Further tags

Το μέλος ή οπαδός της ομάδας του Άρη. Συγγενές σημασιολογικά στον κύριο (μειωτικό) χαρακτηρισμό τους που είναι σκουλήκια.

  1. Φαλακρη καμπια. Ολοι ξερουμε τις μαλακιες και το κομπλεξ του για τον Αρη. (Από το Φέισμπουκ).

  2. σκουληκια ησασταν και καμπιες θα μεινετε (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν τρεις μεγάλες και συχνά αλληλοκαλυπτόμενες κατηγορίες σκαταδούρας:

  • Οι σκουληκιάρηδες, τα ανθρώπινα αποβράσματα (παρ. 1),
  • Η αγγαρεία / σκατοδουλειά που κάποιος φορτώνει σε όποιον βρεθεί ένα κλικ παρακάτω στην τροφική αλυσίδα (παρ. 2),
  • Τα σκατά per se (παρ. 3).

Λολοπαίγνιο, εν πάτση περιπτώσει, στην σκαρταδούρα.

1.
Αλεξη προσεξε δεν θελουμε κι αλλους ΔΟΥΡΕΙΟΥΣ ΙΠΠΟΥΣ .Μαζεψαμε ολο το..βαθυ ΠΑΣΟΚ μην παρουμε και τη σκαταδουρα που εχει σκοπο να μας διαλυσει

2.
Αυτο απ την αλλη βολευει τους καθηγητες γιατι αυτοι ασχολουνται με «σοβαρες» δουλειες και βαζουν τους κατωτερους να βγαλουν την σκαταδουρα

3.
Για κοιτάξτε προσεκτικά τη σκαταδούρα που επιπλέει στην περιοχή που οι αγωγοί είναι σπασμένοι και όλη η δυτική Ιτέα βρωμάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζούλης, ο χαμένος στο υπερδιάστημα της σκέψης του, ο απρόσεκτος και ευκολόπιστος για οποιαδήποτε μπούρδα ακουστεί.

Ένα άτομο χωρίς συγκεκριμένο στόχο, με βλέμμα απλανές και μνήμη ψαριού.

  1. Ρε κοκορνιόκο, πόσες φορές σου έχω πει να μην με στήνεις, δεν μπορώ να μπω στο μαγαζί.

  2. Τι κοκορνιόκος που είσαι ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη άριστης ηχητικής, ειδικά όταν εχρησιμοποιείται εν μέσω κλητικής (βλ. παράδειγμα).

Δηλώνει τον άνθρωπο που μόνο να μιλάει ξέρει, μα ποτέ δεν κάνει, ο οποίος μιλά συνεχώς χωρίς να έχει δηλώσει σχεδόν ποτέ κάτι το αξιόλογο. Αυτό συνήθως συμβαίνει για να τραβήξει τη προσοχή, μα καταλήγει σε υποσυνείδητη, αν όχι και ενσυνείδητη γελοιοποίησή του στα μάτια των άλλων.

  1. - Πω πω μαλάκα θέλω να την σκίσω την Τζίνα
    - Πάλι για γκόμενες μιλάς ρε μπουρδεμπέ, ξεκόλλα ρε μαλάκα.

  2. - Γύρνα.. - Έλα;
    - Γύρνα το ρε μαλάκα..
    - Να περιμένεις..
    - Άμα φας καμιά σφαλιάρα...
    - Άσε ρε μπουρδεμπέ που θα χαλάσεις αυτά τα μούτρα τώρα, δεν χαλάνε..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το ξύλινο παγούρι σε διάφορα μέρη της Ελλάδας

αλλά, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο:

  1. νεόκοπη έκφραση των νεαρών (από το μπούλης και κούκλος) για τον κούκλο άντρα που είναι όμως και λίγο μπούλης, είναι δηλ. θεός, μουνάρα, αλλά δεν έχει τόση αντρίλα (ακόμα ή ποτέ) και έχει πίσω-πίσω ένα μπουλέ χμου -που οκ, δεν μας χαλούλου.

Ωραίο παιδί ο Μαρτάκης, μπούκλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω σκαστός: αποδημώ από τον μάταιο τούτο κόσμο πνιγμένος από το δίκιο, έχοντας πληγεί ψυχολογικά («σκάσει») από κάποιο καημό, κάποια αδικία, κάποιο σαράκι.

Συμπλήρωμα στον εξαιρετικό ορισμό του Πάτσμαν.

1.
«Ο Γιάννης πήγε σκαστός. Πρόκειται για μια ακόμη κρατική δολοφονία. Αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα σακχάρου το οποίο προφανώς επιδεινώθηκε λόγω του άγχους και των προβλημάτων που βιώναμε ως σύλλογος από τα χρήματα που μας έφαγαν και τις ζωές που μας κατέστρεψαν όσοι μας κυβερνούν» δήλωσε στην εφημερίδα Δημοκρατία ο ενεργός πρόεδρος του σωματείου μικροομολογιούχων...

2.
Δείτε το βίντεο όπου ο εξάδελφος του 62χρονου, μιλώντας στο ilialive, υποστηρίζει ότι ο Νίκος Π., γνωστός με το παρατσούκλι «Κουτάλας», «πήγε σκαστός» από την αδικία που υφίστατο κάθε μέρα.

3.
«Ο Μανώλης πήγε σκαστός. Έσκασε από το άγχος του και από την στενοχώρια του. Μίλησα με την μητέρα του. Ήταν σαν το λιοντάρι μέσα στο κλουβί τις τελευταίες μέρες. Κάτι περίεργο τον είχε αγχώσει τρομερά. Από τη μία η συρρίκνωση προσωπικού, οι απολύσεις και το φάσμα της ανεργίας και από την άλλη οι δυσχερείς συνθήκες εργασίας, τον είχαν καταβάλει. Κρίμα. Η οδύνη μας είναι απερίγραπτη»

Got a better definition? Add it!

Published

Ο σκληροπυρηνικός, ο απόλυτα παθιασμένος.

Υπό συνθήκες και ο τέρμα πωρωμένος ή καμένος ή τελειωμένος με κάτι.

Πριν κερδίσει το γιαπωνέζικο τουρνουά ξεκινώντας μάλιστα από τους προκριματικούς γύρους ως Νο 227 δεν τον ήξερε κανείς εκτός από μερικούς die hard ειδικούς. Τώρα έχουν στραφεί όλα τα φώτα πάνω του.

(από Khan, 05/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «ανακατεμένος με Τούρκους», παρόμοιο με τα τουρκόσπορος και τουρκόπιασμα. Πρόκειται δηλαδή για βρισιά για κάποιον που έχει καταγωγή από τόπο, όπου πλειοψηφούν οι Τούρκοι ή είναι τουρκοκρατούμενος, και κατ' επέκταση, κατά την ρατσιστική- υβριστική εκδοχή όσων χρησιμοποιούν την έκφραση, είναι αμφίβολη η ελληνικότητα και το ήθος του. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάποιον που υποστηρίζει τους Τούρκους. Η λέξη είναι παλιά και την βρίσκουμε μεταξύ άλλων και στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Φίλε αγανακτισμένε,
η είσαι Τουρκόπιασμα η είσαι Τουρκανάκατος.
Αντε να κάνεις κανένα DNA test μήπως χρειασθεί να φορέσεις κανένα φεσι. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο φοιτητικό ιδίωμα, ο φοιτητής από πέμπτο έτος και πάνω, σε αντιδιαστολή με τον πρωτοετή που χαρακτηρίζεται ως μπουμπούκι.

Ε, θα 'τανε στο γραφείο κανά δυο δέντρα και τέσσερα-πέντε μπουμπούκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο φοιτητικό ιδίωμα μπορεί να δηλώσει τον πρωτοετή φοιτητή, σε αντίθεση με αιώνιο φοιτητή προχωρημένου έτους, που αποκαλείται δέντρο.

Περάσαμε μια βόλτα και από τα γραφεία της ΔΑΠ να δούμε τι μπουμπούκια έχουν σκάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified