Further tags

Ο ψεύτης, ο παραμυθάς, εκ της λέξης πατσάρι που, στο ιδίωμα των Ιωαννίνων, σημαίνει ψέμα.

Βλ. και πατσαρδέ.

Πάσα (Δ.Π.): Craftsman.

  1. Το τι …πατσιάρια ρίχνουν, δεν περιγράφεται. Και οι αθεόφοβοι τα ίδια πατσιάρια τα λένε και μεταξύ τους. Ρε αυτοί αλληλοκοροϊδεύονται στην ψύχρα και κοιτάζονται στα μάτια σαν απολιθωμένα. Αν τους ακούσετε, σίγουρα θα ξεράσετε από τις …πλάτες. Ο πρώτος μπορεί να πει ότι χτύπησε …αγριογούρουνο στο φτερό, και ο δεύτερος ότι έσπασε το καμάκι του πάνω στην …αθερίνα. Γι’ αυτό προσέξτε τι θα πείτε και μακριά από τα ..πατσιάρια.

  2. [...] Φίλοι, πατσάρια λένε οι γιαννιώτες τα μεγάλα ψέμματα. Από εκεί προέρχεται και η λέξη πατσαριανός. Δηλαδή κάτι σαν ... gianniotis. Άντε και πάλι καλώς όρισες και καλόν χειμώνα πατσαριανέ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν τύπο, ο οποίος έχει φοβερό ψυχαναγκασμό με λεκέδες, μικρόβια, σκόνη κτλ.

Αν πέσει κάτι στο παντελόνι του, παθαίνει κατάθλιψη, γιατί πρέπει όλα να λάμπουν και να είναι ατσαλάκωτα πάνω του. Αν πας σπίτι του, πρέπει οπωσδήποτε να βγάλεις τα παπούτσια, σαν να μπαίνεις σε τζαμί. Θυμάσαι δεκαετία 80-90 στην Αθήνα, που η θεία σου περπατούσε σε πατάκια για να μη χαλάσει το παρκέ; Ε, αυτός το βιώνει μόνιμα.

Αγαπάει χλωρίνη και όλα τα καθαριστικά. Αν αφήσει πιάτο άπλυτο το βράδυ στον νεροχύτη, έχει εφιάλτες στον ύπνο του. Το χιούμορ του είναι φάση Μουτσινάς, οπότε σίγουρα θα ανακαλύπτει συνέχεια κάποιο καινούριο σου ψεγάδι, ή θα κολλήσει σε μια τελείως ασήμαντη λεπτομέρεια στα λεγόμενά σου, με την οποία μπορεί να γελάει 3-4 χρόνια.

Σαφώς μαμάκιας, μίζερος και ενδεχομένως επαρχιώτης. Κρύβει βαθιά μέσα του μια γυναικεία προσωπικότητα, παρόλα αυτά κράζει τους γκέι. Αποκλείεται να σε φιλήσει μετά από στοματικό, πας καλά; Θα πλύνεις δόντια και θα κάνεις 8 γαργάρες με στοματικό διάλυμα.

Αγαπημένη του διαφήμιση: τη στιρέλλα, τη στιρέλλα!
Αγαπημένο του τραγούδι: είμαι η Μαίρη Παναγιωταρά
Αγαπημένη του ατάκα: τα κάνει αόρατα!

  1. Βγήκα με ένα φρούτο χτες, του χύθηκε καφές και έκλαιγε τον λεκέ 3 ώρες.

  2. Ο μπούμπης μου έκλαψε τον λεκέ στο χαλί και πήρε τη μαμά να του πει πώς να τον αφαιρέσει.

  3. Φοράει εσώρουχο μέσα απ' το μαγιό, ξυρίζει πόδια και κλαίει λεκέδες, άσ' το καλύτερα γίνε λεσβία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η χοντρούλα ελληνίδα, που παχαίνει πάντα επειδή έχει θυροειδή. Για να ανταποκριθεί στο ερωτικό σου κάλεσμα, πρέπει να την κερνάς αιωνίως, να έχεις μουράτο αμάξι και τεράστιο εργαλείο. Γεννημένη θύμα, αλλά το παίζει θύτης. Υποχωρεί τόσο στα γκομενικά της, σε σημείο που μένει μόνη της, επειδή όλοι την παρατάνε στο τέλος. Θα σου ζητήσει να την γυρίσεις σπίτι, επειδή και καλά φοβάται να γυρίσει μόνη της. Ελαφρώς κλαψιάρα και ενίοτε νευρικιά, όταν δεν γίνεται το δικό της. Παίζει να παρεξηγηθεί με κολλητή της για κάποιον που γουστάρουν και οι 2 σε ένα κλαμπ. Είναι κουτσομπόλα όσο δεν πάει και αρέσκεται στο να κατακρίνει τα κρεβάτια των άλλων. Θα πραγματοποιήσει κάθε σου φετίχ, απλά και μόνο για να μη σε χάσει. Η επαγγελματική της άνοδος, της είναι παγερά αδιάφορη. Θα πάει σε κανα ΙΕΚ, να περνάει η ώρα, αλλά μέχρι εκεί. Στην ουσία θέλει να γίνει μάνα και νοικοκυρά και ο άντρας να της τα φέρνει όλα σπίτι, όπως ο πατέρας της.

  1. Μου την έπεσε μια ελλεηνίδα χτες φίλε άστα... μετά το σεξ ένιωσα 20 χρόνια παντρεμένος.

  2. Η κολλητή μου ήταν ελλεηνίδα. Ανετίλα τάχα, αλλά στην ουσία πιο παραδοσιακή κι από Λωξάντρα.

  3. Άσε τις ελλεηνίδες και πήγαινε με καμιά τουρίστρια.

Λωξάντρα (από Khan, 27/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων τρόπους άξεστους, αλλά με την έννοια του βλακάκου του κατώτερου και καλά, που κατέβηκε απο τα βουνά και δεν ξέρει την τύφλα του.

Ίσως αυτό που θεωρούν οι Αθηναίοι όλους τους άλλους.

Ε μην το βαρύνω κι άλλο το κλίμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερίτσα: η μαγική χώρα τσῆ τρυφῆς, τσῆ ἀκολασίας καὶ τσῆ μαλθακίας.

Βγαίνω στην τρυφερίτσα: πρωτάρχισαν τα όργανα, τα μπαλαμούτια, τα φίκι-φίκι καθώς βγαίνω στο κλαρί ή / και από την ντουλάπα.

Κλασικός γιαγιαδισμός που δίκην τζιλφ διατηρεί την φρεσκαδούρα και την σλανγκενέργειά του.

1.
Στις 6 του Φλεβάρη του 1981, ο Ράλλης εκτός από την καθαρεύουσα κατάργησε την ποδιά από τις μαθήτριες όλων των βαθμίδων και έδωσε δουλειά στην αντιπαράθεση εχόντων και μη εχόντων, αντί της ισότητας που έδινε η ποδιά. Αποτέλεσμα να αναπτυχθεί το μίσος μεταξύ των παιδιών, λόγω αδυναμίας αγοράς των διαφόρων σινιέ που διέθεταν οι πλούσιες. Το επόμενο βήμα ήταν η τρυφερίτσα για να αποκτηθούν τα σινιέ. Ευτυχώς που τα ΜΜΕ δείχνουν την κατάντια των σημερινών παιδιών ακόμα και μέσα στα σχολεία.

2.
Κάθε χρόνο το Athens Pride (και πλέον το ακόμα πιο πολωτικό Thessaloniki Pride) βγάζει στην τρυφερίτσα όλες τις τρελές: τις θεούσες, τους παπάδες, τους φασίστες, τους δήθεν φιλελεύθερους «με gay φίλους».

3.
Ας μη βγουμε λοιπον στη τρυφεριτσα (κι αλλο μπλαβο στους κοκκινους) και... παθητικη αντισταση! Γιατι, μαγκες, η επανασταση οταν ειναι βασιμη και μαζικη, εχει... το εμπριμέ της!!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που λέει ζαβές (=χαζές) κουβέντες, αυτός που φλυαρεί άσκοπα.

Χρησιμοποιείται στη Νάξο. Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις σε πέφτουλες, επιδειξιομανείς τύπους, παπατζήδες, φαντασιόπληκτους κτλ.

  1. Μην του δίνεις σημασία, είναι ζαβοκουβεντάς.

  2. Σώπα ρε ζαβοκουβεντά

  3. Δεν μπορώ να την ακούω, είναι ζαβοκουβεντού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοθάνατος, επίθ. Ο έχων κακό θάνατο, αυτός που πέθανε με άσχημο τρόπο.

Χρησιμοποιείται κυρίως στη Νάξο ως βρισιά-κατάρα και όχι ως έκφραση λύπης. Μπορεί να συνδυαστεί με το αδικοφονεμένος (=αυτός που φονεύθηκε άδικα). Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις αντί για το μαλάκας (ή αντί της [μούντζα]ς), ειδικά σε περίπτωση που τα έχεις πάρει κρανίο σε δημόσιες υπηρεσίες, σούπερ μάρκετ κτλ. Όπου νιώθεις αδικημένος -στιγμιαία- ψιθύρισέ το χαμηλόφωνα μέσα απ'τα δόντια. Αποκλείεται να καταλάβουν τι λες.

1.Πήγα να πάρω τη δήλωση και η κακοθάνατη η υπάλληλος με είχε να περιμένω 2 ώρες στην ουρά.

  1. Α τον κακοθάνατο σου έλεγε ψέματα τόσο καιρό!

  2. Κακοθάνατη! (βρισιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οδηγά μηχανάκι χαμηλού κυβισμού (κάτω των 125 κυβικών), ιδιαίτερα αν η ηλικία του ξεπερνά τον μισό αιώνα. Το μηχανάκι ενός κλανοπώλη είναι εφοδιασμένο συνήθως με παλιομοδίτικο καλαθάκι και η εξάτμιση έχει ήχο σαν από κομπρεσέρ.

Δες αυτόν ρε πού πάει. Κλανοπώλης και τόλμησε να βγει και στη λεωφόρο.

Δες και -πώλης, -πωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλέμπα έχουμε θέσει τον ορισμό του τεμπελοβρομιάρη που όπου βρει φιδιάζει.

Τέρμα πλέμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποκορύφωμα της χαζομάρας και της βλακείας καθότι ο αγαπητός Άβερελ των αδελφών Ντάλτον κατέχει τα πρωτεία.

- Τον συμπαθώ το Γιωργάκη παιδιά.
- Ρε παπάρα θα μας τρελάνεις, αυτός είναι πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ.

(από bright, 24/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified