά έρχονταν από μακρυά και με τα πόδια φυσικά. Πού αυτοκίνητα, συγκοινωνίες αλλά και εισιτήριο για συγκοινωνίες τότε. Κόπος πραγματικός το ποδαράτο στο μακρινό σπίτι.

- Έλα ρε, που είσαι;
- Εδώ, στο κλαμπάκι που σου έλεγα. Γαμάτη μουσική, οι φίλες της Μαρίας, καθαρά ποτά. Θα κοπιάσεις στο φτωχικό μου;
- Άργησα να γυρίσω από τη δουλειά. Πίνω ένα γκαιφέ και έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον δικαιούχο και που όμως αποτελεί ένα μόνο μικρό κλάσμα της συνολικής οφειλής, η οποία βέβαια στις μέρες που ζούμε είναι άγνωστο αν και πότε θα εξοφληθεί ολόκληρη.

Συνέχισε ο ΕΟΠΥΥ με τις ευλογίες όλων των ...παρεπιδημούντων την πληρωμή μας με την μέθοδο των ...σφηνακίων . Καθιερώνεται πλέον ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ η μέθοδος αυτή χωρίς να ληφθεί υπόψην ότι οι επιταγές μας δεν ειναι ...σφηνάκια! Και ότι οι κατασχέσεις πάνε σύννεφο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για κάποιον που είναι πολύ έμπιστος και γενικά δεν κάνει απατεωνιές κλπ.

Συνώνυμο: μπεσαλής.

- Άσε έδωσα στον Γιάννη 180 ευρώ πριν δύο μήνες και ακόμα να μου τα επιστρέψει!
- Μην αγχώνεσαι, είμαι σιγουρος πως μόλις τα βρει θα σ'τα δώσει, ο Γιάννης είναι αγγλική λίρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλίδα: η χλιδή, πειραγμένη με το γαμοσλανγκοτέτοιο (κατά τα βρόχα, προσβόλα, συνάντα, κ.ταλ.)

Παρομοίως, ο χλιδάτος ο φέρων χλίδα προκύπτει με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος -άτος (κατά τα γαμάτος, αρχιδάτος, γκλαμουράτος, κ.ταλ.)

Από τότε που βγήκαν οι λάσπες, η χλίδα και οι χλιδάτοι παραπέμπουν σε λούσα, πολυτέλεια και τρυφηλότητα. Πέον να σημειωθεί ότι η χλίδα είναι ομόρριζη της αγγλικάνικης gl(j)itter. Ωσεκτουτού, οι χλιδάτοι δεν μπορούν να συνευρίσκονται με τους glitterati χωρίς να διαπράττουν ετυμομιξία.

Βλ. επίσης: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος κ.ά.

1. Δείτε την χλίδα στο σπίτι του Άκη Τσοχατζόπουλου - Φωτό από διακοπές σε κότερο

2. Η χλίδα των «σεμνά και αρπαχτά» ... εκτίναξε το χρέος την «χρυσή» διετία Καραμανλή!

3. Ο πιο χλιδάτος γάμος της δεκαετίας: Ο Σουλτάνος του Μπρούνεϊ πάντρεψε την κόρη του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συγγραφέας που έχει γράψει ένα ή περισσότερα μπεστ σέλερ (αγγλ. bestseller, βιβλίο με υψηλές πωλήσεις).

Η λέξη συχνά φέρει ένα φορτίο για το τι άποψη έχει ο ομιλών για τους μπεστσελεράδες, είτε θετική (ότι ο μπεστσελεράς έχει αυξημένο κύρος) είτε αρνητική (ότι ο μπεστσελεράς βγάζει στα πανέρια μια τέχνη υψηλή).

  1. Από εδώ:
    Έτσι καταπολεμάται η μοναξιά, λέει ο Nassim Taleb που είναι και μπεστσελεράς.

  2. Από εδώ:
    Ο Θαφόν είναι πιο προσγειωμένος,συνειδητός μπεστσελεράς.

  3. Από εδώ:
    Πρόσφατα γνώρισα έναν νεαρό, επίδοξο συγγραφέα, που μου εξομολογήθηκε με αξιοζήλευτη ειλικρίνεια ότι δεν φιλοδοξούσε με το γράψιμο ν΄ ανακαλύψει τον εαυτό του, να εξερευνήσει κρυφές πτυχές της ύπαρξης, να κατακτήσει μια θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και άλλα τέτοια, αλλά, πολύ απλά, να βγάζει καλά λεφτά από τα βιβλία του. Με άλλα λόγια, να γίνει μπεστσελεράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός τροπικός τύπος, προερχόμενος από τη λέξη σελέμης. Ακουγόταν σε λαϊκές αστικές συνοικίες. Δείχνει τον τζαμπέ τρόπο απόκτησης, ενίοτε δε και μικροκλοπές.

- Ρε Βαγγελάκη, πού βρήκες ρε τα γλυκά που κουβάλησες; Άφραγκος δεν είσαι;
- Σιγά ρε, μην τα πλήρωσα...
- Α, κατάλαβα... Σελεμουάρ είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η για ηλικιωμένους καταληπτή ελληνοποίηση του όρου International Bank Account Number, δεδομένου ότι το αρκτικόλεξο στο λατινικό αλφάβητο διαβάζεται και στην ελληνική, ιδίως από τις γενιές που δεν έχουν τριβή με το πρώτο.

- Ναι, για να γίνει η μεταφορά πρέπει να μου πείτε και το ΙΒΑΝ.
- Τι είναι αυτό παιδί μου;
- Αυτός ο αριθμός με τα πολλά ψηφία;
- Ποιο αυτό το Ιβάν που λέει εδώ;
- Ναι αυτός, είναι. ο Ιβάν πείτε μου

(10 λεπτά μετά)

- Τώρα πείτε μου και το BIC
- Το ποιο;
- Καλά ο ΙΒΑΝ φτάνει, θα το βρω εγώ, ευχαριστώ.

Ο Ιβάν Σαββίδης μπήκε στον τραπεζικό λογαριασμό κάθε Έλληνα. (από allivegp, 23/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδίστικη, μαμαδίστικη γείωση προς όποιον ισχυρίζεται ότι αυτό το οποίο θέλει να αγοράσει ή αγόρασε αξίζει τα όχι και λίγα λεφτά που κάνει.

Έχει να κάνει με το γνωστό φαινόμενο που παρατηρείται όταν ξεπαραδιάζεσαι για να πληρώσεις κάτι, και το οποίο αν τελικά είναι όντως καλό, αυτό σου φαίνεται παράξενο και σε ανακουφίζει ταυτόχρονα, γιατί γενικά κυκλοφορεί πολύ υπερτιμημένη σκαρταδούρα στον άτιμο ντουνιά ναούμ'.

  1. - Άντε, πάμε, είναι πολύ καλό το έργο...
    - Καλά είναι και τα 15 ευρώ...

  2. - Μαμά, το μεταπτυχιακό τελικά είναι πολύ καλό...
    - Καλά είναι και τα 15 χιλιάρικα που θα μας φύγουνε... Κάτσε και διάβασε μην έρθει εκεί που είσαι και σε διαβάσει ο πατέρας σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός από την Αρκαδία για τον τσιγκούνη. Για ιδιωματισμούς από την Αρκαδία δες εδώ. Για ενδιαφέρουσες υποθέσεις για την ετυμολογία του καρμίρης δες εδώ.

Πάσα (Δ.Π.): tzagos.

Δεν δίνει του αγγέλου του νερό ο καρμιροσάκκουλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified