Δηλώνει της ταλαιπωρίας τη φάση, καθώς και τον ταλαίπωρο (5ο παράδειγμα).
Δηλώνει της ταλαιπωρίας τη φάση, καθώς και τον ταλαίπωρο (5ο παράδειγμα).
Got a better definition? Add it!
Καρα-γιαλομίζουσα έκφραση που προειδοποιεί τους πέριξ πως ο εν λόγω χρήζει ειδικού χειρισμού λόγω πιθανότατης απρόβλεπτης αντίδρασης σε είδος και ένταση σε οποιοδήποτε ερέθισμα δοθεί από το περιβάλλον.
Χρησιμοποιείται με αισθητά αυξημένη συχνότητα, έως αποκλειστικότητα, από τα δυο επόμενα του πρώτου φύλα, ίσως διότι οι δικαιολογίες περί ανάδρομου Ερμή, απότομων καιρικών μεταβολών και απροσδιόριστων σωματικών ενοχλήσεων δεν κρύβουν τίποτε παραπάνω από νευράκια, αγαμησιές «κι όλα τ’ άλλα δύσκολα που έχουν τα κορίτσια»♬♬ ενίοτε και σε συνδυασμό.
Σαφέστατα το ρίξιμο ενός κρύου, η πικρή σοκολάτα και το ..ξεμάτιασμα (κατά φθίνοντα βαθμό) βοηθούν μέχρι την επόμενη Κρίση.
1ο
Στο ίδιο στάτους βρισκόμεθα. Καλά κι εγώ γενικά, αυτή τη στιγμή είμαι στα περίεργα μου. Βασικά έχω προσβληθεί από μια χάρντκορ ίωση που τριγυρίζει, πονάνε κόκαλα και τέτοια. Κούμπωσα ντεπόν να την παλέψω στη δουλειά (ορθοστασία γαρ), αλλά τώρα με ξανάπιασε. Κι έχουμε κι εξεταστική, να μη ξεχνιόμαστε. Τα δικά σας.
2ο
Αν υπάρχει κάτι που μου αρέσει... είναι που πιάσατε το νόημα της εγγραφής (πλάκα κάνω). Καλημέρα παιδιά! Λογικά από εδώ και πέρα θα βάζω τις εγγραφές στην αυτόματη δημοσίευση όπως ήταν και αυτή χτες... Είπαμε είμαι στα περίεργά μου.
3ο
Τώρα θυμήθηκα το "χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάνε". Συγχωρήστε μου την πολυγραφία μου. Είμαι στα περίεργά μου :)
4ο
H Nτόρα Mπακογιάννη είναι στα... περίεργά της. Βρίσκεται ανάμεσα σε μια κατάσταση αγάπης και μίσους, στο «ζευγάρι» Ευρωπαϊκή Ένωση-Τουρκία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκ του λογίου εκ, του τσογλανιού και της υπέρ-κατάληξης -ισμός.
Eπιθετικό από κάθε άποψη γλωσσικό εύρημα του Β. Βενιζέλου, χρησιμοποιείται για να εκφράσει το προτσές της μετατροπής του καλού καγαθού ανθρώπα σε τσόγλανο ολκής. (Ελαπαναΐαμ, σόδομα και γόμορρα!)
Πουστόγερος ο ένας, εκτσογλανισμένοι οι άλλοι, αλήτης .. κλπ κλπ. Ο Βενιζέλος είναι αρχηγός με Γαλλικά και (τα)πιάνω. (εδώ)
Ο εκτσογλανισμός χαρακτηρίστηκε γλωσσικό έκτρωμα διότι συνειδητά συνδυάζει μια λόγια πρόθεση (εκ-) και έναν λόγιο τρόπο παραγωγής λέξεων (εκ+χ+-ισμός) με μια επιδεικτικά λαϊκή λέξη, σχεδόν χυδαία, και επιπλέον δάνεια. Από την άποψη αυτή βέβαια ο κ. Βενιζέλος δεν πρωτοτυπεί -πριν από αρκετά χρόνια, όταν ιδρυόταν το Δίκτυο 21, που είχε στην ηγεσία του τον τωρινό συνοδοιπόρο του κ. Βενιζέλου, τον Χρ. Λαζαρίδη, ο γνωστός συντηρητικός λόγιος Σ. Καργάκος είχε θεωρήσει το Δίκτυο ασπίδα στην . . . ε κ π ο ύ σ τ ε υ σ η της κοινωνίας. Τέτοια υβρίδια πάντως, αν και δεν απορρίπτονται εξορισμού, σπάνια ευδοκιμούν. Δεν παραβιάζουν κάποιον νόμο της γλώσσας, αλλά ξενίζουν τους περισσότερους φυσικούς ομιλητές της, και νομίζω ότι δικαίως τους ξενίζουν.
Σαραντ εδώ
Ο κ. Ευ. Βενιζέλος λοιπόν ήρξατο χειρών αδίκων (;) μιλώντας για τον εκτσογλανισμό της κοινωνίας που καλλιεργεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, εκδήλωση (κατά τον Ν. Σαραντάκο) "του μισονεϊσμού και της νεοφοβίας του Μπένι προς τη διάσταση του νέου, του νεαρού σε ηλικία που είναι το εμβληματικό χαρακτηριστικό του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα προσωπικά".
♪♫ Τώρα με χειρουργεί, μια αλλήθωρη νεολαία / μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική ♪♫
Η κ. Κανέλλη πρόσθεσε το Τσογλάν boy της, συνεισφέροντας έτσι στη διασάφηση του δυσνόητου φιλοσοφικού όρου.
Το φάσμα της τσογλανίασης πλανήθηκε τότε πάνω απ' τη γαλανή πατρίδα μας -που κατοικείται ως γνωστόν από πεφτοσυννεφάκηδες- κι η ιέρεια Αφροδίτη Αλ Σάλεχ ανέλαβε να "ερμηνεύσει" τον θεόσταλτο λόγο του μεγάλου τιμονιέρη με γενναίο -βαθύ γλείφτινγκ και την επιστράτευση τσιτάτων από Βιντγκενστάιν ώστε να καταλάβουμε, "όσοι από μας προσφεύγουν στη σκέψη" , την κλάση του ανδρός ΒΒ.
Ήταν από εκείνες τις στιγμές που μια λέξη, μια και μόνη λέξη, φωτίζει την καθημερινότητά μας και κάθε τι που λίγο πριν έμοιαζε ακατανόητο - σε όσους προσφεύγουν στη σκέψη- γίνεται ξάφνου απολύτως κατανοητό. «Ε κ τ σ ο γ λ α ν ι σ μ ό ς». Α, ναι. Αυτό ακριβώς. «Μια νέα λέξη είναι σαν το νέο σπόρο που σπέρνεις στη γη μιας συζήτησης» γράφει ο μεγάλος φιλόσοφος του 20ου αιώνα Βιτγκενστάιν.
Διότι οι λέξεις έχουν δύναμη και δίνουν δύναμη. Οι λέξεις είναι τα όρια του ήθους και του κόσμου μας. Από τις λέξεις κρατιόμαστε. Λέξεις αναζητούμε για να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε ό,τι συμβαίνει. «Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του κόσμου μου» γράφει ο Βιτγκενστάιν για να εξηγήσει τη σημασία της γλώσσας και των λέξεων στη σκέψη κάθε υποκειμένου.
«Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργεί το υπόστρωμα του εκχυδαϊσμού και του εκφασισμού της κοινωνίας. Για την ακρίβεια θα μου επιτρέψετε να πω μια λέξη -και ζητάω συγνώμη από εσάς και τους ακροατές μας- του ''εκτσογλανισμού'' της ελληνικής κοινωνίας». Του «εκτσογλανισμού»!» είπε ο κ. Βενιζέλος στην ΚΠΕ. Και δεν χρειάστηκαν επεξηγήσεις. Με το άκουσμα της νέας λέξης όλοι κατάλαβαν ή βρήκαν την έννοια που αναζητούσαν για την ερμηνεία της τρέχουσας κατάστασης.
«Εκτσογλανισμός». Αυτό είναι το νέο φαινόμενο που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία. Το προηγούμενο διάστημα χρησιμοποιούνταν η λέξη «εκφασισμός» αλλά, καθώς είναι μια λέξη με συγκεκριμένο ιστορικό φορτίο, δεν απεικόνιζε επαρκώς το νέο αυτό φαινόμενο. Το ένα βέβαια δεν αναιρεί το άλλο, και ενδεχομένως να έπεται. Αυτό όμως που δεν μου είναι ακόμα σαφές είναι ποιο έπεται του άλλου (ο εκτσογλανισμός τροφοδοτεί τον εκφασισμό ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο;)
Περισσότερο γλείψιμο στον Βιτγκενστάιν, εεεε ... συγνώμη στον Μπένυ από ΑλΣάλεχ, εδώ
@alsalech εξαιρετική η διατριβή σας πάνω στον εκτσογλανισμό!
ίσως εφάμιλλη της αντίστοιχης για τον "εθνικογαμισμό"
Υπάρχουν όμως και οι “αποτσογλανοποιημένοι” αριστεροί, οι πρώην τσόγλανοι που εντάχθηκαν ή μπορούν να ενταχθούν στο
“κοινοβουλευτικό” (βλ. κυβερνητικό) τόξο, όπως εντάχθηκαν και πρώην
ακροδεξιοί. Μάλιστα ο εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, ο Γ.
Μιχελάκης, εκφράζει την ευχή να επιστρέψει η ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση. Τι
δουλειά έχει ο κυρ-Φώτης εκεί έξω, περικυκλωμένος από πολιτικά
τσογλάνια;
Μπορεί κανείς να έχει αρνητική έως πολύ αρνητική γνώμη για τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως τσογλανοκόμμα δεν το λες, εκτός και αν είσαι τρομοκρατημένος.
Ξετσογλανώθηκα ο έρμος! Ας ξετσογλανωθούμε γιατί χανόμαστε! λέει τώρα ο τίμιος Έλληνας. (εδώ)
- τουματσιλα !! τι μπορει να σημαινει?? χαχαχαχ καλησπερα σας!
- Καλησπερα σας!! Μα είναι δυνατον??? Ουτε ο Μπένυ με τον εκτσογλανισμο τετοια εμπνευση! (εδώ)
Γιατρέ, η Αφροδιτη Αλ Σαλεχ κ.α "σοσιαλιστές" ξέχασαν τον 30ετή Εκτσογλανισμό του ΠΑΣΟΚ στη χώρα...
Έχω πάθει εκτσογλανισμό Βαγγέλη μου - δεν σε αντέχω ούτε για ένα ακόμα λεπτό.
Εκφασισμένο, εκφυλισμένο, εκχυδαϊσμένο, εκτσογλανισμένο angry bird που κυβερνάει τη χώρα με 5%. Τι είναι; (δεν είναι κουίζ, είναι κατάντια) (εδώ)
ο συγγραφέας κατ επιλογή του δημοσιοποιεί την ιδιωτική του ζωή. Αλλα αυτο δε σημαίνει οτι πρεπει να ανέχεται κ τον εκτσογλανισμό
Μπράβο, κάποιος έπρεπε να τα πει. Το ίντερνετ καλλιεργεί τον... εκτσογλανισμό. χεχεχεχε
Χριστούγεννα με πλεόνασμα και εκτσογλανισμό... - ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ (εδώ)
Ο Βενιζέλος κατηγορεί για εκτσογλανισμο της κοινωνίας τον Τσίπρα, ένας δε θα με κατηγορήσει εμένα για τσουτσεκισμό του τουιτερ;
Ζεις στη χώρα όπου η αριστερά είναι τόσο εκτσογλανισμένη, ώστε έκανε τον πλέον γραφικό να φαντάζει τέρας σοβαρότητας
Γιαγιά - Τσόγλανος, τα βάζει με την αφίσα του Στουρνάρα και του Βενιζέλου: Εκτσογλανισμένη γιαγιά που βλέπει... http://tinyurl.com/mj5m547
♪♫ Εκτσογλανισμένη Κυριακή, μοιάζεις με τον ΣΥΡΙΖΑ μου! ♪♫
Και εν κατακαυλείδι:
Γιομίσαμε κλαρινογαμπρούς με πλαστές πινακίδες, λεβεντομαλάκες πρωθυπουργούς και εκτσογλανισμένους σοσιαλιστές. (εδώ)
Ή, όπως λέει κι ο Κορνήλιος,
"Η σημερινή κοινωνία
είναι μέσα στην ύ β ρ ι ν
και είναι θεμελιωδώς ά φ ρ ω ν"
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη σύνθετη εκ του τουρλώνω και του λιγούρα. Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) σημαίνει τον πρωκτό, ενώ τουρλολιγούρης είναι ο κολομπαράς.
Την πούλη, την τουρλολιγούρα μου, παντάπασι τη φιστικώνει και θα μου κατεβεί μουνόπασχα προώρως! (Μπουντουσουμού).
Βρίσκω πάντως στο Διαδίκτυο κι ένα παράδειγμα που δηλώνει μάλλον κατάσταση ή ψυχική διάθεση, χωρίς να είμαι σίγουρος για το τι εννοείται, μάλλον κάτι ή σαν κατάσταση κώλος, ή σαν διάθεση πρεμούρας, όπως όταν σε πιάνει λιγούρα για τουρλοκώλη/α, ή αντιστρόφως μια κωλοκαψίδα, αλλά σε ένα πιο μεταφορικό επίπεδο.
Got a better definition? Add it!
Το ρήμα βγάζω + αντικείμενο (λ.χ. βγάζω θυμό) τείνει να γίνει σλανγκικό ρήμα αναφοράς στην περιγραφή ψυχολογικών νοημάτων. Σήμερα, κατά κόρον βγάζουμε όλο και πιο ψυχολογικά πράματα, όπως:
βγάζω παράπονο, βγάζω πόνο, βγάζω θυμό, βγάζω αυτοπεποίθηση, ακόμα ακόμα: βγάζω ψυχολογία (σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα σημαίνει επίσης αυτοπεποίθηση), βγάζω ανασφάλεια/ες, βγάζω άγχος, βγάζω (κατά)θλιψη, βγάζω ψυχαναγκασμό, βγάζω εμμονή/ές, βγάζω φοβία/ίες, βγάζω στέρηση και σε πολύ προχωρημένη γιαλομοποίηση, βγάζω ενοχή/ές, βγάζω άμυνα/ες (ο ενικός είναι πιο ψυχανάλα φάση).
Η συγκεκριμένη μορφή με το βγάζω + δεν περιορίζεται στα ψυχολογικά νοήματα, αλλά χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει ανθρώπινες ποιότητες - ηθικές, αισθητικές κ.λπ. Πιθανόν, άλλωστε, τέτοιες χρήσεις να προηγήθηκαν και να έγιναν η "μήτρα" για τις πιο ψυχολογίστικες. Π.χ. τα βγάζω κακία, βγάζω ζήλεια (περισσότερο με την ηθική έννοια) ή τα βγάζω (μια) αρχοντιά, βγάζω (μια) γυφτιά/βλαχιά/κακομοιριά μοι φαίνονται κάπως πιο παλιά, όπως και ένα σωρό άλλα, ηθικοψυχολογικοαισθητικά: βγάζω εγωισμό, βγάζω σνομπισμό, βγάζω ερωτισμό κ.λπ.
Τώρα πια, όμως, είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στην αυξημένη πίτα χρήσης του βγάζω (με τις πάμπολλες περιφράσεις του βγάζω +, που αν ήμασταν δεξιούρες θα λέγαμε ότι είναι κατάχρηση, ισοπέδωση της γλώσσας κ.λπ.) το έχουν οι ψυχολογικές περιγραφές, οι οποίες ακριβώς συνετέλεσαν στη μεγέθυνσή της.
Όπως ίσως έχετε ήδη παρατηρήσει ή σκεφτεί, υπάρχουν...
(1) Νιώθω κάτι ή εμφορούμαι από κάτι. Από τις δόκιμες έννοιες που καταγράφει ο Τριαντάφυλλος, το βγάζω εδώ είναι πιο κοντά στην έννοια του εμφανίζω, με την βιολογική έννοια. Στις ψυχολογικές χρήσεις, θα λέγαμε ότι εννοείται: βγάζω προς τα πάνω, στην (ψυχική) επιφάνεια.
H Τασία βγάζει (μια) απελπισία όταν μιλάει για τη δουλειά της! Τη βλέπω να τα παρατάει.
(2) Εκδηλώνω ή αποπνέω κάτι (ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα). Αυτό που νιώθω βρωμάει από μακριά, "αναδούδει". Το βγάζω, σημαίνει βγάζω προς τα έξω, στις διαπροσωπικές σχέσεις ώστε οι άλλοι το καταλαβαίνουν.
Βγάζει τόσο θυμό στην αδερφή του, που σε λίγο θα παίζουν ξύλο, αν δεν το κάνουν ήδη!
Αλλά υπάρχει και μια 3η σημασία (που θα χρειαστεί και λίγο περισσότερη γραμματική ανάλυση, βλ. πιο κάτω):
(3) Προκαλώ στον άλλο ψυχολογικά κάτι, και συνήθως αυτό που και ο ίδιος νιώθω. Από τις δόκιμες τριανταφύλλιες χρήσεις, το βγάζω εδώ σημαίνει περισσότερο παράγω, δημιουργώ.
Έβγαλε πολλή ενοχή που δεν πρόσεξαν το παιδί, και τώρα λέει κι αυτός τα ίδια.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημασία του βγάζω + κάτι ψυχολογικό κυμαίνεται κάθε φορά ανάμεσα στις 3 παραπάνω περιπτώσεις, και να τελειώνουμε. Αλλά δεν. Θα το κουράσουμε περισσότερο. Ουσιαστικά, η γενικευμένη χρήση του βγάζω αφορά σε μια εξίσωση του (1) βγάζω στην επιφάνεια με το (2) εκδηλώνω/αποπνέω/βγάζω στις σχέσεις. Τέτοια πράματα εξισώνονται εύκολα σε μια κοινωνία που το αυτο- και ετεροψυχοψάξιμο θεωρείται δεδομένο, σχεδόν καταναγκαστικό στοιχείο, κοινωνία στην οποία, δηλαδή, οι σχέσεις έχουν ψυχολογιοποιηθεί. Αυτοματισμός-εξίσωση, δηλαδή: Τό νιωσες; -> Τό βγάλες -> το βγάλες στον άλλο -> το βγαλες και από τον άλλο... και λοιπές παραλλαγές.
Το τσιμέντωμα έρχεται με την παραπέρα εξίσωση των (1)-(2), με το (3), δηλαδή με το προκαλώ στον άλλο το συναίσθημά μου. Γιατί, όμως; Νιώθω και βγάζω προς τα έξω δε σημαίνει απαραίτητα και προκαλώ στον άλλο, πέρα από την απαραίτητη για την αλληλοκατανόηση στοιχειώδη ενσυναίσθηση - συμπάθεια, ε; Χμμμ, αυτά λαστ γίαρ. Σήμερα υπάρχει κάτι σαν, ας μοι επιτραπεί, το συναισθηματικό αποτύπωμα - emo(tional) - footprint θα το έλεγα αν ήμουν αγγλοσάξων πουλ μουρ - αλλά δεν είμαι. Γιατί ο σύγχρονος άθρωπας οφείλει να είναι υπεύθυνος, τρόπον τινά, και για το συναίσθημα που συμβάλλει στην κοινωνία, και αν αυτό είναι αρνητικό, είναι και υπόλογος για την επιβάρυνση - των άλλων όλων. Είναι πρωθύστερα όλ' αυτά, ασφάλουσλυ, και προκύπτουν ως εξής: ο άνθρωπος (τείνει προς το να) θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του, γενικά, φουλστοπ. Τι άλλο μπορούμε να του καταλογίσουμε; Μα και το αρνητικό του συναίσθημα, φυσικά... Άρα, στη βάση του να αναζητούμε τι (μας) βγάζει ο άλλος συναισθηματικά, όλοι βιώνουμε ένα ενσυναισθητικό... αλληλοχώσιμο, έναν τούρμποεκφυλισμό ακριβώς της ενσυναίσθησης ως εκδημοκρατισμού της ψυχολογίας/ψυχολογιοποίησης.
Οι σημασίες που - σχηματικά πάντα - σημειώσαμε πιο πάνω γίνονται πιο περίπλοκες όταν, όπως πολύ συχνά γίνεται, το βγάζω + κάτι ψυχολογικό συντάσσεται με μια γενική, που είναι μυστήριο τρένο, γιατί εκεί κρύβεται και η ψυχολογιοποίηση του όλου πράματος. Με την ίδια φράση, μπορούμε να λέμε και να εννοούμε διαφορετικά πράματα:
(α) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης με θυμώνει με αυτά που κάνει, ο Γιάννης με κάποιο τρόπο κάνει να βγάζω θυμό από μέσα μου.
(β) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = εγώ προκαλώ στο Γιάννη θυμό με αυτά που του κάνω, εγώ με κάποιο τρόπο κάνω τον Γιάννη να βγάλει θυμό από μέσα του.
(γ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος, ότι έχει μέσα του θυμό, ακόμα κι αν δεν το δείχνει καθόλου ή αν το δείχνει αναιμικά.
Τελικά, έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω σημασίες τείνουν να κυμαίνονται/συμφυρόνται σε ένα ψυχολογίστικο αμάλγαμα όπως το παρακάτω:
(δ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος (γ) μαζί μου (β), επειδή με θυμώνει (α) - άρα/επειδή ο ασυνείδητος στόχος του είναι να μου δείξει το θυμό του, ενδεχομένως προκαλώντας θυμό σε μένα παθητικοεπιθετικώ τω τρόπω.
[Και μπορεί ο θυμός να είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, αλλά παρόμοιας πολυπλοκοτητας - συχνά ασυνείδητα - ψυχοσημασιολογικά δυναμικά (τ' είπες τώρα!) υπάρχουν και στις άλλες χρήσεις του γενική + βγάζω + κάτι ψυχολογικό.]
Η γενική αυτή συντακτικά είναι έμμεσο αντικείμενο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους: στην περίπτωση (α) η γενική δηλώνει τρόπον τινά τον αποδέκτη του συναισθήματος. Στην περίπτωση (β), η γενική δε δηλώνει τον αποδέκτη αλλά εκείνον από τον οποίο το συναίσθημα κατά κάποιο τρόπο αποσπάται. Και η περίπτωση (γ) αυτόν στον οποίο δίνεται η εντύπωση περί του συναισθήματος-άμεσου αντικειμένου.
Είμαστε εδώ, σε αυτό το γκλαμουροκατασκότεινο γραμματικό βασίλειο της μυστικοποίησης των σχέσεων. Τι να πούμε, λοιπόν, για την περίπτωση (δ) της διαπλοκής των σημασιών, η οποία έστω ως σπάνιο νόημα ή ως υποθετική κατασκευή θεωρώ ότι υπερκαθορίζει / διαποτίζει και τις άλλες σημασίες; Γιατί εκείνος που αποκομίζει την εντύπωση περί του συναισθήματος είναι και εκείνος που τρόπον τινά το υποκινεί (αφού το συναίσθημα είναι σχεσιακό πράμα) και το δέχεται. Νομίζω ότι μέσα στην casual πολυσημία της καθομιλουμένης, η γενική από έμμεσο αντικείμενο σταδιακά κινείται σημασιολογικά προς μια από αυτές τις "προαιρετικές" γενικές που δηλώνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (σύμφωνα με την Γραμματική Φιλιππάκη-Warburton έτσι σημαίνεται ένα φιλικό ενδιαφέρον, π.χ. τι μου κάνεις κ.λπ.). Θα λέγαμε παραπέρα ότι σχετίζεται σημασιολογικά με αυτό που θα ονομάζαμε γενική του πατροναρίσματος (βλ. κάτι σχετικό στο μη μπερδεύεσαι), η οποία ας πούμε ότι δηλώνει ειρωνικό, διαχειριστικό, ελεγκτικό, ή άσπονδα φιλικό (!) ενδιαφέρον.
Ωστόσο, στην περίπτωσή μας εδώ (μου βγάζει + κάτι (κυρίως) αρνητικό ψυχολογικό) η γενική δεν έχει να κάνει τόσο με άμεσο πατρονάρισμα, αλλά περισσότερο με έμμεσο, υπόρρητο κανονιστικό ψόγο για κάποιον/α που η ψυχολογία του/της μας χαλάει τη "συλλογική" συναισθηματική σούπα. Όταν λες ότι κάτι/κάποιος μου βγάζει ανασφάλεια, θυμό, ενοχή κλπ δε λες ότι απλά σου φαίνεται έτσι, αλλά διατυπώνεις υπόρρητα και μια κρίση ότι αυτό (σου) είναι πρόβλημα. Με άμεσο πατρονάρισμα αυτή η γενική μπορεί να έχει σχέση όπως απαντά στη jargon των ψι επαγγελματιών (βλ. παρακάτω).
Τι σας βγάζει όλο αυτό που γράφω; Εμένα μου κάνει σε θυμό.
Επαγγελματική jargon
Ξεκινώντας από το προαναφερθέν, πολύ συχνά όταν αλληλοbriefαρονται επαγγελματίες από ψι επαγγέλματα και συναφή, μπορεί να λένε πράγματα όπως:
i. Του έκανα νωρίς την ερμηνεία και μου έβγαλε άμυνες.
ii. Ο πατέρας [ενν.:του περιστατικού] μου βγάζει παράπονο όταν μιλάμε για τη δική του μητέρα.
iii. Σε κάτι τέτοια θα σου βγάλει εκλογίκευση.
Και άλλα τέτοια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πού ξεκινά και που τελειώνει η μετοχή του πρόσωπου που δηλώνεται με αντωνυμία σε γενική στην ενέργεια που δηλώνεται με το ρήμα. Εδώ είναι πιο ξεκάθαρο το - τεχνικά, βεβαίως (;), νοούμενο - πατρονάρισμα τ. μεταβίβαση - αντιμεταβίβαση κ.τ.ο. Ποιος, όμως, μπορεί να πει και πού αρχίζει και πού τελειώνει η ψυχολογία και η ψυχολογιοποίηση;
Άλλες μορφές
I. μου βγαίνει/δε μου βγαίνει: εδώ δεν έχουμε το βγάζω αλλά το αμετάβατο βγαίνω, υποκείμενο του οποίου ήταν κάποτε συνήθως κάποιος "λόγος-λόγια" που εδυνάμεθα ή όχι να ξεστομίσουμε, αλλά τώρα είμαστε ένα κλικ πριν από αυτό, μας βγαίνει ή δε μας βγαίνει το συναίσθημα που σε δεύτερο χρόνο θα μας επιτρέψει να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Είναι η πιο συναισθηματική εκδοχή του μού' ρχεται/δε μού' ρχεται.
i. Θέλω να του πω ότι τον αγαπώ αλλά δε μου βγαίνει.
ii. Μου βγαίνει να του πω ότι είναι καριολόπουστας
II. Μου βγαίνει σε...: και πάλι μία χρήση του βγαίνω, με σλανγκικό ενδιαφέρον, και πιο όψιμη, είναι όταν ένα εσωτερικό, μύχιο συναίσθημα, εκδηλώνεται ως κάτι άλλο.
Δε θέλω να μου βγαίνει σε ανασφάλεια το σαλτάρισμα. Και δεν ειναι δικαιολογία το ότι κόλλησα. πηγή
III. Βγάζω συναίσθημα... Ιδιαίτερη φράση είναι όταν κάποιος βγάζει συναίσθημα σε κάτι που κάνει, π.χ. όταν τραγουδάει, όταν μιλάει δημοσίως, ή και σε μια κοινωνική σχέση ή και απλή αλληλεπίδραση. Αυτό που προφανώς εννοείται είναι ότι το συναίσθημα - asset ή liability - μπορεί και να μην υπάρχει, έχει, δηλαδή, νοηθεί ως κάτι εντελώς διακριτό που μπορεί κάλλιστα και να λείπει εντελώς τελείως από αυτά που βιώνουμε ή κάνουμε.
Όταν η Ροκ σου βγάζει συναίσθημα τότε ακούς της Χρύσα και τα "Μουσικά Ταξίδια στον χρόνο". πηγή.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφερόμεθα σε εκδηλώσεις σουργελέ συμπεριφοράς από σουργελέισο, στην σύγχρονη σουργελλάδα ή αλλού.
-Τι κάνουμε όμως από δω και πέρα εμείς που αντιδρούμε και μαχόμαστε το συγκεκριμένο καθεστώς; Πως δηλαδή παύουμε να κάνουμε τις δικές μας σουργελιές; Οι αδαείς νοικοκυραίοι που όταν μαζεύονται στο Σύνταγμα μουντζώνουν τη Βουλή και σε άλλα σημεία της χώρας γιαουρτώνουν τους πολιτικούς, είναι πολύ πιο μπροστά πολιτικά από τους Αριστερούς βουλευτάδες και πολιτικούς, καθώς και από οποιονδήποτε συνεπή αγωνιστή της ταξικής πάλης, που επιμένουν όλοι αυτοί να αντιμετωπίζουν το πολιτικό προσωπικό του καθεστώτος με έντονο μεν αλλά τελικά αξιοσέβαστο τρόπο, νομιμοποιώντας τα τεράστια μηδενικά (εδώ)
- Ναι δεν δισταζω να πω πως θεωρω γελοιο και σουργελιά ενηλικες ανθρωποι μορεφομενοι υποτιθεται ,να ασχολουμαστε με το αν χωρισε η δεν χωρισε η οποια Μενεγακη και να κοπανιομαστε κι ολας πως αυτο δεν το περιμεναμε ποτε (εκεί)
- "Πόσο σας μισώ, απαίσια στρουμφάκια!" Μου τη δίνει η σουργελιά κάποιων ανεκδιήγητων ανθρώπων που νομίζουν ότι κάποιοι είναι..(παραπέρα)
Εκ του σούργελο και της γαμοσλανγκοκατάληξης -ιά.
Got a better definition? Add it!
Είναι η δράση, ο βίος κι η πολιτεία των τσουτσεκιώνε με την κακή έννοια, δηλ. του τζουτζέ, του ρουφιάνου, του κολαούζου, του γλείφτη. Παίζει με φιλοσοφικά και πολιτικά κινήματα -αχαχούχαααα- τ. φοιτητικός, πολιτικός, οπαδικός τσουτσεκισμός, συνδυάζεται δε δημιουργικά με τον κρετινισμό, λίγο από ραγιαδισμό και απαραιτήτως με κωλοπαιδισμό.
Τα «τσουτσέκια» ήταν τα μέλη θιάσων που περιελάμβαναν ακροβάτες, νάνους, καθώς και θεατρίνους. Οι τελευταίοι ήταν όλοι άντρες οι οποίοι παίζαν και τους γυναικείους ρόλους. σχόλιο Naka εδώ
για μας ε? βρες μου καπου να το χω πει αυτο και κοιτα εγω δεν ασπαζομαι αυτο περι ευρωπαικων διακρισεων, αλλα επειδη σε βλεπω καθετο πες μου 5 καλυτερους απ τον δπθ (και μην μου πεις ελληνες πονηρουλη) εχει καταντησει μεγαλο σπασιμο να σε βλεπω σε καθε θεμα που αφορα τους ψυχοδραμα να πεταγεσε σαν τον πουτσο και να λες τσουτσεκισμους (hiphop.gr)
Ο Σακελαρίδης δεν έχει αποβάλλει ακόμα τον φοιτητικό τσουτσεκισμό
ΜΑ ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΡΑΙΤΗΘΕΙ; ΑΦΟΥ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΤΣΟΥΤΣΕΚΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΦΥΤΟΣ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΖΩΟ-ΚΤΗΝΟΣ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΒΒ. (εδώ)
Ο τσουτσεκισμός-κωλοπαιδισμός ποτέ δεν έκανε κάποιον μεγάλο παίκτη. Γι'αυτό άσπονδε φίλε, θα τα ξαναπούμε. (εδώ)
-αυτή ι ιστορία που θεωρούν ότι αν πουν πως το σαπορτ επιλέχτηκε απο το main act και όχι τον οργανωτή ... Κρετινισμος!
-και λιγο ραγιαδισμος - τσουτσεκισμος
- H πανάκριβη γοητεία των αιώνιων φοιτητών … Τσουτσεκισμοί τρίτου βαθμού. Κοστίζουμε...ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ?
Got a better definition? Add it!
Ληστοπειρατές στην ντοπιολαλιά της Κύθνου προπολεμικά. Τη λέξη την έχω ακούσει από τον παππού μου τον καπτα-Μήτσο και από άλλους παλιούς θαλασσινούς. Είναι πιθανό να την χρησιμοποιούσαν και σ'άλλα νησιά.
Το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, εξ αιτίας των συνεχών αλλαγών και ανακατατάξεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος), στο χώρο Αιγαίου επικρατούσε καθεστώς "ανομίας". Το πιο συνηθισμένο φαινόμενο ήταν το λαθρεμπόριο ειδών που είχαν υψηλή φορολογία ή εισαγωγικούς δασμούς (προϊόντα καπνού, σπίρτα, οινοπνευματώδη, αλλά και απλά αγροτικά προϊόντα, όπου υπήρχε έλλειψη, όπως το αλεύρι στη Λήμνο κατά τη διάρκεια των συμμαχικών επιχειρήσεων στα Δαρδανέλια). Το λαθρεμπόριο αυτό το έκαναν οι περίφημοι κοντραμπατζήδες.
Παράλληλα αναπτύχθηκε και ένα άλλο είδος παράνομης συμπεριφοράς, πιο βίαιο και ληστρικό και δίχως "κώδικες τιμής": η ληστοπειρατεία. Οι ληστοπειρατές αυτοί (ληστοπεράτες κατά την ντοπιολαλιά) προέρχονταν από τα πιό φτωχά και εξαθλιωμένα στρώματα και των δυό πλευρών του Αιγαίου (χριστιανικά και μουσουλμανικά). Δεν δίσταζαν να σκοτώσουν, χωρίς να κάνουν διάκριση σε θρησκεία ή εθνικότητα, για ευτελή λεία πολλές φορές. Οι κοντραμπατζήδες τους αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση και συχνά συγκρούονταν μαζί τους.
Μακριά από δαύτους! Ολάκερο το σόι ληστοπεράτες. Έχουνε σφάξει κόσμο και ντουνιά. Τζατζάδες!
Τζατζάδες: Ληστές. Ο χαρακτηρισμός αυτός προέρχεται από το διαβόητο λήσταρχο Μήτρο Τζατζά, που έδρασε στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στην Μακεδονία την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ήταν ιδιαίτερα γνωστός για την απαγωγή του γερουσιαστή Σωτηρίου Χατζηγάκη το 1929 στη Θεσσαλία. Η φήμη του είχε φτάσει ακόμα και στα απομονωμένα νησιά της άγονης γραμμής και τ' όνομά του είχε γίνει συνώνυμο του "κακούργος".
Δεν πρέπει να συγχέεται με τους Γιαγάδες ή Γιαγάδες όπως έγιναν γνωστοί την ίδια εποχή περίπου.
" Πρωταγωνιστές στη σαμιακή επανάσταση του 1912 εναντίον των Τούρκων που οδήγησε στην απελευθέρωση του νησιού και στην ένωσή του με την Ελλάδα, τ' αδέλφια Γιαγά από τον Μαραθόκαμπο ήρθαν αργότερα σε σύγκρουση με τον πρωθυπουργό Θεμιστοκλή Σοφούλη και την τοπική διοίκηση, σύγκρουση που οδήγησε σε φυλακίσεις, εκτελέσεις συγγενών τους, ώς και αυτονομιστικά κινήματα!
Παρ' όλο που οι αδελφοί Γιαγά επικηρύχθηκαν και καταδιώχθηκαν ως ληστές, ούτε ληστείες διέπραξαν ούτε απαγωγές για λύτρα, όπως συνηθιζόταν από τον τότε ληστρικό κόσμο. Ενεργούσαν «ως ηγέτες που συμμετέχουν στο παιχνίδι της εξουσίας», σημειώνει ο Ντίνος Κόγιας, έχοντας εξασφαλίσει «μια μορφή κοινωνικής νομιμοποίησης». Η ένοπλη δράση τους, που συντάραξε τη Σάμο μεταξύ 1914 και 1927 απασχολώντας επανειλημμένα τις αρχές και τον τύπο, παρέπεμπε σε μια μορφή «παραδοσιακής ανταρσίας απέναντι στην καταπίεση και τις παρεκτροπές της κεντρικής εξουσίας." Από εδώ.
Ο Κώστας Ρούκουνας (σαμιώτης γαρ) είχε γράψει τραγούδι και γι' αυτούς!
Αλλά όπως φαίνεται το κίνημα είχε απήχηση και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εδώ ακούμε ένα "κλέφτικο" από την Τασία Βέρρα, που περιγράφει το θάνατο ενός από τους Γιαγιάδες από προδοσία του κουμπάρου του. Κι αυτό το τραγούδι είναι του Κώστα Ρούκουνα (στίχοι και μουσική).
Got a better definition? Add it!
Ο λαθρέμπορος. Ο όρος αναφέρονταν κυρίως σ' αυτούς που έκαναν λαθρεμπόριο δια θαλάσσης. Ο αντίστοιχος όρος για την ξηρά ήταν κατσιρματζής ή κατιρματζής. Η ακμή των κοντραμπατζήδων είναι από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, αν και κάποιοι συνέχισαν και αργότερα σε περιορισμένη κλίμακα. Οι κοντραμπατζήδες είχαν δικό τους "κώδικα τιμής" (π.χ. έκαναν αγαθοεργίες, απέδιδαν δικαιοσύνη υποστηρίζοντας τους αδυνάτους) και είχαν γίνει ένα είδος λαϊκών ηρώων.
Ο κοντραμπατζής-κι αυτός λαθρέμπορος- ο μυτιληνιός κι αϊβαλιώτης, είναι η απόλυτη λεβεντιά, όπως την οραματίζεται ο αγνός μας λαός, παρουσιασμένη από έναν άνθρωπο. Λεβεντιά στο κορμί, λεβεντιά στο ψυχή, λεβεντιά στη καρδιά. Είχε βέβαια σκοπό το κέρδος. Μα μαζί μ' αυτό πιο πολύ τον ξεσήκωνε η ιδέα πως μεταφέροντας απ' το λεύτερο ελληνικό κράτος και πουλώντας κρυφά τα καπνά, το μπαρούτι και τα πολεμικά τουφέκια-τίποτα άλλο- έδειχνε τη σωματική του αξιοσύνη αλλά και την παλικαριά να αψηφά τους ζαπτιέδες και τους κολτζήδες. Από εδώ
Ο Ηλίας Βενέζης στην "Αιολική Γη"τους περιγράφει έτσι:
"Ήταν θεοπάλαβα, χαμένα κορμιά. Μέσα τους έκαιγε ένας δαίμονας, το πάθος για το αίμα και για τον κίνδυνο. ...ποτές κανένας κοντραμπατζής δε φύλαγε το χρυσάφι...Το σκορπούσαν σε γλέντια, το ξόδευαν σε γυναίκες, το μοίραζαν σε φτωχές νοικοκυρές."
Συνώνυμο: κοντραμπαντιέρης
Ετυμολογία (από Μιτζνούρ): κοντραμπάντο < ιταλ. contrabbando < ιταλ. contrabando από contra- αντι- και bando απαγόρευση. bando < υστερολατιν. bannum < φράγκικο ban = απαγόρευση, < υστερογερμανικο *bannan δηλώνω, διατάζω, απαγορεύω < πρωτογερμ. bannen αποκλείω, απαγορεύω, πιθ. πρωτογενής σημασία μιλάω δημόσια, < πρωτο-ιαφεθιτικό μορφημα *bha- μιλάω. Κι εξ αυτού, φημί και φήμη, από εδώ.
Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το τραγούδι "Κοντραμπατζήδες" του Κώστα Ρούκουνα, αγαπημένο τραγούδι του παππού μου, του καπτα-Μήτσου, που έκανε αυτή τη δουλειά στα νιάτα του.
Got a better definition? Add it!
Εκ του ντιντής και της τουρκογενούς κατάληξης -λικι, σημαίνει το πουστριλίκι, μόνο στο πιο φλώρικο.
Got a better definition? Add it!