Selected tags

Further tags

Ναρκοσλάνγκ για τον μικρό σωλήνα, συνήθως από τυλιγμένο χαρτονόμισμα, που χρησιμοποιείται σε μύτινγκ για το σνιφάρισμα κοκού ή (σπανιότερα) ηρωίνης. Οι ξιπασμένοι άρχοντες της νύχτας και οι καγκουρογιάπηδες τση πούτσας χρησιμοποιούν χρυσά ή πλατινένια γιούφι.

Γιούφι αποκαλείται και ο αυτοσχέδιος σωλήνας από αλουμινόχαρτο που χρησιμοποιείται για το κάπνισμα ηρωίνης (βλ. 4ο παράδειγμα).

Βλ. επίσης: γιουφ, σνιφάρω, ♪♫ κι αν τα ρουθούνια μου μείνουν μισά, κανένα πρόβλημα, θα βάλω χρυσά ♪♫.

1.
Τα νεαρά χέρια μου μεταμορφώθηκαν πρόωρα σε χέρια υπερήλικης μαστροπού. Εκδίδω τα θηλυκά σοφίσματα που γεννούν οι απειροελάχιστες συνευρέσεις με το κοκό πολύ πριν ενηλικιωθούν. Οι ψευδαισθήσεις μου ροφούν την νεότητά τους με γιούφι φτιαγμένο από σελίδα της Βίβλου. Τελικά η ζωή μου είναι διεστραμμένη, όχι εγώ.

2.
Υπουργός “σνιφάρει”;; Ε όχι ρε παιδιά! Εμείς τι θα έπρεπε να κάνουμε δηλαδή; Θα μας τρελλάνει τελείως το dream team τις Πασοκάρας που μας έριξε στα νύχια του ΔΝΤ. Βγαίνει τώρα ότι υπάρχει υπουργός της κυβέρνησης που έχει “αναπνευστικά προβλήματα” και ακολουθεί θεραπεία με “γιούφι” στα ρουθούνια.

3.
♪♫ για να σε εκδικηθώ
σου βρέχω τα χαρτάκια
σου πίνω το κοκό
το γιούφι που αγαπούσες ♪♫

4.
Για το κάπνισμα, η ηρωίνη τοποθετείται σε ένα αλουμινόχαρτο ή ένα λεπτό κομμάτι μέταλλο. Ένας κωνικός σωλήνας σε μέγεθος τσιγάρου ή στιλό, από αλουμινόχαρτο επίσης (το λεγόμενο “γιούφι”) μπαίνει στο στόμα και κρατιέται πάνω από το ναρκωτικό. Μία φλόγα κρατιέται κάτω από το μέταλλο, η ουσία θερμαίνεται και βγάζει καπνό και ο χρήστης κυνηγά τον καπνό που ανεβαίναι με το σωλήνα. Μετά από μερικές χρήσεις, σημαντική ποσότητα ουσίας κρυσταλλώνεται μέσα στο γιούφι, το οποίο χρησιμοποιείται πλέον ως βάση, με ένα άλλο γιούφι.

Γιούφι από χαρτονόμισμα (από σφυρίζων, 08/07/13)Ο John Lennon σε λολοπαιγνιώδη διάθεση σκιφάρει κόκα (από σφυρίζων, 08/07/13)Γιούφι για κάπνισμα ηρούς (από σφυρίζων, 08/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To σίσα (shisha) πρόκειται για τον γνωστό (ν)αργιλέ. (συσκευή καπνίσματος ασιατικής προέλευσης).
Λέγεται και χούκα (hookah).

Ψήνεσαι να πάμε να καπνίσουμε κάνα σίσα στον Πειραιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα ασύρματα φορητά μικρόφωνα, ταμπακιέρα είναι ο πομπός του μικροφώνου ο οποίος «φοριέται» στη ζώνη του χρήστη, κάπου που να μην φαίνεται ιδιαίτερα, για παράδειγμα κρυμμένος κάτω από το σακάκι, στους άνδρες. Είναι σχήματος παραλληλεπίπεδου, σε διαστάσεις που προσομοιάζουν σε πραγματική ταμπακιέρα. Από αυτήν ξεκινά το καλώδιο του μικροφώνου που καταλήγει συνήθως σε ψείρα στο πέτο. Αν πρέπει να χρησιμοποιηθεί και ακουστικό, π.χ. για τον παρουσιαστή μιας εκπομπής, η ταμπακιέρα είναι πομποδέκτης, δηλαδή στέλνει ήχο από το μικρόφωνο στην κονσόλα αλλά και λαμβάνει ήχο από αυτήν (τις οδηγίες του σκηνοθέτη και του ηχολήπτη). Λειτουργεί με μπαταρίες.

Χρησιμοποιείται στις τηλεοπτικές εκπομπές, στις συναυλίες (εφόσον ο χρήστης χρειάζεται να χορεύει ενώ τραγουδά) κλπ.

  1. Περιγραφή τεχνικών χαρακτηριστικών σχετικού προϊόντος από εδώ:

UHF ασύρματο σετ (μικρόφωνο πέτου, πομπός ταμπακιέρα + δέκτης), πυκνωτική κάψα καρδιοειδής, diversity, φίλτρο anti-pop, εμβέλεια 50m, frequency response 40Hz-15KHz, ισχύς πομπού: 10mW, 16 διαθέσιμες συχνότητες, xlr έξοδος.

  1. Από εδώ:

Οι τεχνικοί της εκπομπής ξεκαθαρίζουν, σχετικά με την πληροφορία ότι ο Κασιδιάρης οπλοφορούσε, πως αυτό που φαίνεται στο βίντεο είναι η «ταμπακέρα» [σ.σ. sic] του μικροφώνου του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτομή του ρητού «πενία τέχνας κατεργάζεται». Πρόκειται για αυτοσχέδιο τσακμάκι που χρησιμοποιούσαν οι ανήλικοι φυλακισμένοι πριν από αρκετές δεκαετίες. Αποτελείται από μια τσακμακόπετρα από αναπτήρα του εμπορίου (αυτό μας δίνει και μια ιδέα για την ηλικία της πατέντας), ένα ξυλαράκι, λίγο βαμβάκι και ένα κομματάκι από σπασμένο τζάμι.

Το βασικό πλεονέκτημα της τιριτόμπας (ή τιριτρόμπας) είναι το αμελητέο μέγεθος των τεμαχίων που την αποτελούν, γεγονός που επιτρέπει την εύκολη απόκρυψή τους σε περίπτωση έρευνας.

Η ετυμολογία της τιριτόμπας παραμένει στο σκοτάδι, το οποίο δεν μπορούν να φωτίσουν ούτε οι φλόγες της φωτιάς που μπορεί κάποιος να ανάψει με το εν λόγω εργαλείο. Λυπάμαι που σας απογοήτευσα. Πάντως, από τα σχόλια εδώ μαθαίνουμε ότι η λέξη είναι μάλλον ιταλικής προέλευσης, ενώ από τα παραδείγματα προκύπτει ότι η τιριτόμπα ήταν σε χρήση τουλάχιστον από το 1947 μέχρι το 1969, αν ληφθεί υπ' όψιν ότι οι συγγραφείς των παρατιθέμενων αποσπασμάτων ήταν φυλακισμένοι εκείνα τα μαύρα χρόνια.

Οι άλλες, θεατρικές ή φαγώσιμες τιριτόμπες κρίνονται παντελώς άσχετες, καθώς δεν συχνάζουν στα μέρη που εχρησιμοποιείτο ο περί ου ο λόγος αναπτήρας.

Τα δικαιώματα επί του ορισμού είναι ευγενής παραχώρηση (muchas gracias) του patsis, ο οποίος και τα είχε κατοχυρώσει προ τριετίας. Για τα σερβιριζόμενα στο λήμμα, αγορανομικώς υπεύθυνος είναι αποκλειστικά ο λημματογράφος.

  1. Κανόνισα [...] και του 'στειλα τσιγάρα και τιριτόμπα. Ξέρεις τι είναι η τιριτόμπα - τι λέω, πού να ξέρεις ; Σ' ένα κομματάκι ξύλο ή στο τακούνι του παπουτσιού, στο πλάι, ανοίγεις μιά τρύπα και φυτεύεις μιά τσακμακόπετρα, που μ' ένα γυαλάκι και λίγο μπαμπάκι γίνεται τσακμάκι πρώτης. 'Οσες έρευνες κι αν κάνουνε, είναι αδύνατο να σ' το βρούνε.

(Χρ. Μίσσιος «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», εκδ. Γράμματα).

  1. Στις Φυλακές Εφήβων δεν υπάρχουν τσακμάκια. Οι νεαροί Κατάδικοι για να ανάβουν τα τσιγάρα κατασκευάζουν ένα απλοϊκό τσακμάκι : καρφώνουν σε ένα ξυλαράκι μιά τσακμακόπετρα και μετά (κρατώντας με τον αντίχειρα λίγο μπαμπάκι πλάι στην τσακμακόπετρα) τρίβουν το ξυλαράκι-τσακμακόπετρα σε ένα τζάμι. Αυτό το περίεργο τσακμάκι έχει το περίεργο όνομα τιριτρόμπα. Μέχρι σήμερα ουδείς εζήτησε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την τιριτρόμπα.

(Ηλ. Πετρόπουλος «εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη», εκδ. Νεφέλη).

Ίσκα (από Παπαντώνης, 24/03/12)(από Vrastaman, 25/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Νόστιμο ψάρι που μοιάζει με τον τόνο και την παλαμίδα με επιστημονική ονομασία auxis. Το είδος auxis thazard ζει σε μεγάλα βάθη στη Μεσόγειο. Παρεμπιπτόντως, έχουν βρεθεί απολιθωμένα λείψανά τους σε στρώματα του ολιγόκαινου και του μειόκαινου, σε περιοχές της Αυστρίας και της βόρειας Βαλκανικής.

2. Χοντρό ροπαλοειδές (κι όχι μόνο) κομμάτι ξύλου, ο γνωστός κόπανος, στο ουδέτερό του.

3. Το αρχίδι, κατά Λευκάδα μεριά. Οπότε και μειωτικός χαρακτηρισμός προς άτομα με απαράδεκτη συμπεριφορά, βλάκες, ύπουλους, μοχθηρούς και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό όπως βεβαιώνεται κι εδώ.

1.
Έχω πιάσει μόνο δυο φορές με λαστιχάκι ψαρεύοντας τονάκια (κοπάνια) τα οποία πιάνονται εύκολα με αυτό οπότε σίγουρα δεν είναι η καλύτερη μέθοδος το λαστιχάκι για παλαμίδες.

2α.
Η δε επεξεργασία του χώματος ήταν μια μεγάλη διαδικασία, Το χώμα αυτό το κοπανούσαν με ένα ξύλο, το «κοπάνι», το οποίο το έπαιρνε χοντρό από το δάσος ο Παναγιώτης ο Κοζανίτης και το πελεκούσε. Μ’ αυτό χτυπούσε το χώμα μέχρι να γίνει σαν πούδρα.
(Περιγράφει την επεξεργασία χώματος με σκοπό τη δημιουργία κεραμικών).

2β.
Το νερό θέτει σε περιστροφική κίνηση εκκεντροφόρο άξονα, ο οποίος με τη σειρά του κινεί παλινδρομικά ράβδους (κοπάνια), οι οποίες συνθλίβουν τις πρώτες ύλες του μπαρουτιού σε λεπτή σκόνη. (Περιγράφει τη λειτουργία ενός μπαρουτόμυλου στην Αρκαδία -βλ. 2ο μήδι).

3α.
Το παιδί είχε μοίρα λαμπρή. Καλά-καλά!!! Το δέχτηκε η γειτονιά ως φυσιολογικό και γνήσιο. Το δέχτηκαν οι Βλάχοι, οι γύφτοι, οι λούμπεν, οι χλιδάτοι, οι μοδάτοι, οι λεφτάδες, οι παπάδες, οι σοφοί, οι κουτοί, οι χαζοί, οι κουζουλοί, οι πονηροί, οι χωριάτες, οι εργάτες, τα κοπάνια, τα τσογλάνια, οι λεβέντες, οι χαφιέδες και γενικώς το εδέχθησαν άπαντες οι μαλακισμένοι της κοινωνίας ( μεταξύ αυτών και εγώ αρχικώς) γιατί το παιδί έγραφε στην ούγια ΜΕΪΝΤ ΙΝ ΟΥΖΑ και εμείς διαβάζαμε Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

3β.
Έχει σημασία που δεν δημιουργήθηκε για video games; Δεν υπάρχει πιο εύχρηστο εργαλείο από το ποντίκι τελεία και παύλα, για όποιον σκοπό και να χρησιμοποιείται. Εξάλλου κάποτε δεν φανταζόμασταν τους εαυτούς μας να παίζουμε με keypads, αυτά ήταν για κοπάνια, το tomahawk joystick ήταν κάποτε το χέρι του θεού ή το πιο κοντινό σε αυτό.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται έτσι συχνά ο μεγάλος δονητής, ο γαμπρός.

  1. περιεργασου πρωτα την περιοχη και μετα χρησιμοποιησε το δονηταρι....παιξε συγχρονος ενω μπαινοβγαζεις το ντιλντο και δες αν εχεις οργασμο.... θα ελεγα να συνεχισεις αυτη την συνηθεια ακομα και εαν βρεις κανονικη τσαπου....καλους οργασμους..
    στο ερωτημα αν εισαι παρθενα η οχι καλυτερα να πας στο ερωτοδικιο.... (Εδώ).

  2. Η ΜΙΑ ΣΦΑΛΙΑΡΑ ΠΙΣΩ ΑΠ ΤΗΝ ΑΛΛΗ,ΕΧΕΙ ΠΑΡΕΙ ΕΝΑ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΜΕΧΡΙ Κ ΤΟ ΑΕΚΑΚΙ Κ ΕΣΕΙΣ ΕΝΑ ΔΟΝΗΤΑΡΙ... (Εδώ).

Για όλη την οικογένεια (γαμιόμαστε). (από Khan, 10/01/12)Θου Κύριε... (από σφυρίζων, 11/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φορητό μικρό ηλεκτρικό ματάκι με πρίζα για το μπρίκι του καφέ.

  2. Είδος μικρού πυροτεχνήματος που σέρνεται φλεγόμενο στο έδαφος και σφυρίζει.

  3. Μηχάνημα - φορτωτάκι, άλλως εκσκαφάκι, πιο επίσημα φορτωτής πλάγιας ολίσθησης, αγγλιστί skid street loader. Πρόκειται για μικρό αυτοκινούμενο μηχάνημα, με τετράτροχη κίνηση στους δεξιούς και αριστερούς τροχούς, η οποία του επιτρέπει να είναι εξαιρετικά ευέλικτο, μέχρι και να κάνει πιρουέτες. Φέρει δυο βραχίονες, στους οποίους προσαρμόζεται ότι χωράει ο νους του ανθρώπου, φαγάνα, εκχιονιστήρας, χορτοκοπτικό, μπετονιέρα, πηρούνια και άλλα 16 που αναφέρει η Wikipedia και δεν ξέρω τι σημαίνουν.

  4. Χημικό καθαριστικό για λεκέδες ρούχων.

  1. - Ρε συ δεν έχεις κανένα γκαζάκι να κάνω τον καφέ, μ’ αυτό το διαβολάκι δέκα ώρες θα κάνω.
    - Το διαβολάκι κάνει το καλό καϊμάκι.

  2. Μια φορά Πάσχα, μετά την Ανάσταση, έχω κατέβει αρματωμένη (όπως κάθε Νησιώτισσα/ης που σέβεται τον εαυτό της/του) με καμιά εικοσαριά γουρούνες, διαβολάκια και συνδυασμούς των παραπάνω. (Τρεις γουρούνες μαζί δεμένες με μονωτική, γουρούνες με διαβολάκια για μίτσες, απλά πράγματα ψιλοετοιματζίδικα. Παλιά με τα αδέρφια μου φτιάχναμε τα δικά μας τρίγωνα κλπ, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). εδώ.

  3. Εδώ είναι η λίστα των αγγελιών από την κατηγορία διαβολάκια που προέρχονται από Ιταλία. Μπορείτε να ταξινομήσετε μεταχειρισμένα διαβολάκια ανά τιμή, έτος παραγωγής ή μοντέλο. Παρακαλούμε χρησιμοποιήστε την πλοήγηση στην αριστερή πλευρά για να περιορίσετε την αναζήτησή σας. Μπορείτε να διευρύνετε την αναζήτησή σας για διαβολάκια που προέρχονται από άλλες χώρες.εδώ.

  4. Πώς καθαρίζει το ρετσίνι απ' τα ρούχα;
    Προσπάθησε να δοκιμάσεις το διαβολάκι του λεκέ.

Άσχετο αλλά ωραίο. (από joe909, 16/08/11)(από joe909, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυάλινη συνήθως νερόπιπα που χρησιμοποιείται για τη πόση ναρκωτικών ουσιών, π.χ. κανναβινοειδών, κρακ, σάλβια, κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης και ταλιμπάν.

Δανεικό κι αγύριστο από το Ταϊλανδικό baung.

- Είναι ένα είδος ναργιλέ, για να καπνίζουν μαριχουάνα και διάφορα τέτοια. Αναρωτιέμαι αν έχει κάποια ονομασία ή το ονομάζουν «μπονγκ».
- Το έψαξα σε ένα σάιτ για το κάπνισμα. Τα λένε μπονγκ.
(εδώ)

- Με την ίδια ακριβώς λογική, λειτουργεί και η ΝερόΠιπα ή νεροσωλήνας ή Bong... Εδώ το δοχείο, τον αεροθάλαμο και το σωληνάκι ρουφήγματος τα αντικαθιστά μια σωλήνα σχετικά μεγάλης διαμέτρου (περίπου όσο το στόμα). Χρησιμοποιούμε μονάχα ένα σωληνάκι ενωμένο εξωτερικά με ένα δοχείο καύσης. Η νερόπιπα, σε σχέση με τον αργιλέ, παρουσιάζει το πλεονέκτημα της εύκολης μεταφοράς και συντήρησης. Προσοχή θέλει το δοχείο καύσης το οποίο πρέπει πάντα να είναι σε μεγαλύτερο ύψος από την επιφάνεια του νερού για να μην βραχεί το χόρτο..
(εκεί)

- ΜΠΟΝΚ / ΝΑΡΓΙΛΕΔΑΚΙ 15cm, 10.23EUR, Αγορά !! (από εμπορικό σάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο δονητής. Που σε απαυτώνει.

  2. Ο κώλος.

  1. βλ. εδώ

  2. Αγαπάς τον σύντροφό σου; Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
    Αν απαντήσεις ναι και στα δύο, τότε γιατί σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Μήπως τα θέλει ο απαυτούλης σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Προέρχεται απ’ το αργκοτικό αγγλικό dukes: γροθιές (επίσης, ο τίτλος ευγενείας «Δούκας» στον πληθυντικό).

Σημαίνει:

  1. Το μπουνίδι, το άγριο ξύλο, τις μπουκετιές.

  2. Όταν μιλάμε για άντρες:

    • αυτόν που είναι γερός και δυνατός, γεροδεμένος, χεροδύναμος και σωματαράς (κοινώς το γομάρι), με υψηλότατα επίπεδα τεστοστερόνης, τον νταή που έχει το ζωνάρι του λυμένο για καυγά, που δε μασάει και δεν αφήνει να του βγει κανένας από πάνω.
    • τον γορίλα, το μπιλντέρι, τον μποντιμπιλντερά, το μπρατσόνι, τον σφίχτερμαν, τον φουσκωτό, τον χτιστό / χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο συνδυασμό body building–ντόπες για λόγους αυτοερωτικής επιδειξιμανίας ή και τραμπουκισμού. Προκαλεί φόβο – τρόμο, σε συμπλεγματικές γκόμενες αίσθημα ασφάλειας και σε …μερικούς λιγούρα για ξινά. Τα μπίο – ντούκια τον απεχθάνονται και τον θεωρούν (πολύ σωστά) μεταλλαγμένο με κάθε έννοια.
    • Σχετικό σφόλι: «φαρινάπ». Υπονοεί (στερεοτυπικά) μειωμένη ευφυΐα και κάποτε - κάποτε πώρωση και φανατίλα, ειδικά αν το ντούκι αποτελεί μέλος / οπαδό κάποιου είδους ομάδας / συμμορίας. Συναντάται ως σεκιουριτάς, πόρτα, νταβατζής παντός είδους και σε μέρη όπου ενδείκνυται μινιμαλιστική ένδυση, πχ πισίνες, παραλίες.
  3. Η έκφραση «είμαι ντούκι», όταν δεν συνάδει με τον υπεράνω φαινότυπο, σημαίνει πως από υγεία είμαι τετράγερος / τσιλίκι.

  4. Όταν μιλάμε για πράγματα (συνήθως μηχανοκίνητα -αλλά όλο και συχνότερα αναφέρεται και σε κάθε είδους ηλεκτρονικό εξοπλισμό κι όχι μόνο) σημαίνει πως είτε κάτι είναι πειραγμένο, είτε μοντιφαρισμένο, είτε ενισχυμένο με πρόσθετα, οπότε το μέγεθος ή η απόδοσή του να είναι εντυπωσιακή.

  5. Λέγεται και για πανέμορφες, σεξουάλες γυναίκες που ξυπνάνε το θηρίο μέσα μας.

Β. Από την φημισμένη φίρμα (και αγωνιστικών) μοτοσικλετών Ducati που κατοικοεδρεύει στην Bologna της Ιταλίας. Σημαίνει, χαϊδευτικά, μια μηχανάρα της συγκεκριμένης φίρμας.

Γ. «ντούκια», από το βενετσιάνικο ducia.

Σημαίνει:

  1. Στα ναυτικά σινάφια: σπείρες, κουλούρες σκοινιού ή συρματόσκοινου. Το «ντουκιάρω» σημαίνει: διπλώνω, μαζεύω, κουλουριάζω, τακτοποιώ (ώστε να μην μπερδεύονται), ασφαλίζω (για να μην λυθούν κατά λάθος) τα σχοινιά ώστε να ‘ναι έτοιμα για επόμενη χρήση. Επίσης, και σαν «ντουκάρω». Εμφανίζεται και σαν συνώνυμο του νετάρω, καθαρίζω, ξεθαμπώνω.

  2. Ο άρρωστος, ο κλινήρης (στα Κεφαλλονίτικα και τα Λευκαδίτικα).

  3. Ο ύπνος. Υπάρχει και το ντουκάρω : αποκοιμιέμαι (στα Κερκυραίϊκα).

Δ. Σύμφωνα με το Φουρνιώτικο Γλωσσάρι, η έκφραση «πιάνω ντούκια» σημαίνει φτάνω το βυθό της θάλασσας με βουτιά (ελεύθερη κατάδυση) και σαν απόδειξη, φέρνω πάνω μια χούφτα άμμο, φύκια ή κάποια πέτρα.

Ε. Στα λατομικά σινάφια: οι τρύπες μετά από διάτρηση σε νταμάρια.

Α.1.α. Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά το άτομο του έδωσε και γαμώ το ντούκι!! Νοκ-ουτ κατευθείαν! (απ’ το δίχτυ)

1.β. – Ρε ‘συ; Κανά ντούκι πέφτει ή μόνο βρίζεστε; - Από πού λες ρε μαλάκα να κονόμησα τα ράμματα;
- Ε! πάρε κι από μένα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης να μη στο χρωστάω.

Α.2.i. – Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Βρε αμάν!! Ποιος σου κατέβασε τη μάπα;
- Μου ‘στησαν χωσιά κάτω απ’ τη γέφυρα τα τσογλάνια που ντεμέκ τους χρωστάει το καρντάσι μου.
- Και την έβγαλες καθαρή μ’ όλα τα κόκαλα σωστά; Δεν πα να ξουριστείς λέω ‘γω;
- Στο παραπέντε για το θανατάδικο τη σκαπουλάρισα ρε μαλάκα! Να ‘ναι καλά δυο ντούκια που σκάσαν μύτη απ’ το πουθενά.
- Και καθάρισαν αυτοί για σένα;
- Ανοίξανε κεφάλια, φτύσαν δόντια.. γάμησέ τα, βγάζαν γούστα οι λεβέντες!! Χέστηκα μην έχουμε όλοι τίποτε τραβήγματα και ίσα που τους σταμάτησα πριν τους κάνουν γκράφιτι.
- Κέρασες τίποτα;
- Θεούς τους έκανα για κανά ξίδι αλλά είναι πολύ μπίο. Με Αμίτα τη βγάλαμε!!!

Α.2.ii. βλ 1ο μήδι (τα λόγια είναι περιττά)

Α.3. Ι. «…Κάναμε τα τσεκάπ μας και αφού ο καρδιολόγος μας είπε ότι είμαστε ντούκια, ντυθήκαμε κι επιστρέψαμε στο Κέντρο.…»

ΙΙ.«Δεν λαχανιάζω, είμαι ντούκι εγώ.»
(απ’ το δίχτυ)

Α.4.Ι.
«Τερατούργημα το ντούκι. Τι τα ταΐζετε ρε εκεί στον Παγασητικό;» (βλ. μήδι την ψαρούκλα)

ΙΙ. «Τα αργεντίνικα κρέατα είναι ντούκια, κάτι πρέπει να τα ταΐζουν» (για τις πελώριες φημισμένες αργεντίνικες μπριζόλες)
(απ’ το δίχτυ)

Α.5. Ι. Άσε ρε μαλάκα! Κόζαρα ένα μωρό και δεν πήρα χαμπάρι ότι οι μπροστινοί μου φρενάρανε... στον πόντο τη γλίτωσα την τράκα.
- Ρίξε περιγραφή.
- Ντούκι 20χρονο καστανό πρασινομάτικο, απ 'αυτά που κλείνουν σπίτια, εταιρείες, εκκλησίες, μοναστήρια. Έπρεπε να τρακάρω και να κατέβω να τη ζητήσω για γκαφέ σαν αποζημίωση για τη συμμετοχή της στο ατύχημα. (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

ΙΙ. «… ΥΓ: αυτή η δημοσιογράφος είναι ΝΤΟΥΚΙ!» (βλ. μήδι τη δημοσιογράφο(!!;;!!) Christina Pedroche) (αγορασμένο)

Β. «..Όμορφο και στριφτερό όπως όλα τα ντούκια, με άψογη οδηγική συμπεριφορά...» (Σχόλιο θαυμαστή του 4ου μηδιού)

Γ.1.β. «…Λουστραδόροι τεχνίτες θεωρούνται οι εργαζόμενοι που γνωρίζουν τα διάφορα βερνίκια, ξέρουν να χρησιμοποιούν πιστόλι, να ντουκάρουν και λουστράρουν ξύλινες επιφάνειες και παλιά ή καινούργια έπιπλα στα πλοία …»
(απ’ την κωδικοποίηση διατάξεων συλλογικών ρυθμίσεων των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται σε ξυλουργικές εργασίες στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)

Γ.1. Σπουδή Θαλάσσης (του Καββαδία)

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο «Πυθέας»
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά. Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.(*)
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

(*) εννοεί: τα σκοινιά πάντα τυλιγμένα σε κουλούρα, άρα όχι τεντωμένα, άρα το καράβι δεν είναι δεμένο σε λιμάνι, αλλά αρμενίζει.

Γ.2. - Πού ‘σαι τζόγια μου; - Ρεμεντιάρω τη νόνα που ‘ναι ντούκια απ’ το Σαββάτο.

Δ. - Πιάνεις ντούκια ρε, εδωνά;
- Σου φέρνω και μια γοργόνα.

Ε. «…Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η όρυξη οριζόντιων ή παραοριζόντιων διατρημάτων (ντούκια) μόνο στις περιπτώσεις της αρχικής διαμόρφωσης των βαθμίδων, της εξόρυξης όγκων μαρμάρου με χρήση πυρίτιδας …».
(από τον κανονισμό μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified