Further tags

Το πουλί μου. Μάλλον κρατάει από Λάρισα μεριά. Λέγεται είτε χαριτολογώντας σαν αντικατάσταση της προσφώνησης «πουλί μου» ή «πουλάκι μου», είτε πιο χυδαία σαν αντικατάστατο του γενετήσιου μορίου.

Το λένε πιο συχνά οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους, οι κοπέλες σε φίλους / φίλες, αλλά και οι σταρχιδιστές για όλους.

  1. - Έλα πλιμ να φας το αχλαδάκι που σου καθάρισα. - Άσε με ρε γιαγιά, έχω ήδη φάει 2 κοτόπουλα, μισή κατσαρόλα πατάτες, 3 χωριάτικες, 1 τζατζίκι, 4 τυριά, μισό καρπούζι, 2μισυ πεπόνια, μία γαβάθα μανταρίνια και 9 κάστανα.
    - Στην ανάπτυξη είσαι πλιμ. Πώς θα μεγαλώσεις αν δεν τρως;
    - 23 χρονών είμαι ρε γιαγιά.

  2. (σχόλιο κάτω από φωτογραφία στο facebook μίας κολλητής στην άλλη):
    - Α ώστε έτσι πλιμ! Εσύ έκανες τα μπανάκια σου ωραία και καλά, κι εγώ δούλευα στο γραφείο... Σε μισωωωώ!

  3. (σχόλιο από blog)
    - Ρε δεν γαμιέστε όλοι; Ένα έχω να πω εγώ... ΤΟ ΠΛΙΜ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματική χρήση του ρήματος «γκίζω» (αγγίζω) από την Κρήτη –το ρήμα κλίνεται κανονικά, μέχρι και προστακτική «γκίξε» υπάρχει, γι' αυτό δε βάζω απόστροφο.

Σημαίνει «μου τη σπάει», «μου τη δίνει (στα νεύρα)», με εκνευρίζει, με χαλάει. Ακουμπάει «γυμνό νεύρο» που λέει και ο Papahelas.

Μου γκίζει που τα πάντα μου γκίζουνε...

(το motto ενός προφάνουσλυ Χανιώτη από φόρουμ ποδηλασίας –τα Χανιά έχουν παράδοση στο άθλημα).

και εγένετο... (από xalikoutis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πνίγομαι» επειδή στραβοκατάπια ή επειδή κάποιος είπε κάτι και με έκανε να γελάσω, τρομάξω κτλ. Συνήθως ακολουθείται από βήχα και καθάρισμα λαιμού.

Ντιπ κρητική έκφραση και πολύ συνηθισμένη στο νησί.

  1. ... και της λέω: Παρ' τα μωρή άρρωστη! Χααα χαα!
    - Ρε μαλάκα, μην λες μαλακίες όταν τρώω. Θα γκρουφτώ!

  2. (Βήχας)
    - Τι έγινε ρε; Γκρούφτηκες; Να σε χτυπήσω στην πλάτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικο για ένα υπερμεγεθέστερο καβλόσπυρο από το απλό βυζί του Μαυρόγιαννου.

Έχει όλες τις αρετές του προαναφερθέντος λήμματος στο έπακρο, αλλά εντοπίζεται συνήθως στην περιοχή του κώλου, εμποδίζει το κάθισμα και λερώνει το βρακί με αίμα και πύο από πίσω. Παρεξηγήσιμο…

  1. - Ρε καρντάση θυμάσαι ένα κέρατο σαν βυζί που πέταξα στο κούτελο χθες; Τώρα έχω και ένα στο κώλο τεράστιο! - Bυζούνι, ε;

  2. - Παιδί μου, θέλω να σου μιλήσω…
    - Ναι, μπαμπά…
    - Η μαμά σου με είπε ότι το βρακάκι σου εκτός από κίτρινο μπροστά και καφέ πίσω, έχει και σημάδια από αίμα και από κάτι άλλο πιο γαλακτερό… Πες μου παιδί μου… τον αρμέγεις τον ταύρο, μήπως;
    - Πλάκα με κάνεις ρε γέρο, γαμώ την τρέλα μου, γαμώ… έχω βγάλει βυζούνι στον κώλο και μ’ έχει γαμήσει και συ με λες τώρα σαχλαμάρες…

και χωρίς βυζούνι, καλό είναι! (από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική έκφραση ανδροπαρέας της δεκαετίας του ’80, περιορισμένη γεωγραφικώς στην περιοχή της Γλυφάδας, για να περιγράψει την πίτα-γύρο, της θρυλικής ψησταριάς «Ο Αίνος» στην Ι. Μεταξά.

Λεγόταν γενικότερα αλλά ειδικά όταν στο κοινό υπήρχαν πιθανοί νέοι στόχοι (γκομενάκια), ώστε να μην καρφωθεί η αντροπαρέα που θα πήγαινε για το πατροπαράδοτο και τιμημένο ντερλίκωμα, μετά ζύθου και λοιπών, αμιγώς ανδρικών παραδόσεων (ρεψίματα, κλπ.), το οποίο όπως και να το κάνουμε, δεν είναι και το καλύτερο όταν θες να ρίξεις το πιπίνι.

Αντιθέτως, χρησιμοποιώντας την κωδική φράση «Πάμε για εσκαλόπ», έδινες έναν αέρα κοσμοπολίτικο, ότι πάμε και καλά σε γκουρμέ εστιατόριο, όπως το Churasco (για όσους θυμούνται).

Η ακόμη πιο τιμημένη μορφή, η οποία σαφώς απαιτούσε κωδικό-καμουφλάζ, ήταν «Εσκαλόπ αλά κρέμ», ήτοι: πίτα γύρο με έξτρα τζατζίκι.

Όπως είναι φυσικό με όλες αυτές τις γκουρμεδιές, το μαγαζί δεν θα μπορούσε να αναφέρεται ως «Αίνος», οπότε απέκτησε την κωδική ονομασία “L’ Enoir” (Λ’ ενουάρ).

- Ρε συ Γιώργο, τι είναι αυτά τα πιπίνια;
- Κάτι καινούργια που γνωρίσαμε χθες στον Ειρηνικό
- Α καλά… Να σου πω, πείνασα λιγάκι, θα πάμε για κανένα εσκαλόπ στο L’ Enoir;
- Κάτσε να κανονίσουμε ραντεβού για αύριο και φύγαμε. Αλά κρεμ εννοείται ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφθονία, ο πλούτος. Από το τουρκικό (σώωπαα!) «bereket» που πάει να πει «αφθονία, ευλογία».

«Τρωγοπίναμε από τις εφτά το απόγευμα μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Αραχτοί πλάι στο κύμα, και να 'ρχονται αβέρτα τα μελανούρια και οι σαργοί κι οι παντελήδες, από το παραγάδι κατευθείαν στη σχάρα, κάναμε και καμιά βουτιά ανάμεσα να ξελαμπικάρουμε κομμάτι, και μετά πάλι σαρδέλα θυμαρίσια που 'λεγες πως σπαρταράει ακόμα, και να τα τσίπουρα και τα κρασιά και οι φρέσκες οι ντομάτες... Μπερεκέτι αδερφάκι μου, μπερεκέτι.»

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πούστης, η αδελφή, ο πισωγιομίδης κλπ, στην Κρήτη. Το αν η λέξη εξακολουθεί να λέγεται και σήμερα δεν το γνωρίζω (στον «Ζορμπά» του Καζαντζάκη τη βρήκα), γι' αυτό αν κάποιος κρητικός σχολίαζε θα ήμουν υπόχρεος.

- Ώρε κουζουλέ, ίντα είναι αυτά που φοράς, θα σε πάρουν για νεραϊδιάρη βρε κουζουλέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπνόσακος, το sleeping-bag στα Θεσσαλονικιώτικα. Η γέμιση σε αυτή τη μπουγάτσα έχει γεύση χιλιοφορεμένης σαγιονάρας.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν στο slang.gr κάποια λήμματα (τέσσερα, προς το παρόν) με κοινό τους χαρακτηριστικό ότι περιέχουν τη λέξη μπουγάτσα. Συγκεκριμένα, είναι τα:

Στη Βόρεια Ελλάδα, που ξέρουμε τι είναι μπουγάτσα, εννοείται ότι αυτές τις φράσεις δεν τις λέμε. Τις θεωρούμε παραδείγματα του λεγόμενου Αθηναϊκού χιούμορ που, βασικά, δεν το καταλαβαίνουμε και όταν το καταλαβαίνουμε δεν το βρίσκουμε αστείο αλλά, επειδή είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι (ξέρεις, δεύτερη πόλη σε δυο αυτοκρατορίες, η Μεσευρώπη είναι η ενδοχώρα μας κλπ), χαμογελούμε συγκαταβατικά. Νταξ, και το μπουγάτσα με τουρίστα έχει μια πλάκα, ωσαύτως και το μπουγάτσα με λεφτά που δεν υπάρχει ως λήμμα αλλά να μη σας βάζω ιδέες τώρα.

Τέσπα, εμείς που τρώμε μπουγάτσα - Σαλονικιοί, αλλά και οι Σερραίοι είναι ακόμα πιο δυνατοί και Βερροιώτες, Καβαλιώτες, Δραμινοί επίσης γνωρίζουν - όταν λέμε μπουγάτσα εννοούμε αυτό που τρώμε - με κρέμα, με τυρί, με σπανάκι, με κιμά η και σκέτη.

Εδώ ήρθαμε.

Σκέτη μπουγάτσα είναι η μπουγάτσα χωρίς γέμιση - τίποτα. Στη σοφτκόρ έκδοση βάζεις από πάνω ζάχαρη άχνη και κανέλα. Στο πιο χαρκόρ βάζεις λίγη ζάχαρη χοντρή. Και σε καταστάσεις μόνο μπλακ δε βάζεις τίποτε - τρως το φύλλο κι αν είναι σωστό ως φύλλο κωλολέει.

Σκέτη μπουγάτσα, εξ αυτού, είναι ευρύτερα και ο,τιδήποτε το γουστάρουμε χωρίς ψιμμύθια, φρου φρου αρώματα και φραμπαλάδες - το γνήσιο, το απέριττο, αυτό που η ποιότητα του δεν χρειάζεται support act για να αναδειχθεί. Σκέτη μπουγάτσα, καφές σκέτος, ούζο ανέρωτο - όλα αυτά ζουν στο ίδιο μεταφορικό, μυθολογικό σύμπαν όπου οι άντρες είναι άντρες και οι γυναίκες ξέρουν να τηγανίζουν μελιτζάνες.

Η συγκεκριμένη έκφραση είναι μάλλον και το μόνο παράδειγμα όπου η λέξη μπουγάτσα γνησίως εμπλέκεται σε μεταφορικές περιπέτειες.

ΟΚ, φτάνει. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για τη μπουγάτσα να πάει σε αυτό το Σερρέικο σάιτ. Οι άνθρωποι έχουν κάνει παγκόσμιο ρεκόρ στη μπουγάτσα κι εσείς τους λέτε ακανέδες.

- Φίλιππα, στη μπριζόλα σου θέλεις λεμόνι; Βούτυρο; Κάποιο σως;
- Όχι ρε, τίποτα ... σκέτη μπουγάτσα ... αφού με ξέρεις εμένα ...
- Να την ψήσω;

Focaccia σκέτη (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πορτοφόλι στα ντεμέκ θεσσαλλλονικιώτικα. Άμα, όπως συμβαίνει συχνότατα, είναι άδειο, μπορεί και να ειπωθεί μπουγάτσα σκέτη.

Ασίστ: Πονηρόσκυλο.

Αθηναίος (περιπαικτικά): - Δηλλλαδή ρε φιλλλαράκι, είναι αλλλήθεια ότι εσείς εκεί πάνω το πορτοφόλλλι το λλλέτε μπουγάτσα με λλλεφτά;
Θεσσαλονικιός: - Γρρρρρρ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified