Ο τσιφούτης, τσιγκούναρος, ξηνταβελόνης, σπάγγος, φραγκοφονιάς, ψειροσκοτώνης, της οικονομίας, ο ξεραίνων το παξιμάδι, όλα αυτά.
Μαζεύει ο καρμιροσάκουλος, και δώστου...τι θα τα κάνεις καημένε; Ωρε, έχουν τα σάβανα τσέπες;
Ο τσιφούτης, τσιγκούναρος, ξηνταβελόνης, σπάγγος, φραγκοφονιάς, ψειροσκοτώνης, της οικονομίας, ο ξεραίνων το παξιμάδι, όλα αυτά.
Μαζεύει ο καρμιροσάκουλος, και δώστου...τι θα τα κάνεις καημένε; Ωρε, έχουν τα σάβανα τσέπες;
Got a better definition? Add it!
Σύμφωνα με τον οχετό άχρηστης πληροφορίας που αποκομίζει κανείς κατά τη θητεία του στο Π.Ν., ο όρος απευθύνεται στους Υπαξιωματικούς και σε όσους Κατώτερους Αξιωματικούς προέρχονται από σχολές Υπαξιωματικών -- όχι από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ΣΝΔ).
Άρα μιλάμε για μια γκάμα από νεαρούς Υποκελευστές μέχρι τους τώρα-παίρνει-σύνταξη Ανθυποπλοιάρχους (ή Πλωτάρχες με υπερβύσμα και ταχύτατη ανέλιξη).
Συνηθέστερα χρησιμοποιείται από τους Υψηλόβαθμους Αξιωματικούς (της ΣΝΔ), όταν σνομπάρουν τους προαναφερθέντες συναδέλφους τους, που τους αντιμετωπίζουν ως... πλέμπα.
- Κύριε Πλοίαρχε, ο Σημαιοφόρος Μιζερόπουλος έστειλε πάλι Υπηρεσιακό Σημείωμα!
- Με τι θέμα, Κύριε Υποπλοίαρχε;
- Δεν λειτουργεί, λέει, ο ψύκτης στον θάλαμο 4 των κληρούχων.
- Και τι μας νοιάζει ο ψύκτης στον 4; Δεκαπέντε ναύτες έχουν μείνει όλοι κι όλοι, μαζεμένοι στον 1 για να μη βαριούνται! Πες στο πιλάφι ότι μας έχει πρήξει, κάθε μέρα κι από ένα Υπηρεσιακό! Άμα τον στείλω πίσω σε κάνα ναρκάλι, να δω σε ποιόν θα στέλνει τα κωλόχαρτά του!
Got a better definition? Add it!
Ο διάδοχος του Χαμουρα A' ήταν ο Χαμούρα B'.
Μπορεί να αναφέρεται σε γυναίκα χαμούρα που όμως είναι πατσαβούρα.
Ποια ρε; Η Ελένη η Χαμούρα B';
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εις ο οποίος διαθέτει καραγκιοζιλίκι πολλαπλάσιο του τρία.
Εκ του α΄ συνθετικού τρι- και του β΄συνθετικού καραγκιόζης
2χ+5ψ+ζ=3
3χ+2ψ+ζ=1
4χ+3ψ+6ζ=2
Για λύσε αυτό το σύστημα ρε τρικαράγκιοζα, πόσο είναι το χ, το ψ και το ζ;...Να δούμε τι ξέρεις από ντετερμινιστικά συστήματα για να φανεί αν δικαιούσαι να ομιλείς για χαοτικά...
(κάπου στο δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Αυτός που γυρίζει, είτε επειδή είναι μπερμπάντης (απόφοιτος της Μπερμπαντείου, - σε καλό μας) και θέλει να πετάει από κανάρα σε κανάρα, είτε επειδή είναι βολταίρος και γυρίζει τα βράδια ως νυχτοπερπατητής, είτε επειδή είναι μαϊντανός των Μ.Μ.Ε. ή κωλοτούμπας πολιτικός που αλλάζει πολιτικούς χώρους, είτε γενικά τουρίστας με κάθε σημασία του όρου. Σύμφωνα με τον πασαδόρο perketis, το χρησιμοποίησε και ο Λευτέρης Ελευθερίου.
1. Και για ποιο λόγο, αλήθεια, όλοι αυτοί οι γυρουλάδες του πολιτικού φάσματος όπως ο Νίκος Μπίστης «πασχίζουν» διαρκώς να βρουν νέους τρόπους… πολιτικής έκφρασης; Και τι ζητούν όλοι αυτοί οι… λογοτέχνες, «διανοητές», μουσικοί και άλλοι στα σαλόνια και τα γραφεία ισόβιων υπουργών και πολιτευτών; Και γιατί οι παραιτημένοι και αποτυχημένοι πρώην πρωθυπουργοί επιστρέφουν διαρκώς κρυμμένοι πίσω από κινήσεις και πρωτοβουλίες αχυρανθρώπων τους;
2. Και ναι οι περισσότεροι που βγαίνουν εκεί πιστεύω προσωπικά πως είναι αδειούχοι ραδιοερασιτέχνες και όχι απλά γυρουλάδες του ebay των στρατιωτικών παλιατζήδικων όπως φαίνεται και από τις συζητήσεις τους στον αέρα αλλά και από το τι συζητάνε στα forum που είναι σχετικά στο νετ.
Got a better definition? Add it!
Ο φίλος/-η που πάντα λείπει σε κάποιο αξιομνημόνευτο γεγονός, είτε γιατί δουλεύει, είτε γιατί έχει πάντα φορτωμένο πρόγραμμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1) κολλητός, με τον οποίο συνηθίζει κάποιος να ξεκατινιάζεται σχετικά με τις γκόμενες με τις οποίες φασώνεται
2) για γυναίκες (επιστύσια φίλη): φίλη κάποιου άντρα την οποία θυμάται όταν περνάει περίοδο αγαμίας, ή όταν τον παρατάει η γκόμενά του, για να ξεχαρμανιάσει (το ελληνιστί του friends with benefits.
-Τι έγινε τελικά με εκείνο το γκομενάκι χθες το βράδι; Το κατάφερες;
- Ναι...
- Τι ναι, μωρέ; Πες λεπτομέρειες! Τι σόι επιστύσιοι φίλοι είμαστε;
- Θα βγούμε το βράδι ρε;
- Μπάστα, θα έρθει από το σπίτι η Τασία...
- Ποια ρε συ, αυτοί που είστε επιστύσιοι φίλοι;
- Ναι...
- αααα, κατάλαβα, θα το μαστιγώσεις το δελφίνι...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Κουρεμπάτσιας σημαίνει αυτός που είναι κουρεμένος με τη ψιλή. Κουρεμπάτσια σημαίνει όταν κάποιος κουρεύεται με τη ψιλή.
Πώς έγινες έτσι ρε κουρεμπάτσια, πάλι τα πήρες με τη ψιλή;
Τον είδες, έγινε κουρεμπάτσιας.
Got a better definition? Add it!
Ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου με έπαρση και παντογνωσια, η οποία εχει ως σκοπό την ατομική και μόνο προβολή
Σιγά ρε τζέι που τα ξέρεις όλα!
Got a better definition? Add it!