Further tags

Η τσούλα, η ψωλαρπάχτρα.

Είναι λέξη που έχω να την ακούσω τουλάχιστον 20 χρόνια. Δεν είναι πουθενά καταχωρημένη και πιστεύω ότι είναι κρίμα να χαθεί.

Τελευταία φορά την άκουσα από μια γιαγιά που έμαθε ότι ο γυιός της είχε δεσμό με μια παντρεμένη. Οταν ρώτησα λοιπόν τη γιαγιά γιατί δεν της μιλάει μου είπε.
- Μακριά από δω η ψωλαηδόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλβανός υπήκοος, συνήθως χρησιμοποιείται με υποτιμητικό τρόπο.

Πεινάλας τηγανοκέφαλος έκλεψε αρνιά, τα έφαγε και πριν προλάβει να φτάσει στην Αλβανία για να τα χωνέψει, κατέληξε στο αυτόφωρο...

Πηγή: Εφημ. Στόχος, 30 Ιαν 2014

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Ανορθόγραφο υποκοριστικό του γνωστού «κρόσσι»: νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ. όπως διαβεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος εδώ.

B) Στα σινάφια των μηχανόβιων, χαϊδευτικό – υποκοριστικό για μηχανάκι για διαδρομές εκτός ασφάλτου (χώμα, λάσπη, ανώμαλος δρόμος, φευ! επαρχιακές οδοί).

Δεν υπάρχει έφηβος, κι όχι μόνο, με το πειραγμένο γονίδιο που να μην το πόθησε κολασμένα, συχνά περισσότερο κι από τη γκόμενα που έβαζε να καθίσει στο παπί του. Κάτι η εκτοξευμένη σε άλλη πίστα εκτίμηση των γύρω με τα ίδια μυαλά, κάτι η εντύπωση μιας επικίνδυνης αλητείας που σε πάει παντού και κυρίως, η σιγουριά που δίνει το μουγκρητό ανάμεσα στα σκέλια, πως το αντριλίκι αυξάνει με τα σκονισμένα χιλιόμετρα, δεν είναι και λίγα σαν ανταπόδοση μιας επένδυσης που κόστισε κάμποσες λιγότερο ή περισσότερο μίζερες εργατοώρες εδώ κι εκεί.

Προφανώς, από το αγγλικό «motocross»: αγώνες ανώμαλου εδάφους.
Συμπληρωματικό / εναντιωματικό: «στριτάκι».

Γ) Στα σινάφια μπουρδελιάρηδων και δη, όσων τους αρέσουν τα ξινά, νεαρός (συνήθως)… αρτιμελής έως αρτιμελέστατος, που τη βρίσκει με το να δίνει κώλο (αλλά και για το γάμιστρο) ντυμένος από ξέκωλο έως θεόμουνο, αντίστοιχο στοκάρισμα, περούκα και ανάλογα κοσμήματα, φρου φρου κι αρώματα.
Ασφαλώς, οι θηλυπρεπείς με τον αντίστοιχο… αέρα πείθουν περισσότερο ανεβάζοντας (μάλλον) τη… διάθεση.

Προφανώς από το αγγλικό «crossdresser»: παρενδυτικός.
Συνώνυμα: «τραβεστί» (συγκριτικά, σχεδόν κυριλέ), τραβέλι (συγκριτικά, κάπως πιο μπρουτάλ - υποτιμητικό).
Να μην συγχέεται με το τρανς.
Συντομογραφία: «cd».

  1. Επιεικώς γελοίο το βίντεο όμως.
    Έστω και διαφημιστικό που ήταν θα μπορούσαν να ετοιμάσουν το μηχανάκι (τακούνια καμιά ανάρτηση) να γυρίσουν κάνα πλάνο της προκοπής. Όχι να βάλουν τα SS και τα κροσάκια να σέρνονται για να φανεί ότι το στρώμα πάει. Και να πηδάει και 20 πόντους lol

(Η κριτική για το εδώ βίδεο).

  1. Είμαι 41 χρονών 1.85 υψος,110 κιλά, γυμνασμένος καθαρός και θα ήθελα να γνωρίσω ένα κροσάκι πολύ θηλυπρεπή (…sic) να ντύνεται με ρούχα γυναικεία, να έχει ωραίο σώμα, και να με βγάλει ωραία γούστα στο κρεβάτι. Είναι πρώτη φορά που βάζω αγγελία δεν έχω ξαναβάλει πότε. Και τέλος θα ήθελα να είναι μικρής ηλικίας.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξωμότης ο αλαξοπιστήσας. Παλαιός χαρακτηρισμός ιδίως στην Κρήτη όπου πολλοί εξασκούσαν το σπορ μετά την κατάκτηση του νησιού από τους οθωμανούς.

Χρησιμοποιήθηκε και αλλού όπως στη Σάμο. Έτσι αποκαλούσαν τον προτελευταίο ηγεμόνα της Σάμου ενώ τον προπηλάκιζαν στα 1907. Τον χτύπησαν κιόλας με το μαυραγάνη δηλαδή αρμαθιά ψαριών πιασμένα με βούρλα.

Ήντα κατέχει, κατέχει ο μπουρμάς κατέχει κι ο χουρμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρός καυλάγγελος, η ψωλήνα, η καυλομουμούνα, η χαρίεσσα γητεύτρια του πέοντος καυλόπαις. Άλλη μια ανωμαλία του καυλοπυρέσσοντος lyrical gangsta Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Να μην συγχέεται με τις σύγχρονες μορφές ψωλόπαιδο ή ψωλοπαίδι που σημαίνουν κωλόπαιδο ή ψωλαράς.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἡ ἐξαισία ψωλοπαίς, ἐννοοῦσα τί ἤθελεν ὁ νέος θαυμαστής της καὶ γνωρίζουσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀνέμενε (ὤ, πῶς!) διὰ νὰ χύσηι καὶ αὐτή, επρόκειτο νὰ λάβηι (καὶ ἀσφαλῶς εἰς μεγάλην ποσότητα) χώραν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν, ἔλαβε τὴν ὑπερσφύζουσαν ψωλάραν εἰς τὸ στόμα της καὶ κλείουσα σφικτὰ τὰ χείλη της γύρω ἀπὸ ὅσον μποροῦσε μεγαλύτερον μέρος τοῦ πελωρίου καυλοῦ ἤρχισε νὰ βυζαίνηι περιπαθῶς τὴν δονουμένην καυλοπούτσαν...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 247).

Φωτό του Εμπειρίκου (από σφυρίζων, 21/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λάτρης / η λάτρις του πέοντος εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...πλην των βαθέων αναστεναγμών του ηδονιζομένου ανδρός και του μικρού υγρού θορύβου που έκαμνε η εργαζομένη επί του χονδρού καυλού γλώσσα της ψωλοφίλου κόρης, τίποτε άλλο δεν ηκούετο.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 15, σελ. 102)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαρτυρικώς καυλοσφαδάζων και καυλοπυρέσσων.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Μόλις ετελείωσε ο τριπλούς οργασμός, η Τζέην εξ οίκτου δια τον λαγνοσφαδάζοντα ανικανοποίητον μολοσσόν της... (ΛΟΓΟΚΡΙΝΕΤΑΙ!)
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 122)

Αισθητοποίησις της κυνογαμευθείσης κορασίδος. (από Khan, 01/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμιάς, ο επιβήτωρ.

Ο σύζυγος στα αρχαία (εκ του γαμέω, νυμφεύομαι).

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ο ευτυχής τετράπους γαμέτης, βατεύων αυτήν με οίστρον φλογερόν, εξέπεμπε από καιρού εις καιρόν συντόμους αλλά εξάλλους υλακάς ηδονής καθώς εκέντριζε με το αιχμήεν πέος του το εξαίσιον γυναικείον μουνί εις το οποίον είχε πλέον λυσιτελώς εισδύσει.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 123)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλιδερό, έγκαυλο τε και καυλωτικό.

Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά που χρησιμοποιούσε κι ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας ο Εμπειρίκος.

  1. Τι θα έλεγε άραγε ο κύριος Μακ Γκρέγκορ,εάν εμάνθανε ότι προ μιας και ημισείας ώρας, η μαμά της, αυτή η σοβαρή και ευγενική κυρία, είχε κάμει και αυτή μ α λ α κ ί α ν, όπως τα μικρά καυλιάρικα κορίτσια;
    (Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 129)

2.
Ένα ξανθό καυλιάρικο MILF που θα ήθελες να πηδήξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψωλογλειφίς, η τσιμπουκλού, η πιπού.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...ο τυχηρός ανήρ εγέμισε το στόμα της νεαράς πεογλειφίδος με μιαν απίθανον ποσότητα ψωλοχύματος...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 139)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified