Further tags

Το μικρό τσεκούρι. Αντίστοιχα, «μανάρα» είναι το μεγάλο τσεκούρι. Χρησιμοποιείται στην Κρητική διάλεκτο αλλά και αλλού. Επίσης «μαναριά» είναι η τσεκουριά.

«Της τύχης τα μελλούμενα μανάρι (=τσεκούρι) δεν τα κόβγει» (Αμοργός)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταστασία, τα πράγματα άνω κάτω. Σβαρνιάρα γυναίκα, σβαρνιάρης άντρας.

  1. Τι σβαρνιά επικρατεί σε αυτό το σπίτι τέλος πάντων ρε γυναίκα, σκούπισε και τακτοποίησε λιγάκι, άνω κάτω είναι όλα!

  2. Μη σβαρνάς (ή σβαρνίζεις) τα πόδια σου έτσι!
    (στην περίπτωση αυτή η σβαρνιά αναφέρεται στο σύρσιμο των ποδιών καθώς κάποιος περπατά).

Σβάρνα, σχεδόν κλασική (από poniroskylo, 18/10/10)Σβάρνα υπερσύγχρονη - το συγκεκριμένο εργαλείο κάνει, λέει, 49.000 US $ (από poniroskylo, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σαβούρα, περιττά πράγματα, στην κρητική διάλεκτο.

Α ρε καημένε, το σπίτι σου είναι γεμάτο κουλούκουτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ατίθασο παιδί, ο τσαχπινογαργαλιάρης, ο άταχτος. Κρητική διάλεκτος.

Κάτσε ρε ατσουπά ... ήσυχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Κως - Μπόχαλοι: Γιατί στην τοπική διάλεκτο το μπουκάλι το λένε μποχάλι.
  • Ρόδος - Τσαμπίκοι: Λόγω τοπικού ονόματος.
  • Θεσσαλονίκη - Καρντάσια ή Βούλγαροι: Καρντάσι είναι ο αδερφός στα τουρκικά. Παλιά έπεφτε πολύ κορόιδεμα από τους Αθηναίους επί του θέματος. Η Θεσσαλονίκη δε είναι γνωστή και ως Καρντασούπολη. Βούλγαροι: βούλγαρος.
  • Έβρος - Γκάτζοι ή Γκάτζολοι: Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία τα έλεγαν αλλιώς και γκάτζους. Έτσι οι φαντάροι έβγαλαν κοροϊδευτικά την περιοχή Γκατζολία και έμεινε να φωνάζουν τους κατοίκους Γκάτζολους. Η ιστορική αμαξοστοιχία 604 ΕΒΡΟΣ ΕΞΠΡΕΣ καλείται και Γκάτζος Εξπρές. (βλ. Γκατζολία)
  • Πτολεμαΐδα - Καϊλαριώτες: Αυτό συμβαίνει γιατί η Πτολεμαϊδα λέγεται αλλιώς και Καϊλάρια. Επίσης λέγεται και λασποχώρι γιατί παλιά ήταν όλο λάσπες όταν έβρεχε.
  • Κοζάνη - Σούρδοι: Λέγονται έτσι διότι προσποιούνταν ότι δεν άκουσαν κάτι όταν φυσικά δεν τους συνέφερε. Και ενώ οι μεν υπόλοιποι Έλληνες τους δέχτηκαν με αυτήν τους τη νοοτροπία, οι δε Εβραίοι δεν κατάφεραν να στεριώσουν ούτε στιγμή στην περιοχή. Στα βλάχικα σούρδος σημαίνει κουφός/βλάκας.
  • Κέρκυρα - Παγανέλια ή Φρανκολαντσέρηδες: Αυτοί ονομάστηκαν έτσι γιατί παγανέλι στην κερκυραϊκή διάλεκτο σημαίνει περιστέρι και η Κέρκυρα (κυρίως οι πλατείες, αλλά γενικά όλη η πόλη της) είναι γεμάτη περιστέρια. Το φρανκολαντσέρηδες είναι άγνωστο από πού βγαίνει.
  • Ιωάννινα - Παγουράδες: Λέγονται έτσι, γιατί στη λίμνη στα Γιάννενα καθρεπτιζόταν το φεγγάρι και παλιά οι Γιαννιώτες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν και καλά το μαγικό νερό! (άλλη εκδοχή: παγουράς)
  • Λάρισα - Πλατυποδαράδες ή Πλατύποδες ή Τυρόγαλα: Αυτοί λέγονται έτσι λόγω του κάμπου που είναι επίπεδος και δεν βοηθάει στο σχηματισμό καμάρας στο πόδι. Το τυρόγαλα βγαίνει απ' το τοπικό προϊόν (τυρόγαλο).
  • Βόλος - Αυστριακοί: Πλήρης ανάλυση εδώ: Αυστριακοί.
  • Άρτα - Νερατζοκώληδες: Λόγω του ότι στην Άρτα έχουν πολλά νεράτζια και μεγάλους κώλους, άρα έχουν κώλους σαν νεράτζια.
  • Πρέβεζα - Σαρδέλες: Διότι λέγεται ότι βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί.
  • Αθήνα - Γκάγκαροι ή Χαμουτζήδες: Γκάγκαρο ήταν το βαρύ ξύλο που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του (gaga στα τούρκικα το ράμφος). Γκάγκαρος λεγόταν επί τουρκοκρατίας ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο. Σημαίνει σήμερα ο γνήσιος Αθηναίος. Χαμουτζήδες: χαμουτζής
  • Φλώρινα - Απόγονοι της Γιουργίας: Γιατί η γιούργα ήταν η Γεωργία στα φλωρινιώτικα. Ήταν η μεγαλύτερη πόρνη της Φλώρινας. Απ' τις μεγαλύτερες βρισιές για τους Φλωρινιώτες.
  • Πόντος - Ντουντούμια / Τουρκούλια: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Λέσβος - Γκαζμάδες: Τη Μυτιλήνη τη λένε Γκασμαδία ή Κασμαδία οι φαντάροι που υπηρετούν εκεί, επειδή η στρατιωτική ζωή εκεί έχει πολύ σκάψιμο. Επίσης, υπάρχει και ο παλιός μύθος που λέει ότι (σύμφωνα με την από στόμα σε στόμα παράδοση των φαντάρων) όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι πήγαν να συνδράμουν κρατώντας από έναν κασμά (και κανένας δεν κρατούσε φτυάρι ή σκαπέτι).
  • Καστοριά - Τσιρουνιάιδες: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Σέρρες - Ακανέδες: Λόγω του ότι στη πόλη των Σερρών φτιάχνονται ακανέδες (ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι).
  • Πάτρα - Μινάρες: [w=minaras_135][μινάρας]8
  • Ηράκλειο - Σουμπερίτες ή Καστρινούς: Σουμπερίτες, διότι στην κατοχή ο Σούμπερ είχε την έδρα του στο Hράκλειο, και Καστρινούς επειδή το Ηράκλειο ονομαζόταν και Κάστρο.
  • Αγρίνιο - Βλάχοι: Έτσι τους αποκαλούν οι Μεσολογγίτες, οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους πολύ διακεκριμένο.
  • Ναύπλιο - Κωλοπλένηδες: Οι Aργίτες τους αποκαλούν έτσι διότι πλένονταν στις τούρκικες τουαλέτες.
  • Άργος - Πρασάδες: Ως αντίποινα οι Aναπλιώτες τους έβγαλαν έτσι, διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.
  • Καβάλα - Ψαροκασέλες: Έτσι τους αποκαλούν οι Ξανθιώτες.
  • Αρκαδία - Σκορδάς ή Αβγοζύγης: Σκορδάς λόγω των τοπικών προϊόντων, και αβγοζύγης γιατί πρώτοι οι Αρκάδες πουλούσαν αυγά βάσει του μεγέθους τους (των αυγών).
  • Καλαμάτα - Σωματέμπορες: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Κόρινθος - Λαΐδες: Γιατί Λαΐδα ήταν μια εταίρα της αρχαιότητας από την Κόρινθο.
  • Κρήτη - Πέτσακες ή Σβούρους: Μάλλον από Ρέθυμνο ή Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπαρ κλπ με τα γνωστά αξεσουάρ (4x4, μαύρο πουκάμισο κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το «κούργιαλος». Σβούροι είναι οι κάγκουρες στην τοπική διάλεκτο.
  • Τρίκαλα - Κασέρια ή Σακαφλιάδες: Κασέρια λόγω τοπικού τυριού και Σακαφλιάδες λόγω του Σακαφλιά, ο οποίος έζησε την εποχή του Μεσοπολέμου, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και ήταν ο Δον Ζουάν της εποχής. Ήταν ένας ωραίος άντρας που είχε αναστατώσει την τρικαλινή κοινωνία με τα καμώματά του, ώσπου κάποιοι του στήσανε καρτέρι στα στενά σοκάκια του Βαρουσίου και τον μαχαιρώσανε (εξού και το γνωστό στιχάκι «Στα τρίκαλα στα δυό στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά»). Το σακαφλιάς κατά λέξη σημαίνει ο φίλος της σάρκας.
  • Πηγάδια Καρπάθου - Μπαλουξήδες: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Απέρι Καρπάθου - Λαγοί: Αποκαλούνται έτσι από το αντίπαλο χωριό (Μενετές) γιατί δείλιασαν μπροστά στους Γερμανούς και έφυγαν, σε αντίθεση με τους ίδιους που έμειναν (απ' όπου προκύπτει και το όνομα του δικού τους χωριού).
  • Μενετές Καρπάθου - 300άρηδες: Όπως λέμε ότι κάποιος τα έχει 400, γι' αυτούς λένε ότι τα έχουν 300, δηλαδή ότι έχουν χαμηλή νοημοσύνη.
  • Σπόα Καρπάθου - Ζώα: Προκύπτει από λογοπαίγνιο (Σπόα - ζώα).

(Δεν δίνεται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποια τοπικά ιδιώματα είναι συνώνυμο του «γεμίζω» και, ολίγον πιο μεταφορικά, του «χορταίνω» (γεμίζω την κοιλιά μου, δηλαδή).

Σλανγκικώς, λέγεται σε περιπτώσεις ρίψης μεταφορικής τάπας σε κάποιον, όταν δηλαδή τα επιχειρήματα της επικρατούσας πλευράς είναι τόσο ατράνταχτα και αποστομωτικά, που η άλλη έχει κατά κάποιον τρόπο κατακλυσθεί (χορτάσει) από αυτά και το μόνο που την παίρνει να κάνει είναι τουμπεκί.

Από το Δ.Π: Mes

- Όταν καπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς...
- Kαλά, πιάσε μια Amstel.
- Μη μιλάς λέω... σε ρούπωσα... (να ν' καλά το slang.gr...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κτηνοτροφία στην ελληνική ύπαιθρο είναι παμπάλαια δραστηριότητα. Η αγελάδα είναι ένα βοοειδές χρησιμότατο που παράγει γάλα που, πέρα από την αυτούσια κατανάλωσή του, αποτελεί και θεμελιώδη πρώτη ύλη για αμέτρητες γαστριμαργικές δημιουργίες. Η αγελάδα συγχρόνως παράγει και απογόνους προς κατανάλωση βοείου κρέατος, παραγωγή δέρματος, κλπ αλλά και για την αναπαραγωγή του είδους. Τα παραπάνω προσπορίζουν ένα σημαντικό εισόδημα στον ιδιοκτήτη της.

Η εγγενής αδυναμία παραγωγής γάλακτος από τον άρρενα εκπρόσωπο του είδους (ταύρος, δαμάλι κλπ), καθώς και η γενικότερη απροθυμία του για συμμετοχή σε άλλες υποδεέστερες παραγωγικές ασχολίες, καθιστά την επί μακρόν εκτροφή και διατήρησή του, οικονομικά ασύμφορη στον ιδιοκτήτη του. Πλην όμως είναι απαραίτητος για την διαιώνιση του είδους και την αναπαραγωγή, με την παροχή του ως δότη αναπαραγωγικών κυττάρων μέσω του ζευγαρώματος με το θηλυκό.

Η συμμετοχή, χρονικά, του επιβήτορα στη διαδικασία της αναπαραγωγής είναι σχετικά βραχεία, ενώ η επαναληπτική ικανότητα και συχνότητα του είναι σχετικά μεγάλη. Ένεκα τούτου δεν απαιτείται μεγάλος αριθμός επιβητόρων για την εν λόγω πασίγνωστη δραστηριότητα, καθ' όσον ελάχιστα διαφέρει και από την ανθρώπινη τοιαύτη.

Έτσι λοιπόν, κάποιος από τους εκτροφείς αναλαμβάνει να εκτρέφει και να διατηρεί εν ζωή ένα δυνατό, υγιές και “βαρβάτο” αρσενικό, με αποκλειστικό σκοπό τον προαναφερθέντα. Πλην όμως, η αναπαραγωγική του δραστηριότητα και ενασχόληση του εν λόγω “ζωντανού” αποζημιώνεται έναντι ευλόγου χρηματικού ή άλλου συμπεφωνηθέντος τιμήματος, το οποίο και καταβάλλεται εξ ολοκλήρου στον ιδιοκτήτη του μετά την επιτυχή περαίωση του “έργου”, από τον ιδιοκτήτη της αγελάδας, ο οποίος και δικαιούται να παρευρίσκεται στο τόπο της συνεύρεσης, και που είναι κατά κανόνα ο τόπος του άρρενος (προς αποφυγή περιττών μετακινήσεων και διατήρηση ακέραιας της δύναμης του προς τον σκοπό της αναπαραγωγής).

Δεν αναφέρονται ιστορικά δεδομένα για παρακρατήσεις, εισφορές, επιβαρύνσεις, παράβολα, τέλη, δασμούς, χαρτοσημάνσεις κλπ της παραπάνω συναλλαγής.

Το αρσενικό αυτό τετράποδο λοιπόν, είναι ευρύτερα γνωστό στην ελληνική ύπαιθρο με το συμπαθέστατο όνομα-υποκοριστικό “μπίκας”.

Μεταφορικά, ο όρος χρησιμοποιείται για χαρακτηρίσει έναν άνδρα υπερδραστήριο σεξουαλικά, με πολλούς απογόνους από διαφορετικές γυναίκες, ερωτύλο, γυναικά κλπ.

  1. - Πού την πας ρε Μήτσο;
    - Στον μπίκα!

  2. - Τον είδες τον Γιώργο; Πριν μια ώρα κυκλοφορούσε με άλλη.
    - Είναι μεγάλος μπίκας.

(από iwn, 21/10/10)(από iwn, 21/10/10)Ὁ διοικητὴς τῆς ΕΥΠ κ. Κ. Μπίκας, «γερμανικής παιδείας και αμερικανικής πρακτικής» (από aias.ath, 15/11/11)

βλ. και μπίκος, μπήκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτικος, ο άχρηστος στα Γιαννιώτικα.

Απαντάται και ως πασλέ (το προϊόν απομίμηση ή «μαϊμού») ή πασλίμι (ό.π.).

Κατά μη διασταυρωμένη πληροφορία, προέρχεται από το επίθετο παλιού Εβραίου των Ιωαννίνων του οποίου ο γιος ήταν διανοητικά καθυστερημένος.

- Αγόρασα ένα φοβερό ρολογάκι σήμερα. Μόνο 50 ευρώ!
- Άντε ρε! Καμιά πάσλα θα σου πλάσαραν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδί στα Γιαννιώτικα. Απαντάται συνήθως ως σ'μαδ'. Χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά.

- Εγώ θα πάρω μηχανάκι!
- Άντε απο'δω ρε σ'μαδ' που θες και μηχανάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με το κεφάλι. Λέγεται στις Κυκλάδες.

Μερικές φορές μπορεί να σημαίνει πως κάποιος έκανε κάτι βιαστικά, χωρίς να το σκεφτεί πολύ, παρορμητικά.

Ο Μάρκος πάντα βουτάει κεφαλητά και με τη μία. Όχι σαν εσένα που ώσπου να βρέξεις κώλο παπαδιάζουν τα ποδάρια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified