Φιάκας είναι ο φιγουρατζής, αυτός που παριστάνει κάτι άλλο απ' αυτό που είναι. Πιθανόν να έχει σχέση με το «φτιαχτός».
Η λέξη χρησιμοποιείται εκτός από τη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας.
Μην τον πιστεύεις, ένας φιάκας είναι.
Φιάκας είναι ο φιγουρατζής, αυτός που παριστάνει κάτι άλλο απ' αυτό που είναι. Πιθανόν να έχει σχέση με το «φτιαχτός».
Η λέξη χρησιμοποιείται εκτός από τη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας.
Μην τον πιστεύεις, ένας φιάκας είναι.
Got a better definition? Add it!
Όπως φοβάται ο διάολος το λιβάνι. Ακόμα μία all time classic πελοποννήζιαν έκφραση που, για ανεξήγητους λόγους, το νετ την αρμενίζει ως παροιμία. Εννοείται ότι υπάρχει διδακτικό περιεχόμενο – αν το δεις, το βλέπεις ε, vikar;
Ο κούρος, το κούρεμα, η κουρά των αιγοπροβάτων είναι παράδοση να γίνεται σε γιορτινό κλίμα με σφαχτάρια, με κρασά και με μπόλικο βέλαγμα γιδός στη θέα του ψαλιδιού. Συνολικά πρόκειται για θέαμα που προκαλεί τον γέλωτα του Πελοποννησίου και τρέφει τον εγωισμό του, καθότι ο ίδιος θα βίωνε την ίδια διαδικασία με αντρισμό. Μια μόνιμη φοβία έχει λοιπόν η μπίτι αναξιοπρεπής γίδα στην πολυκούρευτη ζωή της κι αυτή δεν είναι άλλη από το σκουριασμένο τριζάτο ψαλίδι του βοσκού.
Πριν τις μηχανές κουράς και τις λοιπά σύγχρονα κομφόρ που ακόμα δεν τα λες καθιερωμένα στο γιουνανιστάν, το ψαλίδι έκοβε (και κόβει) για κάθε τούφα μαλλί και μια λωρίδα πέτσα. Θέλει τέχνη το όλο κόλπο κι αμα δεν ξέρεις και δουλειά δε γίνεται και πάει η παναγία σύννεφο. Αν επιχειρήσω δε να μπω στο μυαλό της γίδας, η ακινητοποίηση και τα χρατς χρουτς γύρω απ’ την ουρά μου μάλλον δε μου χρειάζονται. Κι ας λένε οι βοσκοί ότι υποφέρω από τη ζέστη. Καλά κάνω.
Ειρήσθω εν παρόδω, αν τολμήσεις να μιλήσεις για animal rights κάτω απ’ τ’αυλάκι, ετοιμάσου για κράξιμο που δεν έχεις ματαξαναφαγωμένο. Ζώο και πετ είναι έννοιες ασυμβίβαστες, για να μην πω ότι η δεύτερη είναι άγνωστη και ως λέξη και ως ιδιότητα ζωντανού στους άνω των –άντα πελοποννησίους, μονίμως διαβιούντες στη νήσο.
- Ε, λοιπόν δεν πάω προφορικά ρε Μηνά, πώς το λένε; Με τον κάθε καραγκιόζο καθηγηταρά που την έχει δει επιστήμων. Δε μου φτάνει το άγχος μου, πρέπει να δω και την φάτσα τους στο ένα μέτρο; Και την ειρωνεία; Και τα χαρτάκια που περνάει ο ένας μαλάκας στον άλλον; Ένα μάθημα θέλω να τελειώνω, ας μ’ αφήσουν να γράψω... Μήπως πρέπει να τους την παίξω κιόλας;
- Σιγά μωρή ρούσα πως κάνεις έτσι; Σαν τη γίδα από το ψαλίδι... Πήγαινε δώστο να πάει στο διάολο να πάει.
Got a better definition? Add it!
Στην διάλεκτο της Bursa στην Τουρκία το papurdak σημαίνει το γεροντάκι. Οι πρόσφυγες από εκεί, τουλάχιστον σε ορισμένα μέρη της Μακεδονίας, το σλανγκο-ελληνοποίησαν σε παπουρντάκι με μοναδική ίσως σημασία τον γηραιό εκείνο άνδρα που συμπεριφέρεται σαν τζόβενο, με ολίγο από σαλιάρη. Οι κυρα-περμαθούλες και αι νίντζα αν και το χρησιμοποιούν ειρωνικά, είμαι σίγουρος ότι ζηλεύουν λιγουλάκι...
Παρεμφερές των: ραμολί, πουρέιντζερ, (γερο)μπαμπαλής, μουρντάρης, μουστόγερος, Τουταγχαμών, Μαθουσάλας, παππουδέλι, παππουλούκια κ.α. πολλά
(σε ΚΑΠΗ, ανάμεσα σε ηλικιωμένους)
- Πάμε για γκαϊφέ, μωρό;
- Ουναμουχαθείς, παπουρντάκι!
- Βρε το παπουρντάκι! Ξεσαλώθηκε το σάψαλο στην πλατεία και τώρα είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες! Πέντε ράμματα έχει στην καρκάλα του...
Got a better definition? Add it!
Πολίτικη έκφραση που αντιστοιχεί στο «η καρδιά μου καίγεται για αυτόν» και σημαίνει «τον λυπάμαι». Λυπάμαι όχι επιφανειακά ή με περιφρόνηση, αλλά πραγματικά, απ' τα βάθη της καρδιάς μου, και μου ματώνει η ψυχή. Συχνά συνοδεύεται από επιφωνήματα (αχ-βαχ) ή/και θρηνητικές χειρονομίες (με τα χέρια να πλέκονται σα σε προσευχή/ικεσία ή να ενώνονται στο στήθος πάνω απ' την καρδιά).
Συντάσσεται μυστήρια, πάντα με την αντωνυμία μπροστά και μετά το ρήμα (π.χ., αν ματώνει η ψυχή σου για τον Τζαννή, δε θα πεις «η καρδιά μου καίγεται τον Τζαννή», θα πεις «αχ τον Τζαννή, τον καίγετ' η καρδιά μου» ή «αχχ, τον καίγετ' η καρδιά μου τον Τζαννή»).
Παρ' όλο που η έκφραση (και τα θεατρικά που πάνε πακέτο με δαύτη) παραπέμπουν σε προσωπικές τραγωδίες, ανομολόγητο πόνο, τραγικούς θανάτους, αίμα, δάκρυα και λοιπά, μπορεί εξίσου να αναφέρεται σε μικρές ενοχλήσεις του τύπου «τον καημένο, έκατσε πολλή ώρα στον ήλιο και ίδρωσε». Όχι ότι λέγεται σαρκαστικά, απαραίτητα. Απλώς, οι Πολίτες είναι εντυπωσιακά θεατρικοί τύποι.
— Καλέ τα 'μαθες; Ο Νικήτας, της Ευανθίας ο άντρας, έπαθε εγκεφαλικό κι έμεινε στον τόπο!
— Αχ μη με το λες! Κι έχει και μικρό παιδί!
— Άαχ, άσ' τα Κατινίτσα μου, εγώ την Ευανθία σκέφτομαι και την καίγετ' η καρδιά μου. Πώς θα τα φέρει βόλτα τώρα;
Αχχ πουλάκι μου, σε κάηκ' η καρδιά μου που σε είδα να 'ρχεσαι φορτωμένος με τόσα πράματα σα χαμάλης. Γιατί μπρε δεν είπες να κατέβουμε να σε βοηθήσουμε; Θα κοψομεσιαστείς!
— Εγώ, γιόκα μου, εκείνα τα παιδιά που 'ναι στα ΜΑΤ, τα καίγετ' η καρδιά μου που τα βλέπω στην τηλεόραση να ξεροσταλιάζουν σ' εκείνηνα την πλατεία.
— Τι λες, ρε γιαγιά; Είσαι στα σωστά σου; Σαν δεν είσαι, να το πεις, να φέρουμε παπά να σε διαβάσει.
— Ε πώς, γιόκα μου. Αφού ζεβζέκηδες είναι, το βλέπεις στο μάτι τους που 'ναι σαν του μπαγιάτικου ψαριού, δε νιώθουν. Τι τους ζαλώνουν μ' όλα τα τούτα-κείνα και τους βάζουν να στέκουν μες στον ήλιο; Ντροπής πράματα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.
Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.
Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.
Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.
Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.
Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:
Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….
Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!
Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά
(όλα απ' το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνώνυμο του γύφτος, ευρέως γνωστό στην Θράκη.
- Δες τον κατσίβελο τι φοράει!
- Κατσιβέλια ρε, τι περίμενες;...
Got a better definition? Add it!
Το επτανησιακό υποκοριστικό χρησιμοποιείται και για να αποκαλέσει χαϊδευτικά την ομάδα Πανιώνιος. Οι ίδιοι οι οπαδοί του Πανιωνίου λένε και πανηγυρικά, όταν επιτυγχάνει η ομάδα τους, την έκφραση Τυφώνας Ελ Νιόνιο, λογοπαίγνιο με το φαινόμενο Ελ Νίνιο.
...για να μας ξεφτιλίσει ο Νιόνιος-Πανιώνιος με 3-1 μετά από 3 ημέρες εφέτο.. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ειρωνική ονομασία την οποία είχαν δώσει το 1944 οι κομμουνιστές στο κέντρο της Αθήνας (Ομόνοια - Σύνταγμα - Κολωνάκι) το οποίο κρατούσαν οι Άγγλοι υπό τον στρατηγό Σκόμπυ.
Σε δύο φάσεις μπορούν να χωριστούν τα γεγονότα του Δεκέμβρη. Η πρώτη κρατά μέχρι τις 18 του Δεκέμβρη. Στη διάρκειά της, ο ΕΛΑΣ και ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά, αφού θάβει τους δεκάδες νεκρούς του των πρώτων ημερών και αποκρούει την επίθεση, που εξαπολύσανε οι Εγγλέζοι στις 6 του Δεκέμβρη, περνά σε αντεπίθεση και περιορίζει τις αγγλικές δυνάμεις στο κέντρο ουσιαστικά της Αθήνας, στο κράτος της «Σκομπίας», όπως έλεγαν τότε χαρακτηριστικά. Η δεύτερη αρχίζει στις 18 Δεκέμβρη και κρατά μέχρι το ξημέρωμα της 5ης του Γενάρη, όταν με διαταγή του Α' ΣΣ ο ΕΛΑΣ αποσύρεται από την πρωτεύουσα.
Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως – είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος – καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. Ο πατέρας βρισκόταν στην Σκομπία – έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ.
Άγγλοι στρατιώτες (με εφ’ όπλου λόγχη) δεν συνελάμβαναν αθηναίους πολίτες στη «Σκομπία» και αεροπλάνα της RAF δεν πετούσαν στον αττικό ουρανό;
ΚΙ ύστερα έσκασε ο Εμφύλιός μας, κατόπιν… ενεργειών τους.
Από το δίχτυ όλα.
Got a better definition? Add it!
Σπάνιο υποκοριστικό του μαν (ελληνιστί: «άνθρωπος»/«τύπος») στην ελληνική μπυροκίνητη αργκό.
Στην κυριολεξία αναφέρεται στον μικρό μαν, τον μικρό άνθρωπο δηλαδή, παρόλα αυτά μπορεί να χρησιμοποιηθεί χαριτωμένα και για νταγλάρια.
Συνήθως συναντάται σε μερακλίδικες συνευρέσεις μετά την απαραίτητη συνοδεία αλκοόλ, όπου αντικαθιστά εύστοχα τον εγκάρδιο χαιρετισμό φιλαράκι.
Στο Βορρά μπορεί να εμφανιστεί και στη λιγότερο επιστημονική - λαϊκή του μορφή ως μανίδι.
Μπάμπηηη! Πού χάθηκες εσύ ρε μανίδι(ο);;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χοντροκομμένος πατσάς.
Σαλονικιώτικο, τολμώ να είπω. Και μάλιστα από την εποχή που άνθιζε το πατσατζίδικο στη Θεσσαλονίκη (Ηλίας - Λευτέρης - Θρακικόν κλπ.), τώρα με τις σουπερί έχουνε μπερδευτεί τα πράγματα.
Ο κλασικός πατσάς Θεσσαλονίκης λοιπόν, ήταν τρισυπόστατος, το μενού παρείχε τρεις επιλογές: 1) ψιλοκομμένος, 2) χοντροκομμένος = ντουσλαμάς και 3) ποδαράκια. Ενώ έπαιζε και ο ανάμικτος = σκεμπές με ποδαράκια. Ο πατσάς κοβόταν παρουσία του πελάτη, δηλαδή μετά την παραγγελία ο μάγειρας έβγαζε τον σκεμπές από το καζάνι (που ήταν στην ίδια αίθουσα με τα τραπέζια), τον άπλωνε στον πάγκο και τον έκανε κομματάκια στο επιθυμητό μέγεθος (ψιλο- ή χοντροκομμένο). Οι δε ρυθμικές και συνεχόμενες μπαλταδιές του μάγειρα στον πάγκο, παρείχαν και το ακουστικό συμπλήρωμα στη γευστική και οσφρητική απόλαυση του πατσά.
Μάστορα πιάσε έναν ντουσλαμά, δυο ψιλοκομμένα και έναν ανάμικτο.
Got a better definition? Add it!