Further tags

Κατάσταση σταρχιδισμού, προέρχεται απο το γαλλικό je m'en fous που σημαίνει «δεν με νοιάζει».

  1. - Κάθε μέρα έξω και βόλτες μου είσαι, και κάνα βιβλίο δεν ανοίγεις. Όλο ζαμανφού μου είσαι!!

  2. - Ρε, η γκόμενα θα γίνει έξαλλη αν γυρίσεις αργά σπίτι.
    - Ζαμανφού ρε!

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)(από Khan, 04/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατήγορία γυναικών που αν έπαιζε μπάλα θα 'ταν ο Τσιάρτας. Με λίγα λόγια ωραίες κοπέλες ιδιαίτερα κομψές και αέρινες με μια χάρη ένα κάτι που άμα θέλουν μπορούν, αλλά δε θέλουν...

Ασπαζόμενες όμως το δόγμα τσιάρτα (Έλα μωρέ ποιος τρέχει τώρα; άραξε, έχει και ίσκιο και άμα βγάλουμε 2-3 μπαλιές πέρασε η μέρα) καταλήγουν να γίνονται συχνά γκόμενες αστερίες και θεωρώντας ότι αφού είναι καλές γκόμενες το χρέος τους το 'καναν όποτε οι άντρες πρέπει να κάνουν όλοι τη δουλειά συμπεριλαμβανομένου του να καυλώνουν από μόνοι τους. Τέλος, συχνά είναι πιο βαρετές και από ούγγρο τροβαδούρο.

-Μαλάκα τι ωραία κοπελίτσα αυτή εκεί!!!
-Άσε την ξέρω... Τσιάρτας είναι... Άμα πας να τη μιλήσεις πάρε και ένα gameboy να περνάει και η ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τσίλικος, ο φοβερός.

Πολύ βίαιο αυτό το cd.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντοστούπης, ή αυτός που έχει μαλλί αφάνα σαν αράπης της δεκαετίας του '70.

  1. Άντε κουρέψου ρε, σα χόμπιτ έγινες.

  2. Σιγά μη βγω με αυτήν, το χόμπιτ... Με τακούνι φτάνει το ένα μέτρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ακούων ροκάκια έχει μικρή σχέση με τη μουσική. Κατα βάση νομίζει ότι έχει μεγαλύτερη σχέση από τους άλλους διότι έχει 3 δίσκους U2 και έχει ακούσει 4 φορές το Χατζηγιάννη. Στην έννοια «ροκάκια» εμπίπτει ένα μεγαλό μουσικό φάσμα σχετιζόμενο με την ποπ και ροκ μουσική των τελευταιων δεκαετιών και περιλαμβάνει καλλιτέχνες από την Πωλίνα και τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο έως τους Dire Straits, τους Whitesnake και τους James.

Πιστεύει ακράδαντα πως το συγκρότημα εκ Θεσσαλονικής Ονειράμα «ροκάρει άγρια» και εν γένει «τα σπάει».

Ροκάκια δεν είναι : όσα ο ακούων ροκάκια δεν ξέρει διότι είναι κουλτουριάρικο και άρα δεν φταίει αυτός αλλά και τα μπίτια ή μπιτάκια, τα οποία ωστόσο μπορεί και αυτά να τα εκτιμά.

Αγαπημενό μαγαζί εν Αθήναις : Εν Δελφοίς
Αγαπημενο μαγαζί εν Θεσσαλονίκη : Μπελ αίρ.

Ο ακούων ροκάκια ακολουθεί το τρίπτυχο «sex and drugs and rock 'n' roll» σε όλη του τη ζωή.

  • Σύνηθες επάγγελμα : Ασφαλιστής, πολιτικός μηχανικός, δικηγόρος
  • Αγαπημένη φίρμα: Burberry
  • Αγαπημένοι πολιτικοί : Αλέξης Τσίπρας, Σπύρος Βούγιας, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης
  • Αγαπημένο ποτό : Gin & tonic, kir royal, σπάνιες μπύρες.

- Και να σου πω μανίτσα... Τι μουσική ακούς;
- Αααα απ' όλα... Και μπίτια και ροκάκια και άμα είμαι και χαλαρωτή ακούω και καμμία μπαλλλάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία γυναικών που είναι τουλάχιστον εμφανίσιμες και αν και δεν αξίζουν τέτοια τύχη χαρακτηρίζονται και ως νηστίσιμες.

Αυτές οι γυναίκες αν και φαινομενικά είναι μια χαρά γαμεύσιμες έχουν ένα μικρό προβληματάκι... Διαθέτουν ευαισθησία και συμπεριφορά ανάλογη του MR T και του Hulk Hogan. Επιπλέον, πολλές από αυτές ανιχνεύονται χωρίς να είναι καν στο οπτικό σου πεδίο γιατί όταν γελάν τρέμουν οι κάμποι και τα βουνά. Συναντιέται μια κατηγορία γυναικών με το τρομακτικό γέλιο (γνωστή και ως Βασίλη Μπορμπόκη) που κατά τ' άλλα είναι μια χαρά. Αλλά πάλι έχουμε ένα extra μικρό προβληματάκι: κανείς δεν επέζησε να μας πει πώς αντιδρούν στην περίπτωση του οργασμού τους.

- Πω μαλάκα πονάν τα μυαλά μου, ζαλίζομαι...
- Τι έγινε ρε πήγες γήπεδο;
- Όχι ρε μαλάκα ήμουν για καφέ και έσκασε ένας μπορμπόκης από δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψαγμένος, ο μάστορας, ο μερακλής και επιμελής σε ό,τι κάνει.

Χρησιμοποιείται και σε κλητική προσφώνηση με την έννοια του ψηλέ, αρχηγέ κλπ.

  1. Ρε καλλιτέχνη, έχεις φωτιά;

  2. Τον πάω τον Βασίλη, είναι ψαγμένος... πολύ ντιζάινερ.

Ντιζάινερ κηπουρός. (από Galadriel, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μεγάλη καλλιτεχνική παιδεία και αίσθηση της μόδας συνάμα, ή ετσι τουλάχιστον νομίζει. Εκφράζει άψογα τις εφήμερες τάσεις στη μόδα, τη μουσική και τις τέχνες γενικότερα. Συνηθίζει να επιδίδεται σε διάφορα «ινσταλέισιονς» (εξού και η προέλευσις) ή «πρότζεκτς» που είναι συνήθως ετερόκλιτα και εξίσου απαράδεκτα. Το γεγονός ότι δεν έχει ταλέντο σε καμία από τις 14 τέχνες στις οποίες «αυτόν τον καιρό» επιδίδεται, δεν τον πτοεί. Ασχολείται μετά μανίας με την τέχνη του βίντεο άρτ, ράβει τα ρούχα του και είναι συνήθως γκέυ αλλά και dj.

- Θα πάμε Μάκη στο επόμενο πάρτυ Amateur;
- Στάνταρ ρε φίλος... Παίζουν και οι Stileto Scag που είναι πολύ ινσταλέισιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που απαντάται κυρίως στις δυτικές συνοικίες Θεσσαλονίκης για τον ολοστρόγγυλο, πεταχτό, σφιχτό γυναικείο κώλο.

- Μαλάκα 3 η ώρα! Τώρα! Τώρα!
- Πώπο μαλάκα φουσεκάκιτο μωροοοοοο!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη γερμανική λέξη mein που αποδίδεται στα Ελληνικά ως «δικός / -ή / -ό μου». Έκφραση που ακούγεται συχνά στις δυτικές συνοικίες Θεσσαλονίκης και έξω από το γήπεδο της Τούμπας αλλά και στην Βέροια και αντικατέστησε το '80ς, παρωχημένο αλλά και χαμουτζίδικο «δικέ μου».

Συνώνυμα : ψηλός, κολλητός, φάιλος.

Οδήγησε στην παράφραση του θρυλικού άσματος των Olympians, αλλά και αργότερα του καλλιτέχνη Λιβιεράτου.

Σε λενε, το κορίτσι του mein..
μαααα
στην καρδιά σου, η αγάπη
είναι klein (εννοείται πάλι το mein)

- Πού 'σαι ρε Μάιν, θα πάμε γήπεδο σήμερα;
- Και τι να πάω να δω ρε Μάιν, τον Μπαλάφα και τον Λάκη; Κλάιν Μάιν... Πονάν τα μυαλά μου και που τους βλέπω σε λέω... Πάμε για Τούμπα Λίμπρε να πιάσουν τόπο και τα λεφτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified