Υπονοεί τον άσχετο με την τεχνολογία και ειδικά με την κινητή τηλεφωνία.
Βγαίνει από το χαμηλ(ή) μπαταρ(ία).
Πού 'σαι μεγάλε! Ο Χαμήλ Μπατάρ που σου έστειλε μήνυμα, δεν είναι καποιος άραβας τελικά...
Υπονοεί τον άσχετο με την τεχνολογία και ειδικά με την κινητή τηλεφωνία.
Βγαίνει από το χαμηλ(ή) μπαταρ(ία).
Πού 'σαι μεγάλε! Ο Χαμήλ Μπατάρ που σου έστειλε μήνυμα, δεν είναι καποιος άραβας τελικά...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρόκ συγκροτήματα της δεκαετίας του εξήντα - εβδομήντα - ογδόντα που τραγουδάνε ακόμα και σήμερα και κάποιοι από αυτούς μοιάζουν πια με αρσενικές γριές.
Rolling Stones, Who, Whitesnake, Van Halen κλπ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην Ύδρα έτσι φωνάζει το ένα φιλαράκι το άλλο. Το πώς βγήκε η λέξη, άγνωστο.
Έλα ρε πατσέτο για καμια μπύρα.
Got a better definition? Add it!
Ο συχνάζων σε φθηνά ξενοδοχεία ημιδιαμονής (γνωστά και ως πεναλ(ν)τάδικα) εντός των οποίων βρίσκουν καταφύγιο παράνομα ή μη ζευγάρια καθώς και ευκαιριακές ερωτικές σχέσεις .
- Τι κάνει ο Βρασίδας; Καιρό έχουμε να τον δούμε στην παρέα.
- Άσε μωρέ τον παλιοπεναλντάκια, γνωρίζει το ένα πιπίνι μετά το άλλο και όλο στο Bella Vista ξημεροβραδιάζεται...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναλόγως της περιπτώσεως:
1. Ο τύπος ο οποίος ζει και αναπνέει για να φτιάξει το «τέλειο κορμί». Όπου τέλειο κορμί εννοεί το τίγκα στο μούσκουλο (συνήθως με τη συνδρομή «βοηθημάτων» από τη Σου-Λι), ποσοστά λίπους στα χαμηλά μονοψήφια και μια φανατική ενασχόληση με μεθόδους αποτρίχωσης, solarium, λάδια και τάνγκα σε φωσφορίζοντα χρώματα. Απαντάται και σε θηλυκές (ο Θεός να τις κάνει), εκδόσεις. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, θα τον βρείτε κυρίως σε «ενημερωμένα» γυμναστήρια που προσφέρουν όλα τα προαναφερθέντα (υπόγειο «φαρμακείο», επιθυμητό αλλά όχι υποχρεωτικό!)
Στο γυμναστήριο: Ρε συ καινούργιος είναι ο κομμένος που σηκώνει 200 κιλά στον πάγκο;
Πήγαμε με τον Γιώργο προχτές σ' αυτό το καινούργιο μπαρ και μετά από τρία μπουκάλια ήτανε κομμένος. Πάλι καλά που δεν είχε σκαλιά στην έξοδο.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για στρατιώτη ο οποίος με ίδια μέσα (γλείψιμο) ή εξωτερική βοήθεια (βύσμα), βρίσκεται υπό την προστασία ενός ή περισσοτέρων αξιωματικών και χαίρει ασυλίας από τις αγγαρείες, τις δύσκολες ή βαριές δουλειές και τις υπηρεσίες. Αντιστοίχως παίρνει προτεραιότητα σε συχνότητα και διάρκεια αδειών και εξόδων.
Εναλλακτικά: τσατσόνι, αρχιτσάτσος.
- Σειρά, θα πάρεις άδεια;
- Μπα, ο αρχιτσάτσος ο Μήτσος έχει καβατζώσει εικοσαήμερη και μ' έχουν χώσει να κάνω τις υπηρεσίες του.
Got a better definition? Add it!
Στη λογική του «είσαι Θεός, τι Θεός, ημίθεος και βάλε», ο ανθυποτεράστιος είναι μεν τεράστιος, γίγας, ογκόλιθος ένα πράμα, αλλά όχι μόνο. Βάζοντας το πρόθεμα ανθυπο-, το ανυποψίαστο θύμα-αποδέκτης της εν τέλει φιλικής αυτής προσφώνησης, θεωρεί ότι ο συνομιλητής του τον έχει αναβιβάσει σε στάτους γκραν γαμάω κι ακόμη παραπάνω.
Το πρόθεμα ανθυπο- έχει και άλλες χρήσεις πέραν του ανθυπολοχαγού και του ανθυποαρβυλοφύλακα, όπως αυτή του ανθυποτίποτα, η οποία σε αντίθεση με την ως άνω περιγραφόμενη δεν είναι καθόλου φιλική και ο άρτι χαρακτηρισθείς ως «ανθυποτίποτας» μπορεί και να τα πάρει κανονικά και με το νόμο στο κρανίο.
- Γεια σου ρε Τασούλη παιδαρά.
- Γεια σου ρε Μήτσο ανθυποτεράστιε.
- Ναι, ναι ρε Τασούλη, τεράστιος και βάλε λέμε. Τι χαμπάρια ρε δικέ μου;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που θέλει να δείχνει τον πλούτο του (τον οποίο δεν έχει τις περισσότερες φορές). Απο τον μικρασιάτη βιομήχανο των αρχών του 20ου αιώνα Πρόδρομο Αθανασιάδη «Μποδοσάκη» ο οποίος βέβαια δεν επιδείκνυε τον πλούτο του αλλά, ως πρωτοπόρος της ελληνικής βιομηχανίας που ήταν, ήταν από τους πιο πλούσιους έλληνες της εποχής του.
- Πατέρα φέρε 100 ευρώπουλα να πάω εξω.
- Ήμαρτον ρε Τάσο. Δικός μου γιος είσαι, όχι του Μποδοσάκη.
Got a better definition? Add it!
Παλιά έφραση (βαστάει τουλάχιστον τρεις γενιές πίσω) γι' αυτόν που κάνει πάντα παρατηρήσεις στους άλλους, που υποκρίνεται τον τέλειο, που προσποιείται τον καθώς πρέπει -όμως ο κώλος του ξέρει την αλήθεια. Τώρα, γιατί ο κώλος του, δεν ξέρουμε ακριβώς. Πάντως ως κρυφό και προσωπικό σημείο του σώματος, μας αφήνει να συμπεράνουμε πως ο κωλοπρεπούσης α. το παίζει καθαρός ενώ έχει τον κώλο άπλυτο, β. το παίζει αγνός ενώ τον έχει σκίσει τον κώλο του για τα καλά, γ. είναι πρωκτικάτζα του κερατά, δηλ. το μυαλό του κατευθύνεται ακόμα από τον πρωκτό του, βρίσκεται ακόμα στο πρωκτικό (κατά Φρόυντ) στάδιο ελέγχου των πάντων (ο κόσμος είναι δικός μου, μη μου τονε πειράζετε).
Ο άνθρωπος που χρησιμοποιούσε αυτή την έκφραση κατά κόρον καταγόταν από την Πελοπόννησο. Πιθανόν λοιπόν να είναι τοπικός ιδιωματισμός. Ίσως να μας βοηθήσει η γνωστή και διαδεδομένη κατάληξη σε -ούσης: Πανούσης, μπαρμπα-Μυτούσης, κλπ. Όποιος τυχόν γνωρίζει κάτι επ' αυτού, ας μας το καταθέσει!
- Πώς σου φαίνεται η Στέλλα; Καλό κορίτσι ε; Ξέρει κι από τρόπους, είναι προσεκτική, καθαρή... Την είδες πώς την είπε στο γκαρσόνι όταν του ξέφυγε μια σταγόνα από το κρασί στο τραπεζομάντηλο;...
- Άσε μας μωρέ με την κωλοπρεπούσα, έχει το σπίτι της μπουρδέλο μέσ' στα χνούδια και την τουαλέτα της μεσ' στο σκατό και την είπε στον κακομοίρη που ήταν πρώτη μέρα στη δουλειά!...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει άσχημη όψη, δείχνει κουρασμένος, έχουν γίνει τα μάτια του κουμπότρυπες, οι ρυτίδες έχουν αναδειχθεί και το χρώμα του είναι κακό.
- Είσαι καλά;
- Γιατί ρωτάς;
- Ξέρω γω, δείχνεις πολύ κομμένη.
- Ίσως επειδή αδιαθέτησα.
- Ε, έτσι πες μας ντε...
Σχετικά: Απόλλο, βαράω διάλυση, είμαι κομμάτια, είμαι πτώμα, είμαι χώμα, ζόμπι, ντεντ μιτ, ράκος, σακάτης
Got a better definition? Add it!