Further tags

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου, ιδιαίτερα ψαρά, φτωχού και κάποιου που η βλακεία του προκαλεί προβλήματα.

Προέρχεται από την ενετοκρατία στην Λευκάδα όταν μετανάστες από το Μπουράνο ήρθαν ως ψαράδες: Μπουράνο > μπουρανέλος > μπρανέλος.

- Ούτε μια γέφυρα δεν μπορούμε να φτιάξουμε χωρίς οι ψαράδες να κλαίνε. - Τι περίμενες με τους μπρανέλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρήση ακατανόητων στο ευρύ κοινό εκφράσεων που προσιδιάζουν στον γνωστό καθηγητή-πολιτικό, οι οποίες συχνά υποκρύπτουν ή περιλαμβάνουν προσβλητική και οξεία γλώσσα. Ο χαρακτηρισμός δε, είναι συχνά απαξιωτικός.

Eύχομαι η οξεία ζουραρίαση να μην μας χτυπήσει όλους μετά τα -ήντα και για όσους έχουν προσβληθεί να γίνουν γρήγορα καλά. Όπως το ΑΝΤΙ που θυμόμαστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράδειγμα:
Αγάνωτος= Αυτός που δεν γανώθηκε, ο χωρίς κασσίτερος. Η επικασσιτέρωση. Έμειναν αγάνωτα τ' αγγιά, (τα κατσαρολικά).

Αγάνωτη= Αυτή που δεν γαμήθηκε. Τι να την κανς μωρ΄ αυτήνια αγάνωτη είνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γκέι άνδρας, συνώνυμο του τρύπιος.

- Πως είναι η κατάσταση στο γραφείο; - Άστα μαν, 3/5 είναι τρυπάτοι.

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικός, ειρωνικός χαρακτηρισμός που δηλώνει διανοητική ανεπάρκεια ή ελλιπείς εμπειρίες λόγο ηλικίας, απευθυνόμενος νεοφιλελεύθερους. Από το (νεο)φιλελευθερούλης.

Την φιλανθρωπία των ρούληδων την φροντίζει η "αόρατη χείρα της αγοράς".

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση «μουνί καπέλο» δηλώνει κακή κατάσταση προσώπου, πράγματος, ή κατάστασης και είναι σχεδόν σίγουρο ότι, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί, δεν έχει να κάνει με το καπέλο αλλά προέρχεται από την ισπανική λέξη cabello που σημαίνει «μαλλιά» και προφανώς παραπέμπει σε τριχωτό αιδοίο το οποίο, ως γνωστόν, παρουσιάζει συχνά μιαν εικόνα ακαταστασίας και αναταραχής.

Ω, ρε μαλάκα, τράκαρε ο Μάκης την καινούρια BMW του γέρου του, τι να στα λέω. Μουνί καπέλο έγινε το αμάξι, δεν ξεχωρίζεις ρόδα από τιμόνι. Ευτυχώς ο ίδιος δεν έπαθε τίποτα, αλλά θα τον περιλάβει ο γέρος του, γάμησέ τα!

Τα 'μαθες; Η Μαρία έκανε μπότοξ αλλά έπεσε σε κομπογιανίτη και της έκανε τη μόστρα μουνί καπέλο. Αν τη δεις μη δείξεις έκπληξη κάνε σαν να μην τρέχει τίποτα.

Άστα! Έμαθε ο γενικός για την πατάτα που έκανε ο Γιώργος στην κατάθεση των δικαιολογητικών και διέταξε να γίνει ΕΔΕ. Ενός κακού μύρια έπονται, ρε, πάνω που πηγαίναμε να στρώσουμε θα γίνουμε πάλι μουνί καπέλο!

μουνί cabelloμουνί cabello

Got a better definition? Add it!

Published

Μαλθακός και λοιπά συνώνυμα : άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.

Είναι για αρχόντους ο ιππόδρομος ομορφιές..Τι να μας πει και ο κύριος αυγολέμονος

Got a better definition? Add it!

Published

Καριόλα έλεγαν το μεταλλικό κρεββάτι.λεζάντα εικόνας

Πήγαμε στο επιπλάδικο για να αγοράσουμε καινούργια καριόλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Θεωρείτο ο άντρας ο πολλά βαρύς (μάγκας) ο οποίος επιδεικνύει την αντρίλα του πίσω από ένα μόνιτορ στην αρχαιότητα και ένα ηλεκτρονικό μηχάνημα (βλέπε σήμερα ηλεκτρονικό υπολογιστή ή λαπτοπ).

Επιδίδεται με περίσσια μαγκιά, κλανιά και κωλοκουβαρίστρα σε απειλές πίσω από την ασφάλεια της οθόνης του.

- Κανόνισε ραντεβού να σε σπάσω στο ξύλο παλιαδερφή. Όξω από δω. Ουστ
- Τι ραντεβού να κανονίσω ρε μονιτορόμαγκα χιμπατζή, καμιά μπανάνα μπορεί να σου πετάξω πίθηκε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερπροστατευτικός γονιός που είναι συνέχεια πάνω απ'το παιδί του ενώ εκείνο παίζει ώστε να αποτρέψει το οποιοδήποτε ατύχημα, συνήθως με φωνές και τσιρίδες. Κάνουν χαρακτηριστικό ήχο.

(Αραχτός στη παραλία, παρατηρείς μια μάνα να έρχεται με 4 κουτσούβελα) -Μαλάκες, πάμε να φύγουμε, έρχονται ελικόπτερα, δεν θα ηρεμήσουμε εδώ πέρα.

Got a better definition? Add it!

Published