Further tags

Μεγάλη πράσινη σαύρα. Η γυναίκα που μιμείται την κίνηση της σαύρας, κωλοκουνίστρα. Σε επέκταση γυναίκα παιχνιδιάρα, τσαχπινογαργαλιάρα.

Είν' αυτή μια τσαπερδόνα! Σε 10 λεπτά, με το νάζι της, θα τον έχει ψήσει, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις: πουλάω + μούρη. Αυτός που έχει υφάκι, στιλ και γυαλί ρέιμπαν.

Πολύ στιλ ο τυπάς, πουλμούρ. Δεν τα χάφτω εγώ όμως. Έτσι και βγάλει το γυαλί και βγει απ' το γκάμπριο δε θα μετράει μία!

Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εκμοντερνισμένο «χρυσό μου». Συνήθως το χρησιμοποιούν οι φιλενάδες μεταξύ τους. Ο τόσο γλυκός τρόπος που παραπέμπει σε βρεφική ηλικία (βλ. ζουζούνισμα) -μπιάχ!!

Έλα βρε ζουζού μου, πού χάθηκες;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν την δεις θα καταλάβεις τι εννοώ. Η κοντή γεματούλα, χωρίς το γνώθι σεαυτόν, που μου φοράει το μίνι, καλτσόν δίχτυ και μπότα μαύρη.

Κοίτα, κοίτα τον μπόγο, την χιονόμπαλα, λύγισμα και κούνημα και αυτοπεποίθηση το κοντοπούτανο! Με τρελή πίπα θα τον κρατάει τον άλλον τον χάφτα δίπλα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω γίνει λιώμα απ' το ποτό, δε βλέπω μπροστά μου. Κυρίως για τα ναβαρινοαλάνια χρησιμοποιείται.

- Με μαζεύανε πάλι χτες απ' τα πεζοδρόμια φέτα.
- Αμάν ρε Γιάννη, πάλη πλακώθηκες στα μπυρόνια και τα ούζα χτες;;!

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μετράει, συνήθως άσχημα, που κωλολέει, που δεν παίρνει χαμπάρι μία.

Χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την αρτιότητα, την αξία, το μέγεθος της εγγύησης που αποτελεί κάποιος ή κάτι.

  1. Ψηλλλέ τσίμπησα μια οθόνη, πολλλή ζόρικη σε λλλέω. Τρακόσα εκατομμύρια χρώματα, 85 ίντσες και δε συμμαζεύεται...

  2. Άσε τον Τάκη πάνω μου. Είναι ζόρικος ο Τάκης, θα του εξηγήσω και θα καταλάβει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στραβάδι, ο γκαβός, ο τυφλοτσόγκας αυτός που δε βλέπει την τύφλα του.

Προκύπτει απ' τον γνωστό ποιητή Νίκο Καββαδία:
γκαβός + Καββαδίας = γκαβαδίας

-Θα μας σκοτώσεις ρε γκαβαδία; Το κόκκινο δεν το βλέπεις;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφαψίας.

- Είχε μεγάλο στριμωξίδι στο μετρό το πρωί και βρήκε ευκαιρία ένας ψυχάκιας χούφτερμαν να χουφτώσει μια γυναίκα. Έφαγε όμως με τη σειρά του μια τσιμπιά στα παπάρια κι ακόμα σκούζει ο ανώμαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταλαίπωρος, ο άνθρωπος που τρέχει και δε φτάνει, που το φυσάει και δε λέει να κρυώσει. Πάντα ολοκληρώνει κάτι ακριβώς κατά την εκπνοή της προθεσμίας και πάντα έχει κάτι ακόμα να κάνει.

Ο χαρακτηρισμός προφανώς προκύπτει απ' τον δημοφιλή ηθοποιό Θανάση Βασιλείου Βέγγο, ο οποίος στις περισσότερες ταινίες του πρέπει να θρέψει 17 στόματα, να παντρέψει 12 αδερφές, να κατεβάσει τη γάτα της γειτόνισσας απ' το δέντρο, να τρέξει λίγο γύρω από μια κολόνα προσπαθώντας να βρει το δρόμο του, να ανέβει σε ένα τρακτέρ ανάποδα και να ψάχνει το τιμόνι, να τον κυνηγήσει ο ιδιοκτήτης του σπιτιού του για το νοίκι και να βγει στο δρόμο με σακάκι, λουστρίνι κι από κάτω ριγέ σωβρακοφανέλα χωρίς καλό λόγο.

- Πετάξου μετά τη δουλειά να δεις αν είναι έτοιμα τα ρούχα στο καθαριστήριο. Και πάρε ντομάτες και ψωμί απ' το σούπερ μάρκετ. Και πήγαινε και δίπλα στη ΔΕΗ να πληρώσεις το λογαριασμό. Κι όπως έρχεσαι φέρε και τα παιδιά απ' το σχολείο.
- Αμάν ρε Σούλα, Βέγγος έχω γίνει! Πού να τα προλάβω όλα αυτά; Εσύ τι θα κάνεις δηλαδή;
- ΓΚΡΙΝΙΑ Τι θες να πεις;! Ότι δεν κάνω τίποτα; Ποιος καθαρίζει εδώ μέσα; Ποιος μαγειρεύει; Ποιος... ΓΚΡΙΝΙΑ
- Καλά καλά... πάω. Κι ευχαριστώ ε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός. Συγκεκριμένα το είδος του λιπαρού, πλαδαρού χοντρού.

(Καφρίλιον - Τραγούδια της Γειτονιάς - Ο γαμιάς - 1995)
Το ξανθό μουνί του χασάπη το παιδί του παλιο-χοντρολίπαρου του κυρ Θεμστοκλή ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified