Ο καυλοπυρέσσων ψώλων, εις της ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.
Ο καυλοπυρέσσων ψώλων, εις της ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.
Got a better definition? Add it!
Γουτσισμός του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου για τα (εγκληματικά για τα χρηστά ήθη) κοριτσάκια που πρωταγωνιστούν στον «Μέγα Ανατολικό».
Βλ. επίσης: μουνίτσα, μουμούνα, μουνάγγελος, ψωλάγγελος, καυλάγγελος, αγγελοπούτα et al.
Μουνέλλα, κούκλα µου, άκουσε... Έτσι που ανοίγει τό βρακάκι σου, αν σταθής όρθια, δεν θα δω καλά τό µουνί σου... Θα κάνουµε λοιπόν κάτι άλλο.. Θα ανεβής στον πάγκο, στα τέσσερα, θα σκύψης µπροστά, θα άνοιξης καλά τά πόδια, µε τουρλωµένον πολύ τόν κώλο σου, και εγώ θα κοιτάξω τό µουνί σου από πίσω.
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος Ι, σ. 108).
Άαα!... Άαααα!... Ώωωχ!... Άααααχ!... Μουνίτσα μου!... Μουνέλλα μου!...Μαλακίτσα μου!... Είσαι ένα πολύ ωραίο... και καλό... πολύ καλό... γλυκό κορίτσι... Μουνάγγελος!...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος ΙΙ, σ. 19).
Got a better definition? Add it!
Γουτσισμός του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου για τις (εγκληματικά για τα χρηστά ήθη) μικρές φραπεδιάρες ψωλοτρομπάρισσες.
Άαα!... Άαααα!... Ώωωχ!... Άααααχ!... Μουνίτσα μου!... Μουνέλλα μου!...Μαλακίτσα μου!... Είσαι ένα πολύ ωραίο... και καλό... πολύ καλό... γλυκό κορίτσι... Μουνάγγελος!...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος ΙΙ, σ. 19).
Got a better definition? Add it!
Ιδιαίτερα σκληρή προσβόλα σε βάρος κυρίως γυναικώνε, but not apoclestically.
Σ.ς.: ένα από τα ελάστιχα μπινελίκια του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου που δεν εμπεριέχει ούτε ένα νανοψήγμα εν δυνάμει γουτσισμού ή χαριτωμενιάς.
2.
Δεν λεω οτι εισαι βρωμοπουτανο,αλλα τα γεγονοτα μιλανε απο μονα τους...
3.
Αντε γαμησου ρε βρωμοπουτανο της δαπ....θα σου παρω το μαλλι και θα σφουγγαρισω με αυτο ολους τους υπονομους της Αττικης...μετα θα ...
Got a better definition? Add it!
Η κοπέλα που είναι η ίδια έγκαυλος ή που προκαλεί καύλαν εις τους άλλους. Ανήκει στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, πλην ουχί αποκλειστικώς.
ελα τώρα καυλοκοπέλα μου, αφού όλοι ξέρουμε ότι ο Λαγουδάκης σου έχει δώσει το άντερο στο χέρι πόσες φορές. Αφέσου... (Από μπουρδελοσάιτ).
Ἦτο οπωσδήποτε κρῖμα νὰ χάσω καὶ ἐγὼ καὶ ἡ ὑπηρέτρια μία ἐπιπλέον ἀπόλαυση, καὶ νὰ μὴ χαρῶ ἐγὼ μία ἐπὶ πλέον δόσι μουνοχύματος, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ ἦτο μπόλικη ὅσο καὶ εὔγευστη καὶ ὡραία... Ἀπεφάσισα λοιπὸν νὰ «αποτελειώσω» τὴν καυλοκοπέλλα, κάνοντάς την νὰ χύσηι, πρᾶγμα ποὺ ἤμουν βέβαιος ἀπὸ τὴν κατάστασίν τοῦ μουνιοῦ της ὅτι θὰ συνέβαινε πολὺ γρήγορα ἂν τῆς τὸ χάιδευα ἔστω καὶ λίγο... (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 142).
Got a better definition? Add it!
Στην ιδιόλεκτο του Ανδρέου Εμπειρίκου σημαίνει ειλικρινώς και ουχί ειρωνικώς τον μικρόν και εισέτι άτριχον καυλάγγελον των παιδοφιλικών ονειρώξεων του ποιητού.
«Μὲ ἄλλα λόγια σᾶς ἀρέσουν πολύ οἱ μικροῦλες ποὺ τὶς ὀνομάζουν μπεμπέκες. .. Δηλαδὴ τὰ κοριτσάκια ποὺ δὲν ἔχουν βγάλει ἀκόμη τρίχες στὰ μουνάκια των». (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 136).
Got a better definition? Add it!
Ψωλογλειφίδα η οποία κατά την διάρκεια του μινέτου μετουσιώνεται από κοινή μούνα, κυριολεκτικά, σε στόμα και μουνί ένα πράμα.
Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου
...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... ΠΑράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούνα μου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 25)
Got a better definition? Add it!
Ο σφόδρα καυλοπυρέσσων, ο σπαρασσόμενος από την την κραταιάν του στύσιν.
Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.
Τέλος, ενώ της έγλειφε πάντοτε εν τη πραματικότητι ο φύλαξ, η Φλώσσυ εφαντάσθη ότι ο πεόμορφος κρουνός μετετοπίσθη και ότι, έχων γεμίσει τον λουτήρα έως τον λαιμόν της, εστάθη παλλόμενος προ του ανοικτού της στόματος, και ότι έχυνε εντός αυτού αύθονον παχύ σπέρμα ως αληθινή ψωλή, ψωλή μεγάλη ως πέος ίππου ή όνου, ενώ εκείνη, καυλοσφαδάζουσα και ηδονιζομένη σφόδρα εις την φαντασίωσίν της, όπως και εις την πραγματικότητα, εδέχετο το ψωλόχυμα εν τη φαντασιώσει της, όπως μια διψαλέα γη δέχεται εν καιρώ θέρους και κατά την διάρκειαν φοβερού καύσωνος, μίαν καταρρακτώδη βροχήν, πίνουσα και καταπίνουσα το ανεξάντλητον σπέρμα, όπως η πυρωμένη γη τον χειμαρρώδη όμβρον.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 35)
Got a better definition? Add it!
Ένας πλεοναστικός εμφατικός τρόπος για να βρίσεις κάποια(-ον) (ή να αποκαλέσεις στο πλαίσιο γαμησιάτικων μπινελικίων) ως πουτάνα.
2. Κύριε ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΑ η μανούλα σου η ψωλοπουτάνα σε έμαθε να φοβάσαι τους μετανάστες και τους αναρχικούς τόσο πολύ;! Κάτι ξέρει μάλλον
3. Να πεθάνουν τα ψωλοπούτανα.
Got a better definition? Add it!
Ο ψωλαράς, ο πουτσαράς. Υπερθετικά, ο μεγαλοψώλων.
Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.
Μήπως, μὰ τὸν Θεόν, ὁ μόνος Θεὸς ἦτο ἕνας τεράστιος καὶ παντοδύναμος Ψώλων, καὶ, οὐσιαστικῶς ὑπῆρχαν μόνο ἡδοναί, διὰ τοῦ πανισχύρου Πέους του καὶ τοῦ ὑπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι;
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 108-109).
Got a better definition? Add it!