Further tags

Τοιαύτη λέξη προέρχεται παρά γνωστό «δικηγόρο» ο οποίος εσυννελήφθει από το μικρόφωνο του υποκλοπέα να ονοματίζει εαυτόν ως «πεντακαθαρίδης», λόγω ευθέων εξηγήσεων και υποτιθέμενης εντιμότητός του εν ώρα... εκβιασμού γνωστού επιχειρηματία! Διότι πλέον, τη σήμερον ημέρα η έννοια της εντιμότητος υφίσταται και εις τας κομπίνας, εις τας λοβιτούρας καθώς δε και εις τας πάσης φύσεως παρανομίας. Εύγε.

(Αντιγράφω αυτολεξεί ως απομαγνητοφωνήθειν εν ώρα ειδικής συνεδριάσεως της Βουλής, 18/11/2008)
Κοκοβίνος: «σου μιλώ παντελονάτα. Θέλω ένα ακίνητο και όχι τέσσερα που κάνουν ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες. Σου μιλώ πεντακάθαρα και όμορφα. Πεντακαθαρίδης!» (sic).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανελίστες λέγονται οι τηλεροασάνθρωποι που κοσμούν το πάνελ μιας μεσημεράδικης εκπομπής.

Η προέλευσή τους άγνωστη. Οι μισοί είναι (σχετικά) γνωστές προσωπικότητες, οι άλλοι είναι δημοσιογραφίσκοι, οι άλλοι ξεχασμένοι, οι άλλοι εντελώς ξεκάρφωτοι, που αναφέρουν ένα άγνωστο προηγούμενο στην τηλεόραση σε κάποια φάση στη ζωή τους. Τους τελευταίους ποιος τους ανακάλυπτε και από που, ανοίγει πολλά ερωτήματα.

Στην αρχή (βλ. εποχή Στεφανίδου-Λαμπίρη) οι εμφανίσεις τους ήταν σποραδικές. Πότε θα εμφανιστεί η Σακελλαρίου, πότε ο Κακλαμάνης, πότε η Σόκαλη, πότε κάποιος ιδιοκτήτης φροντιστηρίων που δε θυμάμαι πως τον λένε, χωρίς στάνταρ ρυθμό.

Πετάγονται σαν τσουτσούδες όταν μιλάει η παρουσιάστρια για να μη χάσουν την ευκαιρία να θάψουν ή να υμνήσουν κάτι που ανέφερε. Οι απόψεις τους είναι καθαρά υποκειμενικές, ενίοτε γραφικές.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι πληρώνονταν για τις εμφανίσεις τους, πράγμα που χρωματίζει το φαινόμενο.

Από το έτος 2007 μ.Χ., το ανωτέρω σύστημα αλλάζει. Πλέον οι πανελίστες είναι στάνταρ μέρος μιας εκπομπής και συντάσσονται με τους συμπαρουσιαστές, αναφερόμενοι στους τίτλους αρχής (βλ. Μηλιαρέση, Σαουλίδου). Επίσης οι μεσημεράδικες εκπομπές επεκτάθηκαν και στις πρωινές ώρες.

- Στην τηλεόραση είπαν ότι η Ντενίση τα βρήκε με το Λάκη.
- Ποιος το είπε αυτό το κουφό;
- Ξέρω 'γω; Κάποιος.
- Ποιος κάποιος ρε; Δεν ξέρεις τι έβλεπες;
- Ε, ένας πανελίστας το είπε, εκεί στη Λαμπίρη.
- Α, καλά κρασιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εκφέρει αυτή τη φράση-τέχνασμα (ψευδοσύγκριση που αναφέρεται στο ίδιο άτομο και δείχνει πως ο πραγματικά δεύτερος απέχει...), προσδοκά να τονίσει στον άλλο πως είναι άπαικτος σ' έναν τομέα. Πως είναι ο γκραν γαμάω, ο γκουρού, ο λάμα, ο μέγας μαγίστρος. Η ατάκα συνήθως εκφέρεται με φωτεινό χαμόγελο.

Το πού θα πάει το μυαλό του άλλου εξαρτάται από το βαθμό πονηρίας του, από το πόσο καλά ξέρει αυτόν που εκφέρει την ατάκα, αλλά και από το βαθμό αξιοπιστίας αυτοκριτικής που κάνει στον εαυτό του (αν για παράδειγμα είναι off κάπου και ακούσει άλλα...), αλλά και αν είναι σε φάση που ναι μεν είναι καλός κάπου αλλά έχει ανάγκη ψυχικής υποστήριξης (π.χ.: είναι να δώσει εξετάσεις, είναι κατά το δυνατόν προετοιμασμένος, αλλά ωστόσο έχει λίγο πεσμένο ηθικό).

Οπότε ανάλογα με τη στάθμιση των παραπάνω παραμέτρων, εκπλήσσεται ο άλλος και χαίρεται μαζί, για την εκτίμηση του ομιλούντα στο πρόσωπό του, ή λέει μέσα του: μεγάλε... κολακείες ακούω, είτε γιατί κάτι γυρεύει από μένα ο μπαγασάκος, είτε γιατί ικανοποιήθηκε σε κάτι που μόλις τον εξυπηρέτησα και σκέφτεται πως ίσως με ξαναχρειαστεί στο μέλλον.

Ο Γιάννης έχει βραχυκύκλωμα στο σπίτι του και δεν έχει ρεύμα.Κανείς ηλεκτρολόγος δεν μπορεί να ανταποκριθεί άμεσα και έτσι παίρνει τηλέφωνο το φίλο του το Μάρκο που είναι γκουρού σ΄αυτά.Αυτός λύνει το πρόβλημα σε dt.Ο Γιάννης περιχαρής ανοίγει τα χέρια διάπλατα, ως ένδειξη εγκαρδιότητας και με ένα πλατύ πλατύ χαμόγελο του λέει:
«Μεγάλε...Σα και σένα κανείς.Μετά από σένα ο εαυτός σου»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται συνήθως σε έγχρωμους οικονομικούς πρόσφυγες (νόμιμους ή μη) οι οποίοι πουλάνε πειρατικά CD και DVD στην Έρμου (π.χ.)

Στο γήπεδο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ξεχωρίσει και να διευκρινίσει τον έγχρωμο παίκτη.

- Πάρε φάση το σιντάκια που τον κυνηγάνε οι μπάτσοι.

- Ρε αυτός ο σιντάκιας με το 7 στην πλάτη ποιος είναι;
- Ο Μπαμπαγκίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να ονοματίσεις κάποιον που θεωρείς ότι είναι ΣΑ Μαλάκας.

- ΣΑΜ, φέρε μου το φάκελο ρε συ.
- Άμα με ξαναπείς ΣΑΜ, θα σε γαμήσω!
(3ος συνομιλητής) - Γιατί τον λες ΣΑΜ ρε;
- Γιατί είναι ΣΑ Μαλάκας...

Sam I am (από Vrastaman, 24/11/08)Σοβαρός Σαμ. (από Jonas, 26/02/09)(από ironick, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το όνομα του γνωστού τηλεπαρουσιαστή και από το ρήμα ψήνομαι. Δηλώνει αυτόν που είναι σύμφωνος σε κάποια πρόταση.

- Ρε, το βράδυ λέμε για Ρέμο. Είσαι ψηνάκης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το διάσημο μουσικό έργο του Τσαϊκόφσκι, Nutcracker (Καρυοθραύστης). Υποδηλώνει μια γυναίκα που γίνεται συχνά κουραστική για τους άνδρες (βλ. και λήμμα Καρύδες).

- Ρε φίλε, αυτή η γκόμενα μου 'χει πρήξει τον πούτσο. Πολύ νατκράκερ ρε αδερφάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που τρέχει διαρκώς πίσω από μια γυναίκα, είτε κάποια που πολιορκεί, είτε τη δικιά του. Προέρχεται από τη γνωστή φράση του λαού μας «τον έχει βάλει στο βρακί της».

Ρε μαλάκα Θάνο, ξεκόλλα από το κινητό επιτέλους! Βρακά, ε βρακά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της στάνταρ σημασίας -η γάζα κλπ που προστατεύει ένα τραύμα, η λέξη επίδεσμος χρησιμοποιείται ειρωνικά για να χαρακτηρίσει:

  1. Έναν φορτικό ερωτικό δεσμό, μια σχέση κλειστοφοβική όπου υπάρχει μια αρρωστημένη αλληλεξάρτηση. Μεγάλο κόλλημα.

  2. Τον έναν από τους δυο του ζευγαριού που έχει αυτού του είδους τη σχέση. Ενίοτε τη λέμε, μισοαστεία-μισοσοβαρά, και για τον σύντροφο μας. Μακριά από μας.

Ένας δεσμός γίνεται επίδεσμος ακριβώς όταν είναι μονίμως κολλημένος επάνω μας. Λευκοπλάστ και τα λοιπά.

Και ίσως να υπονοείται και ότι η σχέση αυτή είναι και μια προσπάθεια να σκεπαστεί ένα τραύμα. Τώρα, τι αποτέλεσμα μπορεί να έχει ένα απλό τσιρότο είναι άλλη ιστορία.

  1. - Τι έγινε, θα πάμε Φολί κιέτσ' απόψε; - Ναι, μωρό μου... Και θα περάσει και η Δήμητρα πιο αργά να πει ένα γεια...
    - Έλεορ, ρε πστ!, όχι πάλι... και θα μας κουβαλήσει και τον επίδεσμο... τι του βρίσκει του μαλακοκαύλη, πολύ θά 'θελα να ξέρω... αλλά, τέτοια Γιαλόμα που 'ναι η δικιά σου τι περιμένεις...

  2. «Μου αρέσεις», είπες στην αρχή και τώρα, μετά από λίγο διάστημα, μου είσαι απαραίτητος. Παραδεχτείτε το. Ο δεσμός σας έγινε επίδεσμος, όπου και να πάτε θέλετε να τον κουβαλάτε μαζί σας. (Από περιοδικό της Vodafone)

  3. Η Ε. με την Π. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια «ζουν ένα δράμα». Τσακώνονται, χωρίζουν, σπάνε ο ένας τον άλλο στο ξύλο, τα ξαναβρίσκουν... και μετά ξανά από την αρχή. Είναι αυτό που λένε «αυτό δεν είναι δεσμός... είναι επίδεσμος». Και όμως αυτοί οι δύο είναι πολύ πολύ καλύτερα στην «αρρωστημένη» ρουτίνα τους από πολλούς φίλους και γνωστούς που έχω οι οποίοι αναζητούν μόνο τις υγιείς και ξεκάθαρα οριοθετημένες σχέσεις... (Από το http://provatos.blogspot.com)

  4. Όποιος εκεί έξω πιστεύει ότι δεν έχει φάει κέρατο ποτέ, είναι απλά γελοίος. Αφού δεν πιστεύω στην μονογαμικότητα, γιατί πονάω τόσο; Δεν θα έμενα αν δεν έκανα κι εγώ τα ίδια. Δεσμός - επίδεσμος θα μου πεις... Απ' την άλλη, έτσι ορίζεται η αγάπη; Με το να μην πηδάμε αλλού; Θα μου μάθει επιτέλους κάποιος να είμαι fuck-buddy; (Απορίες του Tristan από το http://reader.feedshow.com)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ενδιαφέρον άτομο, συνήθως του αντίθετου φύλου.

  2. Όπως παραπάνω, αλλά αναφορά σε συγκεκριμένο άτομο.

  1. - Πάμε να φύγουμε ρε, δεν έχει θέμα το κωλομάγαζο.

  2. - Την κάνω ρε.
    - Πού πας ρε μαλάκα; Το θέμα σου το 'βαλες;

υπάρχει και κρασί (από notheitis, 25/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified