Further tags

Κοροϊδευτικά το ΠΑΣΟΚ. Πολύ πιθανό να βγήκε λόγω της υπόθεσης της δολοφονίας του Καλτεζά το '85 (επί ΠΑΣΟΚ).

Είτε ΝΔ είτε μΠΑτΣΟΚ βγει, τα ίδια σκατά θα είναι!!

Λογοπαίγνιο με το μπάτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.

Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.

Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.

  1. - Ωραία βυζιά, ε;
    - Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
    - Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...

  2. - Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
    - Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!

  3. - Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
    - Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;

εινε μορτισα και αλεπου και τον μπουτσο εχει στον νου (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεση δύο ανεξάρτητων βου-που-δοσλανγκικών εκφράσεων των αρχών της δεκαετίας του 90. Η 1η «τα λέμπελ» εχρησιμοποιείτο για καθορισμό σημείου συνάντησης της μαθητιώσας νεολαίας έξω από το γνωστό συνώνυμο φαστφουντάδικο της Αγ. Παρασκευής, ως σύντμηση της φράσης «τα λέμε στα λέμπελ». Η 2η προέρχεται από τον γνωστό και μη εξαιρετέο αγγλικό τύπο «σι γιου λέιζερ», του οποίου η σημασία είναι προφανής και δεν κρίνεται σκόπιμη η πλήρης ανάπτυξή της στο παρόν πεδίον.

Ως εκ τούτου, η φράση «θα βρεθούμε ύστερα έξω από τα λέμπελ» υποκαθίσταται , πολύ χαριτωμένα θα έλεγα (φαντάσου να το λέει ένα 16χρονο καβλοράπανο έξω από το ντηρί, τότε; ε; ε;) από το «τα λέμπελ λέιζερ».

- Μάριον; Πού είσαι μωρύ; Σε ψάχνω!
- Άσε μωρύ μαλάκω, ο γέρος μου με έχει φρικάρει τελείως! Τέσπα, άμα ξεμπερδέψω, τα λέμπελ λέιζερ...

βλ και τα λέμε λέιζερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.

Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)

- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σταμάτα να μιλάς (πιο ευγενικό από το σκάσε).

Από το σκάσε + σταμάτα.

Σκαμάτα πια! Μας ζάλισες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω γλωσσάρι frangrec δεν πρέπει να θεωρηθεί ισότιμο με τα διάφορα greeklish, franglais, spanglish, portuñol, κλπ., που χρησιμοποιούν μισές-μισές λέξεις δύο διαφορετικών γλωσσών σε μια ίδια φράση, από άγνοια ή σκόπιμα.

Επίσης, τα λεγόμενα «φραγκολεβαντίνικα» είναι όταν χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο για να γραφτούν ελληνικές λέξεις, όπως παλιά, στη Διασπορά, όταν και όπου δεν υπήρχε διαθέσιμο ελληνικό πληκτρολόγιο.

Εδώ μιλάμε για καθαρά γαλλικές λέξεις που, από άγνοια ή επιδειξιομανία των παλαιοτέρων, αφομοιώθηκαν και ενσωματώθηκαν στα ελληνικά με την, κατά το δυνατόν, ίδια προφορά και σχεδόν πάντα με το ίδιο νόημα. Το παρουσιάζω στο σλανγκρ γιατί φρονώ ότι, κατά κάποιαν έννοια, τούτες οι λέξεις είναι σλανγκ, και διότι πολύ λίγες απ' αυτές βρίσκονται στα «ευπρεπή» λεξικά. Εννοείται ότι δεν εξαντλείται εδώ το θέμα. Απλώς έβαλα στη σειρά όσα θυμόμουνα ... Τι να σου κάνει ένα μυαλό χειμώνα-καλοκαίρι.

αβάν-γκάρντ: avant-garde
αβάν πρεμιέρ: avant première (θέατρο, κινηματογράφος, κλπ.)
αβαντάζ: avantage αβολοντέ: à volonté
αγκαζέ: engagé αγκράφα: agrafe
αλακάρτ: à la carte
αλάρμ: alarme(s)
αμορτισέρ: amortisseur
αμπιγέζ: habilleuse
αξεσουάρ: accessoire
απροπό: à propos (επ'αυτού, παρεμπίπτουσλυ, κλπ)
αργκό: argot
ασανσέρ: ascenseur ασίστ: assiste (μπάσκετ, κλπ)
ασορτί: assorti
ατελιέ: atelier
ατού: atout (στα χαρτιά)
αφάν γκατέ: enfant gâté

βαλέ(ς): valet
βαποριζατέρ: vaporisateur (spray)
βεντιλατέρ: βεντιλατέρ
βεραμάν: vert amande (χρώμα[/i]: πράσινο αμυγδαλί)
βερνισάζ: vernissage βερσιόν: version
βιολέ: violet (το χρώμα)
βιτρό: vitraux
βολάν: volant.
βολοβάν: vol au vent

γκαζόν: gazon (χλοοτάπητας, όχι εκείνο το «αξύριστο» που νοσταλγώ)
γκανιάν: gagnant
γκαράζ: garage γκαρσονιέρα: garçonnière γκουρμέ: gourmet
γκραν γκινιόλ: grand-guignol

εκλαντόρ: «éclat d'or»
εκλέρ ή εκλαίρ: éclair (comme au chocolat) εμπριμέ: imprimé
ενζενύ: ingénue
ενσταντανέ: instantané
εξτραφόρ: extra fort εστέτ: esthète εταζέρα: étagère

ζάντα: jante
ζαρτιέρα: jarretière
ζελατίνη: gélatine
ζελέ(ς): gelé(e)
ζεμανφού, ζεμανφουτισμός, ζεμανφουτίστας, ζεμανφουτίδης: je m'en fous, je m'en foutisme, je m'en foutiste
ζεν πρεμιέ: jeune premier ζιγκολό: gigolo
ζιλέ: gilet (σε αχρηστία: γιλέκο)
ζιλέτ: Gilette (μάρκα ξυραφάκι)
ζο(ν)γκλέρ: jongleur

καλσόν: caleçon (όχι το αντρικό σώβρακο) καμαμπέρ: camembert (TO τυρί)
καμουφλάζ: camouflage καουτσούκ: caoutchouc
καμπαρέ: cabaret
καμποτάζ: cabotage
καντράν: cadran
καπό: capot. καρέ: carré (το χτένισμα)
καρέ: carré (στο πόκερ) καρέ (τα): carrés (μικρή και μεγάλη περιοχή στο ποδόσφαιρο)
καρέ-καρέ: carré (par) carré καρμπυρατέρ ή καρμπιλατέρ: carburateur
καρμπόν: carbon(e)
καρό: carreau (στα χαρτιά) καρνέ: carnet
κασκαντέρ: cascadeur (όχι το αγγλικό stuntman) κασπό: cache-pot (κάλυμμα για όταν η «γλάστρα» είναι άσχημη)
κέντα: quinte (μόνο στο πόκερ)
κις λορέν: quiche lorraine
κλισέ: cliché
κλος: cloche (για φούστα, όχι για καμπάνα)
κολάν: collant
κομπλέ: complet ή comblé
κομπλιμάν: compliment
κομφετί: confetti
κομφόρ: confort κονσομασιόν: consommation
κονσοματρίς: consommatrice
κοντέρ: compteur
κοντράστ: contraste
κονφερανσιέ: conférencier
κουλέ(ς): coulée (μόνο στο μπιλιάρδο)
κουμπλάν: coup blanc
κουπ: coupe (de cheveux) κουπέ: coupé (για διαμέρισμα τρένου / για σπορ αυτοκίνητο)
κουτουπιέ(ς)/κουντεπιέ(ς): coup de pied
κραγιόν: crayon κρεμ: crème (το χρώμα ή το γλυκό)
κροσέ: crochet (είδος μπουνιάς)
κροσέ: crochet (βελονάκι)
κρουασάν: croissant κρουπιέ(ς): croupier

λαμπα(ν)τέρ: lampadaire
λεβιέ ή λεβιές: levier λικέρ: liqueur

μαγιό: maillot
μαιν-κουράντ: main courante (για ξενοδοχεία)
μακιγιάζ: maquillage
μακιγιέζ: maquilleuse
μακό: maco (βαμβακερό ύφασμα)
μανικιούρ: manicure μανόν: manon (για τα νύχια)
μαντάμ: madame
μα(ντ)μουαζέλ: mademoiselle
μαρόν γκλασέ: marron glacé. μασάζ: massage μασέζ: masseuse
μασέρ: masseur (καμία σχέση με «ma soeur»)
μασίφ: massif
μασπιέ(ς): marchepied
μενού / μενύ: menu μεσιέ: monsieur
μετρ ντ'οτέλ: maître d'hôtel
μιζανπλί: mise-en-plis μιλφέιγ ή μιλ-φέιγ: mille-feuilles
μιξάζ[/i]: mixage μονόκλ: monocle
μοντάζ: montage μοντέρ: monteur (κινηματογράφος - ηχοληψία)
μοτέρ: moteur
μπακαρά: baccarat (παιχνίδι με χαρτιά)
μπακαρά: baccarat (κρύσταλο πολυτελείας)
μπαλαντέζα: baladeuse (ηλεκτρολογία)
μπαλαντέρ: baladeur (τζόκερ)
μπαμπά: baba (comme au rhum)
μπαράζ: barrage μπας κλας: basse classe
μπατόν-σαλέ: bâton salé (αχρ. κριτσίνι αλμυρό, κλπ)
μπεν μαρί: bain-marie (για μάγισσες / μαγείρισσες, απ'την αρχαία Αίγυπτο)
μπεν μιξτ: bain mixte (αχρ. παραλία για άντρες ΚΑΙ γυναίκες)
μπερέ: béret
μπετόν αρμέ: béton armé
μπιγκουντί: bigoudis
μπιζού: bijou
μπιζουτιέρα: bijoutière
μπισκότο: biscotte / biscuit μπιφτέκι: bifteck (γαλλ.) beefstake (αγγλ.) μπλαζέ: blasé
μπλε: bleu
μπλε μαρέν: bleu marine
μποέμ: bohème (λίγοι μείναμε[/i]: σαν τους μάγκες, μάς πάτησε το τρένο)
μπομπονιέρα: bonbonnière
μπον φιλέ: bon filet
μποξ: boxe
μποξέρ: boxeur
μπορντό: bordeaux (το χρώμα / το κρασί)
μπουάτ: boîte (de nuit)
μπουζί: bougie (κανονικά = κερί)
μποϋκοτάζ: boycottage μπούρδα: bourde
μπουρζουά(ς): bourgeois. μπουρζουαζία: bourgeoisie. μπουφάν: bouffant
μπουφέ: buffet μπρελόκ: breloque
μπρικόλα: bricole (μόνο στο μπιλιάρδο)

νατ(ο)υραλιζέ: naturalisé (όπως πολλοί ξένοι ποδοσφαιριστές, κλπ.)
νατύρ (μορτ): nature (morte)
νεγκλιζέ: négligé
νεσεσέρ: nécessaire (σαν το βαλιτσάκι)
νουβέλ βαγκ: nouvelle vague ντεγκραντέ: dégradé (χρωματισμός μαλλιών)
ντεζαμπιγιέ: déshabillé (ελαφριά προκλητική ρόμπα)
ντεκαπάζ: décapage (αποχρωματισμός μαλλιών για αλλαγή χρώματος)
ντεκλαρέ: déclaré (χύμα και τσουβαλάτα)
ντεκολτέ (αβυσσαλέο/λυσσαλέο): décolleté
ντεκόρ: décor
ντεκορατέρ: décorateur
ντεκορατρίς: décoratrice
ντεκουπάζ: découpage (χωρισμός σεναρίου πριν το μοντάζ)
ντεμί: demi (όχι η μπίρα-ποτήρι, που λένε στη Γαλλία)
ντεμί/πανσιόν/σεζόν: demi/demie pension/saison
ντεμοντέ: démodé (εκτός μόδας)
ντε πιες: deux pièces (όπως πχ μπικίνι)
ντεμπραγιάζ ή αμπραγιάζ: débrayage. ντεφιλέ: défilé (στη μόδα) ντίζα: duse (καλώδιο του συμπλέκτη)
ντιζέζ: diseuse ντιζέρ: diseur (σχεδόν συνώνυμο του κονφερανσιέ)
ντουί: douille
ντουμπλ φας: double face (το μέσα-έξω)
ντους: douche

οβάλ: ovale
ογκρατέν: au gratin
οντισιόν: audition
οπερατέρ: opérateur
οτ κουαφίρ: haute coiffure
οτ κουτίρ: haute couture
οψιόν: option (για χρηματιστήριο, ποδόσφαιρο, κλπ.)

παλτό: paletot
παντα(ν)τιφ: pendentif
πα-ντε-ντε: pas-de-deux (στο μπαλέτο)
παντεσπάνι: pain d'Espagne
παντόφλα: pantoufle
παντοφλέ: γαλλοπρεπές παράγωγο της παντόφλας (στη γαλλική αργκό, pantouflé είναι ο δημόσιος υπάλληλος που περνάει στον ιδιωτικό τομέα
παραβάν: paravent
παρκέ: parquet
παρμπρίζ: pare-brise
παρτενέρ: partenaire
παρτέρι: parterre
παρτούζα: partous(e) (ή αλλιώς[/i]: πάρτυ με ούζα)
παρφαί: parfait (γλύκισμα ή/και παγωτό) παρφαιταμούρ: parfait amour (σε αχρηστία[/i]: παλιό λικέρ, σαν το «κουρασάο»)
πασέ: passé
πασπαρτού: passe-partout (γενικό αντικλείδι)
πατέ: pâté
πατινάζ: patinage
πατρόν: patron (μόνο για κοπτορραπτούδες)
πελούζα: peluse (χλοοτάπητας, ξανά!)
πεντικιούρ: pédicure περμανάντ: permanente πετάλι ή πεντάλι: pédale (όχι η αδερφή).
πικέ(ς): piqué (μόνο στο μπιλιάρδο) πιστόλι: pistole(t)
πιστόνι: piston
πλασέ: placé (σε ιπποδρομίες)
πλασέ: placée
πλασιέ: placier
πλατό: plateau (στο σινεμά) πλαφόν: plafond (οικονομικός όρος, καμιά σχέση με ταβάνι) πλερέζα: pleureuse (αρχικά = μοιρολογίστρα)
πλιάν: pliant (αχρ. πτυσσόμενο έπιπλο, καρέκλα, κλπ)
πλισέ: plissé
πορτατίφ: portatif
πορτμπαγκάζ: porte-bagages. πορτ-μαντό: portemanteau
ποσέ: poché (όπως τ'αυγά)
ποτ πουρί: pot pourri
πουά: pois (σε σχέδιο) πουλέν: poulain
πουρμπουάρ: pourboire
πρεμιέρα: première
πρενς ντε γκαλ: «Prince de Galles» (το ύφασμα)
πρεστίζ: prestige
πριβέ: privé
προφίλ, τρουά-καρ, αν-φας: profil, trois-quarts, en face (πόζες σε φωτογραφίες) προφιτερόλ: profiterole
πτι-φουρ: «petit four»

ρεβάνς: revanche
ρεζερβέ: réservé
ρελάνς: relance (στα χαρτιά, πόκερ, κλπ.)
ρελαντί: ralenti
ρεβεγιόν: réveillon
ρεμούλκα: remorque
ρεπετισιόν: répétition (επανάληψη)
ρεπορτάζ: reportage ρεζερβουάρ: réservoir ρεπό: repos (άκλιτο, πληθ. τα ρεπά)
ρεσεψιόν/ρεσεψιονίστ: réception/réceptionniste
ρετιρέ: retiré
ρετούς (-σάρισμα): retouche
ριγέ: rayé (ίσως απ'το ιταλικό «riga», με γαλλοπρεπή προφορά)
ροζ: rose (couleur)
ροζέ (κρασί): rosé
ρομπ ντε σαμπρ: robe de chambre
ρουά ματ: roi mat
ρουλεμάν: roulement
ρουζ: rouge (à lèvres)

σαβουάρ βιβρ: savoir vivre
σαλατιέρα: saladier
σαλέ: chalet (αχρ. εξοχική, συνήθως ξύλινη, κατοικία)
σαλέ: salée[/i]: αλμυρή > τσουχτερή (όπως μια «λυπητερή»)
σαμποτάζ: sabotage σαμπρέλα: chambre à air
σανβουάρ: sans voir (συνώνυμο[/i]: αβλεπί)
σαντιγί: (crème) Chantilly
σασμάν: changement
σατομπριάν: chateaubriand (κακοφτιαγμένο > «σκατομπριάν», με χορταρικά > «σατομπριάμ») σεζ-λονγκ: chaise-longue σεζόν: saison
σένιος: signé
σελοφάν: cellophane
σεπαρέ: séparé
σεμέν: chemin (κέντημα)
σεμέν ντε φερ: chemin de fer (παιχνίδι με χαρτιά)
σεσουάρ: séchoir
σερβί: servi (στο πόκερ)
σερί: série
σερπαντίνα: serpentine
σεφ: chef
σικέ: chiqué (στημένος αγώνας, κλπ.)
σικλαμέν: cyclamen (το χρώμα[/i]: αντιδάνειο από το ελληνικό κυκλάμινο)
σιλανσιέ: silencieux
σινεμά: cinéma (αντιδάνειο)
σινιέ: signé (griffe, sigle) σινιόν: chignon
σιφονιέρα: chiffonnière
σκαμπό: escabeau
σοκ: choc
σος ή σως: sauce (παντός είδους σάλτσα, όχι ο χορός)
σοσόνι: chausson
σοτέ: sauté (πχ κρέας μαγειρεμένο, όχι «πηδημένο»)
σου: chou (γλυκό, όπως λέμε[/i]: Ο Κύριος με τα σου)
σουβενίρ: souvenir
σουβέρ: sous-verre
σουμπρέτα: soubrette σουξέ: succès
σουπιέρα: soupière
σουπλά: sous-plat
σουρεάλ -(ισμός): surréel /surréalisme
σουτέρ: shooteur (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, κλπ)
σουτιέν: soutien-gorge (εμείς οι πονηροί κόψαμε το ... «στήθος»)
σουφλέ: soufflé
σοφιστικέ: sophistiqué (ελληνικό αντιδάνειο)
σπασουάρ: suspensoir
σπεσιαλιτέ: spécialité
σπιράλ: spiral (ενδομήτριο αντισυλληπτικό / εντομοκτόνο)

ταγέρ: tailleur (όχι ο ράφτης[/i]: το γυναικείο κουστουμάκι)
τακτ: tact
ταμπλ ντ'οτ (με διάφορες ορθογραφίες): table d'hôte
ταμπλό: tableau
ταμπλό βιβάν: tableau vivant
ταπί: tapis (fauché, καμία σχέση με χαλί). τατουάζ: tatouage
τεραίν ή τερέν: terrain
τετ-α-κε: tête-à-queue
τετ-α-τετ: tête-à-tête
τιρκουάζ: turquoise
τιράζ: tirage
τιραμισού: tiramissou (όχι με τη γαλλική προφορά[/i]: τιγαμησού
τουρνικέ(ς): tourniquet (μόνο στο μπιλιάρδο) τουρνουά: tournoi
τρακ: trac
τρακτέρ: tracteur (όχι η ρεμούλκα)
τρικαντό: tricanton (αχρ. στρατιωτικό/ναυτικό τρίκωχο)
τρουά-καρ: trois-quarts (3/4)
τρυκ ή τρικ: truc

φαβορί: favori (σε παιχνίδια, αγώνες, κλπ.) φαβορίτα: favori
φαμ φατάλ: femme fatale φανταιζί: fantaisie φαρσέρ: farceur
φασαμέν: face-à-main (σε αχρηστία[/i]: ματογυάλια με χειρολαβή)
φασόν: façon (για παλιές κοπτορραπτούδες, κατ'οίκον)
φέιγ-βολάν: feuille(s) volante(s)
φερμουάρ: fermoir
φερ φορζέ: fer forgé
φιλέ: filet = για φάγωμα (αν είναι κρέας), για πήδημα/άλμα (αν είναι άθλημα)
φιλμ νουάρ: film noir φίνα: fine (στο μπιλιάρδο)
φιναλίστ: finaliste
φις: fiche (ηλεκτρολογία)
φλαμπέ: flambé
φλος: flush (στο πόκερ)
φλος ρουαγιάλ: flush royal (στο πόκερ)
φλου: flou (όπως ο «Μπάμπης ο Φλου»)
φλου αρτιστίκ: flou artistique (φωτογραφία, κινηματογραφία, κλπ.)
φοντάν: fondant
φοντύ: fondu(e)
φο-μπιζού: faux bijou (όχιφο-βυζού...)
φραπέ(ς): frappé (παγωμένος, όχι μόνο ο καφές)
φουαγέ: foyer
φουαγκρά: foie gras
φρένο: frein φρουί γ(κ)λασέ: fruit glacé
φρουί ζελέ: fruit gelé
φρουτιέρα: fruitière

Σ.ς.: Tous les textes de Dino Garoux sont déposés sous la mention légale P2E7197©Copyright-France.com et toute reproduction partielle ou intégrale sans son accord est strictement interdite.

Ολόκληρο το λήμμα προσφέρεται για παράδειγμα.
Κάθε προσθήκη ευπρόσδεκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για το γήπεδο ποδοσφαίρου της ομάδας της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλή.

Προέρχεται από τη μετονομασία του πραγματικού ονόματος του γηπέδου που είναι το Καυτατζόγλειο, αλλάζοντας το γράμμα -λ (λάμδα) σε -ρ (ρο), με αποτέλεσμα το δεύτερο συνθετικό να θυμίζει κάτι από γριά (ο Ηρακλής έχει συσταθεί ως ποδοσφαιρική ομάδα από το 1908 και θεωρείται από τις αρχαιότερες, εξού και το παρατσούκλι).

Χρησιμοποιείται ευρέως σε στέκια φιλάθλων ποδοσφαίρου, σε δρόμους, σε πλατείες και σε γήπεδα.

- Γιαυτό δεν μας έδωσε εισιτήρια η γκόμενα του πύρρου ο ρέμος,για να αλωνίζουν ανενόχλητες οι γριές....γιατί αν είχαμε κόσμο στο καυτατζόγρειο θα είχαμε δράματα! (από εδώ)

Το σπίτι της γριάς... (από PUNKELISD, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που προέρχεται απο το συνδυασμό των λέξεων τρόμπας + ρόμποκοπ.

Δηλώνει τον υπέρτατο βαθμό ηλιθιότητας και μαλακίας (βλ. και τρομπάρω). Συχνά υποψήφιος για το πολυπόθητο βραβείο Τρόμπελ.

  1. - Πήγε κι έπεσε μέσα στην πισίνα ο μαλάκας..
    - Ναι, και;
    - Ήταν άδεια..
    - Ρέ τον τρόμποκοπ

  2. (σε φανάρι πολυσύχναστου δρόμου)
    - Ρε τρόμποκοπ ξεκίνα επιτέλους! άναψε πράσινο εδώ και δύο λεπτά!

"THIS IS A PICTURE OF ROBOCOP ON A UNICORN. YOUR ARGUMENT IS INVALID." (από patsis, 06/08/11)(από patsis, 06/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανούς ετυμολογίας λαϊκό λογοπαίγνιο στα χρόνια της (τότε στρατιωτικής) γερμανικής κατοχής 1941-1944, με το οποίο περιγράφονταν απαξιωτικά οι ταγματασφαλίτες, δλδ οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Επρόκειτο για ένοπλα σώματα δωσιλόγων που συγκροτήθηκαν το 1943 από τον δοτό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη (πατέρα κατοπινού πρωθυπουργού), και που έφεραν την επίσημη ονομασία Τάγματα Ευζώνων. Από το επώνυμο του ιδρυτή τους, τα μέλη των Τ.Α. ονομάστηκαν και Ράλληδες.

Οι εξοπλισμένοι από τους Γερμανούς ταγματαλήτες φορούσαν ευζωνική στολή, και ωσεκτουτού ονομάστηκαν από τον λαό γερμανοντυμένοι ή γερμανοτσολιάδες (ένας ενδιαφέρων συνειρμός είναι ότι η λέξη τσολιάς προέρχεται από το τσόλι = κουρέλι / χυδαίο άτομο χαμηλού επιπέδου, το οποίο στα γερμανικά μεταφράζεται lumpen). Σήμερα η λέξη επιζεί ως β' συνθετικό στον όρο αμερικανοτσολιάς. Βλ. το νέτι, καθώς και τα Άπαντα Δημητρίου Πανούση, αοιδού/διασκεδαστού.

Η Λαϊκή Μούσα περιποιήθηκε δεόντως αυτά τα λουλούδια, τα οποία προέβαιναν σε παντοειδείς ωμότητες κατά του λαού και των αγωνιστών της Αντίστασης και τα οποία είχαν δώσει όρκο υπακοής (jawohl) στον Γερμανό Καγκελάριο και τους επιτελείς του:

Εν-δυό, εν-δυό, φουστανέλα, τσαρούχ' φούντα, φέσ'
εφτούνα τα ρούχα με καίνε, κι αδίκως μου τα 'χουν φορέσ'
Άϊν-τσβάι, άϊν-τσβάι, τσολιά να με λεν δε μ' αρέσ'
εγώ Γερμανός είμαι τώρα, καμάρ' των ταγμάτων Ες-Ες.
Εγώ ειμ' εγώ, και δεν αργώ
Ρωμιούς να σφάξω μάνι-μάνι
με λεν λεφούσ', και στο γιουρούσ'
τρεις τραυματίες έχω ξεκάνει.

Εννοείται ότι υπήρχε έντονη ώσμωση μεταξύ των ταγματαλητών και των μελών άλλων δωσιλογικών οργανώσεων όπως η «Χ» (καμαρώστε τους) ή οι μπουραντάδες (στελέχη του Μηχανοκίνητου της Αστυνομίας Πόλεων, από το επώνυμο του διοικητή τους).

Οι -πάμπολλοι- ταγματαλήτες που δεν πέρασαν από λαϊκή/αντάρτικη αξιολόγηση μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αξιοποιήθηκαν καταλλήλως από τους ενσκήψαντες Άγγλους, ενώ πολλοί εξ αυτών έκαναν καριέρα είτε στον τότε αναπτυσσόμενο τομέα του τουρισμού εξυπηρετώντας παραθεριστές σε θέρετρα του Αιγαίου , είτε στον επανασυσταθέντα Ελληνικό Στρατό (πρόχειρο παράδειγμα ο τρισμέγιστος αστήρ της Εθνοσωτηρίου, Γεώργιος Παπαδόπουλος και άλλα κατοικίδια-φύλακες).

Μετά την συνταξιοδότηση των τελευταίων, πολλοί απόγονοι επιφανών ταγματαλητών σταδιοδρόμησαν επαγγελματικώς με μεγάλη επιτυχία.

Ο όρος «ταγματασφαλίτης» γνώρισε μέρες δόξας στα φοιτητικά αμφιθέατρα του '70-'80, χαρακτηρίζοντας, για μυστηριώδεις λόγους,μέλη συγκεκριμένης πολιτικής παράταξης, η οποία εν τούτοις, όταν οι αυθεντικοί ταγματαλήτες μετείχαν στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, βρισκόταν στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Το αρχαιοπρεπές έτυμο «αλήτης» (αρχική σημασία: περιπλανώμενος) χρησιμοποιείται σήμερα για να περιγράψει κρατικούς υπαλλήλους που περιφέρονται ασκόπως σε διαδηλώσεις είτε με φόρμα εργασίας, είτε με πολιτική περιβολή. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, μεγάλο ποσοστό των εν λόγω υπαλλήλων φέρεται να διατηρεί στενές σχέσεις με ονειροπόλους νοσταλγούς της δράσης των λημματογραφούμενων ευζώνων. Πιθανότατα πρόκειται για παντελώς αδικαιολόγητη, αήθη και συκοφαντική επίθεση.

Αυτά λεξικογραφικώς, ήτοι συνοπτικώς και με απόλυτη ψυχραιμία.

Πάσα του Khan (ΔΠ) μετά από σέντρα του Vrastaman.

Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης και στα όρη κατοικώ
και για την ελευτεριά μας και τον θάνατο αψηφώ

Το ντουφέκι μου στον ώμο, το σπαθί μου στο πλευρό
απ' τα όρη κατεβαίνω, τους φασίστες κυνηγώ

Δεν φοβάμαι την κρεμάλα, δεν φοβάμαι το σκοινί
και στο πέρασμά μου τρέμουν Ράλληδες και Γερμανοί

Ράλληδες ταγματαλήτες, μπουραντάδες, Γερμανοί ( ή «και της Χ»)
τα κεφάλια σας θα πέσουν απ' τ' αντάρτικο σπαθί.

Μάνα μου γλυκιά μου Ελλάδα ο αντάρτης του ΕΛΑΣ
θα σ' ανάψει τη λαμπάδα της τιμής, της λευτεριάς.

«Κνίτες, αλήτες, ταγματασφαλίτες». Καταγεγραμμένο στο πόνημα του Φιλ. Φ. Φιλίππου «Οι Κνίτες», εκδ. Πυξίδα, 1983.

«Αλήτες είναι τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες». Από τους δρόμους της Αθήνας.

[...]στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», αναφερόμενος στον τρόπο που σκεφτόταν να επιβάλλει την κυριαρχία του στις κατεχόμενες χώρες, γράφει: «[...]ο νικητής, αν είναι έξυπνος, θα εμπιστευτεί σε πρόσωπα της εθνικότητας του ηττημένου λαού, που δεν έχουν ούτε χαρακτήρα, ούτε τιμή, τον ρόλο του δεσμοφύλακα, διότι γνωρίζει οτι τα πρόσωπα αυτά θα τον βοηθήσουν στο έργο της ολοκληρωτικής υποδούλωσης των συμπατριωτών τους κατά ένα τρόπο πολύ σκληρότερο και πιό ανοικτίρμονα, από εκείνον που θα μεταχειρίζονταν ένα οποιοδήποτε ξένο κτήνος [...]»

(Ν. Καρκάνη «Οι δοσίλογοι της Κατοχής», εκδ. Σύγχρονη Εποχή)

Η φράση που ακολουθεί μάλλον δεν έχει θέση σε ένα επιστημονικό σύγγραμμα όπως το σλανγκρ, εφόσον δεν υποστηρίζεται από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Την απηύθυνε, με αυτάρεσκο ύφος, δημόσιος υπάλληλος σε συναδέλφους του, εν ώρα υπηρεσίας στο κέντρο της Αθήνας, και την μετέφερε στον λημματογράφο αυτήκοος μάρτυρας της απολύτου εμπιστοσύνης του. Η φράση καταγράφεται για το γαμώτο και για να επισημανθεί η ιστορική συνέχεια κάποιων καταστάσεων.

«Χα-χα, είμαστε Βέρμαχτ ρε μαλάκες !».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ή η γκόμενα που είναι εξαιρετικά γαμήσιμοι και κρεβατάμπλ. Λέγεται και ως επίρρημα: σεξαιρετικά.

  1. - Θα έρθεις στην συνάντηση που κανόνισε η Λία;
    - Μουνιά θα έχει;
    - Θα φέρει μια φίλη της, που από ό,τι λένε είναι σεξαιρετική κοπέλα.

  2. Τον ρόλο θα υποδυθεί η Δήμητρα Ματσούκα, η ηθοποιός με το σεξαιρετικό υποκριτικό χάρισμα.

  3. Στη γωνία της πλατείας υπάρχει ένα σεξαιρετικό καμακομάγαζο.

  4. - Όταν πάμε στην Πάρο, θα πάρω τελεφούνκεν και την ξαδέρφη, που έχει μια παρέα από καυλοφοιτητόνια.
    - Σεξαιρετικά, νέε μου!

  5. - Πού θα πάτε φέτος;
    - Πέρσι πήγαμε Ίο και περάσαμε σεξαιρετικά, οπότε λέμε να ξαναπάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified