Το μουνόσκυλο, δηλαδή το άτομο που δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και είναι ρουφιάνος. Σύνθετη λέξη από τις αιδοίον και κύων, δηλαδή μουνί και σκύλος.

Με κάρφωσε ο αιδοιόκυνος.

Σαν να κλαίει το αιδοικυνάκι... (από MXΣ, 26/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... Επίρρημα... ο γνωστός αρχαιοελληνικός τρόπος γραφής και ανάγνωσης (βουστροφηδόν), με αλλαγή της κατεύθυνσης ανά στίχο, κατά την τροχιά του βοός στο χωράφι... έγινε στα νεοελληνικά η τροχιά που διανύει το πουστρόνι προκειμένου να πάει από το α στο β: τροχιά λοξή και κουνιστή, με πολλά τσαλίμια και κωλοαναστροφές .
Ε; Ζόρικος όποιος (λαός) το έβγαλε αυτό.

η τελευταία στροφή από ποιηματάρα με άγνωστες λέξεις -οδοντιάτρου (;)- από εδώ.

αναζητούμε τη μισκοτίνη
την άλλη πλευρά της ζωής
να θρονιαστούμε
μα όλα τα όνειρα τελειώνουν
σε πολυθρόνα οδοντιατρική
οδεύοντας πουστροφηδόν
στην έσχατη
τη μάχη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν αποτελεί προσφορά της ταπεινότητάς μου στο σλανκγεπώνυμο πλήθος κι εκτιμώ ότι έρχεται να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε με τη μετάβαση από την καθαρεύουσα στην δημοτική, κατά την οποία πολλές εκφράσεις μεν διασώθηκαν αλλά χωρίς ο εκάστοτε χρήστης να είναι 100% σίγουρος τι στο μπούτσο σημαίνουν.

Φύρδην μίγδην. Εκ των ρημάτων φύρω / συμφύρω και μείγνυμι / μιγνύω που σημαίνουν ανακατεύω, με την αρχαία επιρρηματική κατάληξη -δην. Σημαίνει ανακατεμένα. Ασ' τα να παν. Μπερδεμένοι; Όχι πια. Τώρα υπάρχει το νέο, βελτιωμένο φύρδην μίγδην, το...

Φίδιν μύδιν. Εκ του φιδιού και του μυδιού. Στην φύση τα δύο αυτά απλώς δεν συμπίπτουν. Δεν έχουν σχέση, δε γνωρίζονται, δεν μπορεί να τα δει κανείς να πίνουν καφέ παρέα σε μιά καφετερία στο Μπουρνάζι. Όταν μία κατάσταση είναι φίδιν μύδιν είναι απλώς ανακατεμένη ως μη όφειλε.

Με το νέο φίδιν μύδιν, επιτυγχάνεται το ίδιο αποτέλεσμα με την αρχική έκφραση και ακούγεται και το ίδιο. Αν ο συνομιλητής σας δεν προσέξει πολύ θα νομίζει ότι χειρίζεστε άριστα την καθαρεύουσα και θα εντυπωσιασθεί. Αν πάλι πέσετε σε προσεκτικό ακροατή και πάει να σας διορθώσει, θα επικαλεσθείτε την νέας κοπής εκδοχή της αρχαίας φράσης και θα είστε πάλι από πάνω. Κι έτσι κι αλλιώς κερδισμένοι.

Φίδιν μύδιν. Με όλη τη γεύση και λιγότερες θερμίδες.

Φίδιν μύδιν. Τώρα απολύτως δωρεάν για τους χρήστες του σλάνγκ τζιάρ.

Ασφαλές και για τους ασιγματιστέσ φίλους μας.

- Γιωργάκη, τι χάλια είναι αυτά παιδί μου; Τι δωμάτιο είναι αυτό; Βιβλία, παιχνίδια, βρακιά, φαγητά, όλα φίδιν μύδιν... Δε ντρέπεσαι λιγάκι;
- Άτσα η γριά... «Φίδιν μύδιν»; Τι έγινε; Αφήσαμε τα βραζιλιάνικα και ξημεροβραδιαζόμαστε στο σλάνγκ τζιάρ; Σιγά σιγά θα μας πεις ότι ξέρεις και τη Λίλιαν.
- ΤΟ Λίλιαν είναι. Άσχετε... Και φτιαξ' το δωμάτιο σου μη σε πάρει κανας διάολος πρωινιάτικα, την περεστρόικα μου μέσα!
- ...

O μικρος Διαμαντης και τα fruits de mer (από Vrastaman, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος - οξύμωρο σχήμα του Χρήστου Γιανναρά στην «Καθημερινή» για να περιγράψει τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα. (Βλ. και τσίπρα, η). Σημαίνει έναν νέο άνθρωπο, ο οποίος όμως αναπαράγει φρασεολογία περασμένων γενεών. Το φαινόμενο είναι πολύ σύνηθες σε αριστερίστικους κύκλους, σε επαναστατημένα τζόβενα, αλλά και σε reborn αγριοχρίστιανους.

Η προέλευση του όρου είναι από την βυζαντινή εικονογραφία, όπου τα παιδάρια - νήπια, και κυρίως το Θείον Βρέφος, εικονίζονται με σοφία, γνώση και σοβαρή έως συνοφρυωμένη έκφραση γέροντος.

- Τα άκουσες τα επαναστατημένα τζόβενα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στο Αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής; Ύφος και τσιτάτα λες κι είμαστε στον Μάη του '68... Για να μην πω στην εποχή του Στάλιν! Τι να πω; Παιδαριογέροντες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική παραλλαγή του επιρρήματος «αρκούντως» (αρκετά). Βασίζεται σε εσκεμμένα λανθασμένη αντικατάσταση του «ντ» από «δ» όπως αυτό γινόταν παλιά στα ξένα ονόματα (Codrington -> Κόδριγκτον, Don Juan->Δον Ζουάν κ.ο.κ ). Δείχνει επιδοκιμασία, θετική στάση αλλά και ελαφριά ειρωνεία καθώς παραπέμπει στην αρκούδα και στον αρκουδέη.

- Πώς σου φάνηκε το καινούριο Half Life;
- Αρκούδως καλό αν και θα περίμενα τελειότερα γραφικά.

Αναρκούδωτη μοναξιά (από Khan, 19/09/13)

Βλέπε και τουλάστιχον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δηλητήριο το οποίο καταδικάζονται να πάρουν όσοι παρακολουθούν το δελτίο του Star με αναρίθμητα χαζορεπορτάζ από τη Μύκονο ...

- Πάμε σήμερα κάτω;
- Βαριέμαι ρε μαλάκα..
- Και τι θα κάνεις μεσα ρε;
- Μάλλον θα κάτσω στην τηλεόραση, όλο και κάτι θα 'χει..
- Δες star!
- Ναι, γάματα... θα πάρω μια γερή δόση μυκώνειο, μου φαίνεται!

(από Vrastaman, 26/03/09)

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Πανγαμάτωρ είναι ο άνδρας ο οποίοις συνουσιάζεται ή ευβρίσκεται εις συνουσιαστικήν διάθεσην καθόλην την διάρκεια της ημερός!

Θέλγεται από όλα τα θηλυκά και η ερωτική του ζωή είναι... γαργαλιστική έως πικάντικη! Εύχρηστη δε η λέξη εις την φράση: «Ο Πανγαμάτωρ Χρόνης», εις την περίπτωση κατά την οποία γιγνώσκετε κάποιον ονόματι Χρόνη ή απλά ως λογοπαίγνιο!

Φιλήμον: «Α κοίταξον, ο Άδωνις!»
Σαρπηδόνας: «Αχ ναι, ο Άδωνις! Γνωστός και ως: ο Παναγαμάτωρ Χρόνης!»
Φιλήμον: «Αχχ και πότε θα έχομεν την ευφροσύνη να... περάσει και από μας! Αχχχ...!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από μπροστά, από τον κόλπο, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: πρωκτηδόν

Πάρε μου το κωλαράκι, τώρα το θέλω.
— (ατάραχος) Ας ξεκινήσουμε κολπηδόν, και βλέπουμε, τέκνον μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από πίσω, από τον πρωκτό, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: κολπηδόν

— Άντε, πού είναι το πρωκτηδόν που μου 'ταξες; Περιμένω τόση ώρα... Έχουμε κάνει τα πάντα και μπαργαλάτσο στην κωλοτρυπίδα μου δεν είδα!
— Γύρνα, τέκνον μου, γύρνα! (πού έβαλα τη βαζελίνη, ο μαλθάκας;)

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την παλιά καλή και ξένοιαστη εποχή της δραχμής, ο τσιγκούνης, φραγκοκίλερ, φραγκοφονιάς.

Πάλι μια μελιτζανοσαλάτα μόνο παράγγειλε στην ταβέρνα ο δραχμολάτρης και φυσικά μετά πλήρωσε ρεφενέ.

(από joe909, 04/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified