Κάποια που (σχεδόν) παρακαλάει να δεήσει κάποιος να την τσιμπουκώσει (αν την πηδήξει δηλαδή κιόλας, θα κάνει Ανάσταση!). Συναντάται πολύ συχνά και σε γένος αρσενικό (βλέπε φωτό).
- Είδες πώς μου χαμογέλασε το μπάζο;
- Μεγάλη τσιμπουκοζητιάνα!
Κάποια που (σχεδόν) παρακαλάει να δεήσει κάποιος να την τσιμπουκώσει (αν την πηδήξει δηλαδή κιόλας, θα κάνει Ανάσταση!). Συναντάται πολύ συχνά και σε γένος αρσενικό (βλέπε φωτό).
- Είδες πώς μου χαμογέλασε το μπάζο;
- Μεγάλη τσιμπουκοζητιάνα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υβριστικό, η τσούλα, η πρόστυχη.
- Όλο με κάτι διχτυωτά και μίνι εμφανίζεται η Χ! Πρέπει να μη χαλάει χατήρι σε κανένα!
- Ναι, είναι μεγάλη ψωλαρπάχτρα!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.
Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.
-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!
Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.
Got a better definition? Add it!
Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.
-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αφοδεύει γρήγορα.
Απαντάται και ως γρηγοροκατρουλής.
Συνώνυμο: γρηγοροκατούρητος
Αντίθετο (με την έννοια αυτού που δεν πάει συχνά στην τουαλέτα, ή που δεν έχει πάει ακόμα, ιδίως στην Κρήτη απαντάται): ακατούρητος.
-Καλά ήρθες κιόλας από την τουαλέτα;
-Ναι, είμαι γρηγοροκατουρλής!
Got a better definition? Add it!
Ο μαστούρης ή μεθύστακας. Μεταφορικά, αυτός που λέει ή κάνει παλαβομάρες, ή που είναι εθισμένος με κάτι.
Ρε καμένε πάλι στον υπολογιστή είσαι; Βγες λίγο!
- «Ροζ δελφίνια πετάνε στο έδαφος της αμφιβολίας».
- Τι λέει πάλι ο καμένος;
Got a better definition? Add it!
Χλιδάτη γκόμενα με έντονα προκλητική εμφάνιση και συμπεριφορά.
- Πήγα σ΄ενα μαγαζί στην Κηφησιά κι έπηξε το μάτι μου στα χλιδότσουλα!
Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.
Got a better definition? Add it!
Το σούργελο που προσκυνά.
- Πολύ σουργελέισον είναι αυτός σήμερα.
- Σίγουρα.
Δες και -έισον, -έισιον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η χαζή μαζορέτα.
- Ο αγώνας δεν έλεγε τίποτα...
- Ναι, ειδικά οι χαζορέτες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι νεοσύλλεκτοι και οι πρωτοετείς στην Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων, από την πράσινη φόρμα αγγαρείας.
(συμμαθητής προς πρωτοετή:)
- 'Ελα εδώ, αγγούρι!
Got a better definition? Add it!