Further tags

Παμπάλαιη ελληνική ηχητική απόδοση (που όμως βγάζει και νόημα) του «I can't get no satisfaction», τίτλου / στίχου τραγουδιού των Rolling Stones. Εκφράζει απόλυτα -όσο και διακωμωδεί- την απόγνωση του έλληνα άντρα προς την γυναίκα που, και καλά, τον τρελαίνει. Και, παραδόξως, συμπληρώνει επάξια την (ελληνικής ερμηνείας πάλι) σημασία του στίχου των Stones: I can't get no satisfaction, σο, δεν αντέχω, θα τη σφάξω.

Έχει χρησιμοποιηθεί, αν θυμάμαι σωστά, και σε διαφήμιση για κατσαριδοκτόνο (;).

- Δεν την αντέχω άλλο, ρε πούστη μου, θα την καρυδώσω!
- «Δεν αντέχωωω, θα την σφάξωωωω!»
- Κορόιδευε μαλάκα, κορόιδευε...

(παρακαλώ κάποιον χρήστη, ακούει τζίζας;;;, να ανεβάσει ηχητικό μύδι με τον στίχο αυτό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός.

Πάντα σε αντίθεση με τα νόμιμα δικαιώματα αντιγραφής, ήτοι «copy right» - «κόπυ ράιτ», ορίζονται και τα παράνομα δικαιώματα αντιγραφής, ως «κλόπυ ράιτ».

Τα παράνομα δικαιώματα προκύπτουν πάντα αξιωματικά με την απόκτηση προσωπικού υπολογιστή, γρήγορης σύνδεσης, και τη χρήση internet browser.

Η ετυμολογία προέρχεται από τη λέξη ράιτ - right = δικαίωμα, και το «κλόπυ» ως λεξιπλασία, ή σε μορφή απαρεμφάτου «κλόπει» - εξ ου και μπορεί να απαντηθεί και ως «κλόπει ράιτ», που ως γνωστόν σημαίνει την ενέργεια αφαίρεσης του αντικειμένου από τον νόμιμο ιδιοκτήτη του, χωρίς προηγούμενη απόδοση της χρηματικής του αξίας, ή τέλος πάντων κάτι που αποκτάται ανορθόδοξα, αλλά πάντα, δικαιωματικά.

-Ρε συ Ελένη, πού το βρήκες το ταινιάκι, αφού αυτο ακόμα παιζεται στο σινεμά
-Αφού τα ξέρεις ρε Κώστα... κλόπει ράιτ απο ράπιντσερ, πού αλλού δηλαδή..;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον υποτιμητική αναφορά στα κινούμενα σχέδια άκα καρτούν (cartoons). Πρβλ. μαρβελιά, η.

Γουστάρω να βλέπω ρετρό καρτουνιές με τους Μπητλς.

ρετρό καρτουνιές με τους Μπητλς (από Vrastaman, 03/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως παρατηρεί η χρήστρια Mes, το σνιφ είναι το ρούφηγμα της μύτης μετά το κλάμα. Οπότε το σνιφάρω είναι ηχομιμητική λέξη που δηλώνει την εισπνοή από την μύτη μαζί με άλλη ουσία, τα δάκρυα και μύξες στα Μικυμάου, ή συνηθέστερα κάποια ναρκωτική ουσία, όπως η κοκαΐνη. Κοινώς, το να κάνεις μυτιά ή μύτινγκ. Χρησιμοποιείται και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να έχει λειτουργία ναρκωτικού.

Συνήθης έκφραση: σνιφάρω γραμμές.

  1. (από την Ελευθεροτυπία)
    «Τώρα σνιφάρω μόνο μουσική. Είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε ποσότητα κόκα».

  2. (Από βλόγιον)
    «Σνιφάρω κρατισμό.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τιραμισουρεαλιστική σλανγκική εκφορά του αγγλικού what a pity= τι κρίμα!, με ειρωνία για τον καραμελοδραματικό τρόπο που το τελευταίο λέγεται σε σαπούνια. Για μεγαλύτερο σλανγκικό εφέκτ, η έκφραση μπορεί να ειπωθεί και για ένα ωραίο σπίτι.

- Έμαθες τι έγινε στο The Slang & The Restless; Πέθανε ο Επαμεινώνδας την ώρα που έκανε σεξ με την Λάουρα, από υπερβολική κατάποση Βιάγκρα!
- What a σπίτι! Ήταν καλός άνθρωπος ο καημένος! Αλλά φαίνεται είχε τελειώσει το συμβόλαιο του ηθοποιού κι έπρεπε κάπως να τον ξεκάνουν! Να δεις που άμα θα θέλει να γυρίσει πίσω ο ηθοποιός, θα τον αναστήσουν οι απεόφοβοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές συγγνώμες. Από το «sorry», παραπλήσιος λεξιπλαστικός κανόνας με το σπέκια.

Πηγή: Βασίλης-7.

-Σόρια βρε σύντροφε, κατά λάθος πάτησα κουλούρι, ενώ ήθελα να σου βάλω πεντάστερο, συγχώρα με, δεν τό 'θελα, θα επανορθώσω!

(Παραλήρημα γλοιώδους σπεκουλαδόρου, που έχει μόλις κεράσει κουλούρι συσσλαγκιστή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το άθλημα του σούρσινγκ, που σημαίνει ότι σέρνομαι από καναπέ σε καναπέ, ή από καναπέ σε πολυθρόνα.

Βασική προϋπόθεση είναι ότι δεν χρησιμοποιώ τα πόδια μου, αλλά σέρνομαι με το σώμα μου σαν το φίδι.

Ιδιαίτερα δημοφιλές άθλημα στις λεγόμενες καφετέριες, στέκι όπου συναντιέται όλη η παρέα και υπάρχουν φυσικά καναπέδες.

Επίσης σούρσινγκ γίνεται και στα φοιτητόσπιτα όπου οι φοιτητές, άκα λιωμένοι φοιτητές, μετακινούνται στον χώρο με την χρήση αυτού του αθλήματος.

- Ρε μαλάκα... Πάμε έξω;;
- Κάαααααατσεεε να καταφέρουμε να κάνουμε σούρσινγκ... να πάμε στο σαλόνι να πιούμε νερό... τι έξω να πάμε είσαι με τα καλά σου;

αρκούδα που κάνει sourcing! (από sexpeer, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από compact disc και corps diplomatique, σημαίνει και cross-dresser, δηλαδή τραβεστί. Δημιουργούνται εύλογα σλανγκικά λογοπαίγνια.

Τά 'μαθες; Έβγαλε καινούργιο C.D. ο Prince!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυχαία βίντεο χωρίς λογική σειρά. Το τελικό στάδιο της κατανάλωσης και του λιωσίματος.

- Ρε μαλάκα πότε θα βγεις από το σπίτι;
- Ποτέ. Τώρα που βρήκα τα Youtube Poop. χιχιχιχιιχ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλημένος με κάποιο συγκεκριμένο σήριαλ. Ελαφριά μορφή της ασθένειας η οποία μπορεί με τον καιρό να εξελιχτεί σε χρόνια και βαριά (έως θανατηφόρα για τον εγκέφαλο).

Η γυναίκα μου είναι τηλετζάνκι. Όταν παίζει τις «Νοικοκυρές σε απόγνωση» μπορώ να πηδάω άφοβα την μπέιμπι-σίττερ στο διπλανό δωμάτιο.

Το μπουγαδοκόφινο δεν βλέπω πουθενά (από Marco De Sade, 25/03/09)Πάντα υπάρχουν και χειρότερα... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified