Further tags

Ελληνικό ροκ συγκρότημα της δεκαετίας 1970 με αρχηγό τον γνωστό μετέπειτα σκυλά Χρήστο Κυριαζή. (Λέτε να κατάγεται από εκεί η μόδα προκάκι μαλλί της δεκαετίας του 90;)

Π**ΟΛΛΟΙ
**Ρ
ΟΚΑΔΕΣ ΟΜΩΣ ΚΑΝΕΙΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ

- Είμαι ροκάς, γουστάρω Πρόκες...
- Κι' εγώ επίσης, αλλά προτιμώ Procol Harum

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι παλιά αποκαλούσαμε το πορνό και έχει τις ρίζες του στην ομώνυμη σειρά της ΕΡΤ, στα 70s-80s. Ήταν συνήθως η απάντηση στο «ωχ τσόντες βλέπετε ρε

- Ωχ! Ρε καθίκια τσόντες βλέπετε στο pc της δουλειάς;
- Έλα ρε σιγά, εκπαιδευτική τηλεόραση.

(από gizaha, 11/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Κανονικά (και λεξικογραφημένα), αύρα λέγεται ένα ελαφρά θωρακισμένο αστυνομικό όχημα, που στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε για την καταστολή πλήθους. Αναφέρεται συχνά ως «της χούντας» (τότε τις είχαν για περιπολίες -για να μη γαμάνε το οδόστρωμα με τα τανκς κάθε τρεις και λίγο), αλλά ήταν σαφώς και της «δημοκρατίας».

Τα πρώτα μοντέλα (βρετανικής κατασκευής και προελεύσεως, αρχικά για στρατιωτική χρήση γύρω στον Α' Παγκόσμιο) δρούσαν και πριν την επταετία, ενώ το 1975 αντικαταστάθηκαν από κάτι καινούργια βελγικά, που γνώρισαν μεγάλες δόξες στις διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης. Αποσύρθηκαν οριστικά το 1981, τουλάχιστον απ' τους δρόμους. Τελευταία χρήση τους ήταν στη φύλαξη του αεροδρομίου.

Ο Τριαντάφυλλος εικάζει ότι «ίσως [λέγεται έτσι] επειδή είναι ελαφρύτερο από τα θωρακισμένα με ερπύστριες». Ο δε Μπάμπης δίνει την περιγραφή «οχήματα για την ταχεία μεταφορά αστυνομικής δύναμης». Μπορεί να λέει έτσι το προσπέκτους, αλλά οι αύρες δεν ήταν ταξί. Το ατού τους ήταν, πρώτον, ότι μπορούσαν να γκαζώσουν ατρόμητα μέσα από πλήθος και οδοφράγματα. Και δεύτερον, ότι δυο-τρεις μπάτσοι μπορούσαν άνετα να κατσικωθούν εκεί πάνω και να εκτοξεύουν δακρυγόνα, εν κινήσει άμα λάχει. Αυτά για τις παλιές αύρες.

2) Σήμερα όμως, αύρα λέμε ένα εντελώς διαφορετικό αστυνομικό όχημα: το κανόνι νερού (ή υδροβόλο, ή «Αίαντας» κατά την αστυνομική επιχειρησιακή ορολογία). Πάλι ελαφρά θωρακισμένο, αλλά πολύ μεγαλύτερο, ρίχνει νερό υπό πίεση -ακούγεται ακίνδυνο, αλλά να μη σου τύχει. Καινούργιο φρούτο στην Ελλάδα, έχει γράψει ιστορία σε άλλες χώρες (π.χ. στην Αμερική ενάντια σε μαύρους διαδηλωτές, στα ηρωικά σίξτιζ).

Εδώ σε μας πρωτοεμφανίστηκε στην Κερατέα, τώρα συχνάζει και στο Σύνταγμα ή όπου έχουμε ντράβαλα τέλος πάντων. Το μοντελάκι είναι ισραηλινό, και οι δυνατότητές του πολλές: διασκορπίζει πλήθος, καθηλώνει τους ευκίνητους, ενώ θεωρητικά επιτρέπει τη μίξη νερού με χημικά ή δακρυγόνο (κοινή πρακτική στη Γαλλία), ή με μπογιά («δεν ήμουν στη διαδήλωση, κυρ-αστυνόμε!» «αφού είσαι ροζ, ρε!»). Και φυσικά, τρομοκρατεί.

3) Τέλος, να σημειώσουμε ότι η λέξη αύρα δεν εξαφανίστηκε απότομα το '81 (που αποσύρθηκαν οι αύρες της μεταπολίτευσης), για να επανέλθει ως δια μαγείας το 2010. Ενδιαμέσως, χρησιμοποιήθηκε στον λαϊκό λόγο για να περιγράψει κάθε μυστήριο αστυνομικό όχημα (τζιπάκια, βανάκια, κλούβες, ό,τι), άλλοτε λόγω άγνοιας και άλλοτε μεταφορικά. Με αποτέλεσμα ένα τεράστιο μπέρδεμα αφενός, και να μείνει ζωντανή η λέξη αφεδύο -ώστε να πάρει καινούργιο σημαινόμενο 30 χρόνια μετά, που χρειάστηκε.

Πηγές: Ιός, Ελευθεροτυπία, Θεοδοσίου, βικούλα, Χότζας, deinosavros, jesus.

  1. (1976)
    Και βγαίνουν, που λες, οι αύρες, παίρνουν το οδόφραγμα της Πατησίων παραμάζωμα, σκορπίζει ο κόσμος, πέφτουν δακρυγόνα, της πουτάνας, μας κυκλώσανε, άστα. Μιλάμε για πολύ ξύλο.

  2. (2012)
    Δείτε τη φωτογραφία που ανέβασε το Prezatv στο Twitter με την αύρα να ρίχνει νερό πάνω στους διαδηλωτές!

  3. (1998)
    - Ωχ, κατεβάσανε αύρα!
    - Πού, πού;
    - Εκεί, εκεί!
    - Αυτό είναι κλούβα, γαμώ την ασχετοσύνη σου.
    - Ό,τι και να 'ναι τρέχα!
    - Φάε ένα μάχιμο...

  4. Η «τεθωρακισμένη ίλη εφόδου» που συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1947, ως συνέχεια της περιβόητης κατοχικής μονάδας του Μπουραντά, μετασχηματίσθηκε μεν το φθινόπωρο του 1960 σε «Μηχανοκίνητον Υποδιεύθυνσιν» (και την επόμενη χρονιά διαφημίστηκε -ως «Τμήμα Κρούσεως»- στα επίσημα «Αστυνομικά Χρονικά»), η δύναμή της όμως περιοριζόταν σε κάποιες απαρχαιωμένες «αύρες» βρετανικής προέλευσης. «Σε μερικά απ' αυτά τα οχήματα, δεν έστριβαν καν τα τιμόνια για να φέρουμε βόλτα γύρω-γύρω την Ομόνοια», θυμάται ο κ. Ψυχογιός.
    (Ιός - «Πώς έφτιαξα τα ΜΑΤ»)

  5. AVRA MOWAG πρώην Ε.Α. πωλείται. Είναι πλήρως ανακατασκευασμένη και λειτουργική (Ground up restoration). Συνοδεύονται με μεγάλο στοκ ανταλλακτικών αλλά και ειδικά εγχειρίδια για το όχημα. Η τιμή της είναι 22.000 ευρώ και δίνει πληροφορίες ο Χρήστος.
    (επωλήθη...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για την πάλαι ποτέ (ουάου!) Σοβιετική Ένωση (Ε.Σ.Σ.Δ.)

Σήμερα εκπορεύεται κυρίως από «δεξιούληδες» και υπονοεί χώρες με αυταρχικό καθεστώς, υψηλό επίπεδο κρατισμού, γραφειοκρατία, διαφθορά και τα συναφή.

(Στο καφενείο) - Ρε Μήτσο, στο' χω πει, στην Ελλάδα από το 74 και μετά μας κυβερνάνε οι αριστεροί, πάρτο χαμπάρι, είμαστε Σοβιετία, όλα τα περιμένουμε από το δημόσιο, πώς θα έρθουν επενδύσεις έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν λήμμα δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης ειμή αυτόν της προσπάθειας καθορισμού της ηλικίας ορισμένων σλανγκικών εκφράσεων, πολλές από τις οποίες όχι μόνο χρησιμοποιούνται ευρύτατα και στις μέρες μας, αλλά δείχνουν να έχουν και λαμπρό μέλλον μπροστά τους καθώς συνεχίζουν ακάθεκτες από στόμα σε στόμα, κηπ γουόκιν ένα πράμα.

Η ηλικία των όποιων σλανγκισμών είναι, κττμγ, ένα στοιχείο που σε γενικές γραμμές (μη δαγκώνετε, το ξαναλέω: σε γενικές γραμμές) απουσιάζει από τα λήμματα του φιλότιμου σάητος. Κατανοώ βεβαίως τις τεράστιες αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζει το εγχείρημα. Μιλάμε για προσπάθεια βασισμένη στην προσωπική μνήμη, σε μαρτυρίες παλιότερων, ή σε προσφυγή σε λογοτεχνικές κυρίως πηγές. Δεν μπορώ να γνωρίζω την έκταση της βιβλιοθήκης του καθενός, αλλά η καλή μνήμη, το ευαίσθητο αυτί, η εμμονή στη λεπτομέρεια και (εννοείται) η έντιμη καταγραφή είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Ανατρέχω στο κάτωθι κατονομαζόμενο πόνημα όχι ως βιβλιοκριτικός, αλλά ως δεινοσαυράκι στον ανθό της νιότης του κατά την ύπνε-που-παίρνεις-τα-παιδιά δεκαετία του '80, για να βεβαιώσω ότι, τις περισσότερες τουλάχιστον από τις εκφράσεις που κατέγραψε ο συγγραφέας, τις χρησιμοποιούσαμε όντως ευρύτατα, τουλάχιστον στα Δυτικά Προάστια.

Από την άλλη, μπορεί να παρατηρήσει ο οιοσδήποτε ότι η γονιμότατη και δημοφιλέστατη έκφραση «τα παίρνω στο κρανίο» απουσιάζει παντελώς από το λεξιλόγιο της εποχής, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ακόμα επινοηθεί / εκστομιστεί. Επί τω λόγω της δεινοσαυρικής μου τιμής βεβαιώνω από μνήμης το χριστεπώνυμον πλήρωμα του σλανγκρ ότι, πιθανότατα μέχρι και το τέλος των '80 αυτή η περιγραφή του θυμού δεν είχε ακόμα σκάσει μύτη στην πιάτσα. Θα ήθελα να γνωρίσω τον άνθρωπο που επινόησε αυτήν την σαρωτικής παραστατικότητας έκφραση.

Επί της ουσίας λοιπόν, το λήμμα αποτελεί αναίσχυντη (και σχολιασμένη) παράθεση στοιχείων από το βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη «Τα Ροκ Ημερολόγια», που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1984 και ανάγει την προέλευση / διάδοση των εν λόγω εκφράσεων στα μετά την ίσα-μωρή-Λουκία! Μεταπολίτευση χρόνια. Προς επίρρωσιν, να προσθέσω πως, ούτε από μεγαλύτερους σε ηλικία είχα ακούσει ποτέ αυτές τις εκφράσεις, ούτε έχω εντοπίσει καμιά τους στην προχουντική πχ λογοτεχνία.

Τέλος, να επισημάνω ότι κρατάω πάσα επιφύλαξη σχετικά με την περιοχή και την ευρύτητα του κύκλου ανθρώπων στον οποίο γινόταν χρήση αυτών των κακών λέξεων. Μιλάω για τα Νέα Λιόσια (το νυν Ίλιον καλούμενον), το κέντρο Αθήνας και για 15χρονα του 1980 (και αργότερα βεβαίως, αυτές οι λέξεις δεν έσκασαν μύτη όλες μαζί μια ωραία πρωία...).

[...] οι εκφράσεις αράζω, γουστάρω, την ψάχνω, τη βρίσκω, την κάνω, του την πέφτω, τον πάω, το παίζω, την έχω δει, με τρέχουν, φάση, κουφό κλπ [...] από άτομα περιθωριακά [...] πριν οκτώ χρόνια ήταν η γλώσσα ενός μικρού κύκλου ατόμων, απλώθηκαν σιγά σιγά [...] η γλώσσα των «αλητόβιων ροκάδων» πέρασε σιγά σιγά στους κυριλέδες [...]
(Σ.Σ. τουλάχιστον οι λέξεις «αράζω» και «γουστάρω» είναι πολύ παλιότερες).

[...]το πασίγνωστο να τη βρω, εξελίσσεται στο να τη δω, να την ακούσω (θες να σου δώσω κάτι να την ακούσεις ;).
Το έπαθα πλάκα έγινε σαλτάρισα, τάχω παίξει, μου 'φυγε η ψυχή, έπαθα μουνόπλακα ή μουνίλα, μουνόπαθα, κωλόπαθα.

[...]πέντε τουλάχιστον λέξεις επανέρχονται επίμονα: άτομο, κωλώνω, σωστός, ξενέρωτος και αντιδραστικός. Δε λένε «κάποιος πέρασε», αλλά «πέρασε ένα άτομο» [...] αντί «τον βλέπω», «βλέπω το άτομο» [...] υποδηλώνεται ένας σεβασμός για την προσωπικότητα [...] Όταν δεν κωλώνεις είσαι σωστός [...] είναι αυτός που δεν ξεπουλιέται και δεν ξεφτιλίζεται [...] ξενέρωτος [...] βρίσκεται σε πρόσκαιρη στέρηση [...] μεταφορικά ο άκεφος, άσχετος σε μιά παρέα ή σε μιά κατάσταση [...] συναισθηματικά αμέτοχος [...] Αντιδραστικός [...] έχει πάρει αντίθετη σημασία [...] προοδευτικός, επαναστάτης που αντιδρά [...]
(Σ.Σ. η λέξη «κωλώνω» είναι πολύ παλιότερη. Πρόχειρο παράδειγμα το κείμενο «Σκούρα» του Ιωάννη Κονδυλάκη. Τη λέξη «αντιδραστικός» με αυτή την έννοια ούτε την άκουσα στις παρέες μου, ούτε τη χρησιμοποίησα ποτέ).

[...]Το σκαπουλάρω έγινε την κάνω, την πουλεύω (τον πούλο! = δρόμο!, ενώ πήρα τον πούλο= με ρίξανε).
(Σ.Σ. Εν τούτοις, το ρήμα «πουλεύω» = πεθαίνω καταγράφεται από τον Χρόνη Μίσσιο ως έκφραση του υποκόσμου ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου. Όσο για το παλιό «σκαπουλάρω», θυμάμαι ότι το χρησιμοποιούσαμε αποκλειστικά με την γνωστή έννοια ξεφεύγω, διαφεύγω, την οποία έχει άλλωστε και το ταυτόσημο ιταλικό scapolare. Επικουρικώς, υπήρχε και ο τύπος τη γλύταρα, αντί του ορθού τη γλύτωσα).

[...]Το μπανίζω έγινε κοζάρω. Το με καμία κυβέρνηση έγινε ούτε με σφαίρες κλπ.

[...]Καλοκαίρι του '82: A: «Τι μουσική είναι αυτή ;» Β: «Μουσική τρόμπα, τι θες να 'ναι ;» Γ: «Είναι νιού γουέηβ. Ροκ». Β: «Το νιού γουέηβ δεν είναι ροκ, είναι τρόμπα ροκ!» [...]
(Σ.Σ. δες και διάφορα σχόλια εδώ).

[...] οπότε κάνει αυτός «επειδή μας πρήξατε, θα σας βαβουριάσουμε τώρα!» [...]
[...]To '76 πρωτάκουσα τη λέξη βαβούρα, που σήμαινε θόρυβο, φασαρία [...] υπάρχει ορχήστρα με αυτό το όνομα [...] είναι σήμερα όρος μουσικός [...] «το μεγάφωνο κατεβάζει πολλή βαβούρα» [...] «παλιά άκουγα βαβούρα» κι εννοούν heavy metal.
(Σ.Σ. θα ήταν ενδιαφέρουσα μια καταγραφή της διαδρομής της μεσαιωνικής, μη σλανγκικής λέξης «βαβούρα» από τα χρόνια του Βιτσέντζου Κορνάρου, ή και πιό πριν, μέχρι τη Μεταπολίτευση, από την οποία και μετά η λέξη έχει αποκλειστικά αργκοτική απόχρωση. Ίσως ο φερώνυμος Τζώνυ και το συγκρότημά του; Βδγ, ρήμα στον Ερωτόκριτο: βαβουρίζω. Ρήμα της τελευταίας 30ετίας: βαβουριάζω. Κατ' αναλογία προς το ήδη ρεμπέτικο «μανουριάζω»;).

[...] και κάναν όλοι μαζί ουά, ουά...κάτι σβομπίλοι εκεί πέρα[...]
(Σ.Σ. Την αγνώστου ετύμου, ξεχασμένη πλέον λέξη «σβομπίλος» τη χρησιμοποιούσαμε, τουλάχιστον μέχρι το '80-'81 με την σημασία: χαζός, μαλάκας. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλιαράκι την ανέσυρα από τα πλέον κονισαλέα ερμάρια της μνήμης μου, και ο παντεπόπτης γούγλης απέδωσε απίστευτα αποτελέσματα. Κατόπιν τούτου, τι να πω κι εγώ ο φτωχός ;. Η λέξη πάντως υπήρχε, και μάλιστα η κλητική της ήταν σε -ο: Άντε ρε σβομπίλο!)

[...]Ενδιαφέρον έχουν και οι παρακάτω φράσεις:
στανιάρησα = μαστούρωσα, χόρτασα (Σ.Σ. δεν θα χαρακτήριζα ακριβή την ερμηνεία)
ξενέρωσα = συχάθηκα, βαρέθηκα
είμαι νεκρός = δεν έχω λεφτά (Σ.Σ. χρησιμοποιούσαμε επίσης την έκφραση είμαι τσέτουλα= άφραγκος, η οποία είναι βεβαίως πολύ παλιότερη, όπως μας πληροφορεί ο Πονηρόσκυλος).
είμαι στην πείνα = μου λείπει κάτι για καιρό
κάνω κεφάλι = στανιάρω (Σ.Σ. πάλι κομματάκι φάλτσο)
κολλητά = τώρα αμέσως
τανζανιάρης = άτακτος (Σ.Σ. με προβληματίζει το -ν-, αν δεν πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους. Αποκαλούσαμε ταρζανιά την ριψοκίνδυνη και επιδεικτική συμπεριφορά. Για τους βιρτουόζους επιδειξίες σε μπιλιάρδο, μπάλα κλπ χρησιμοποιούσαμε, λίγο, το προφανούς ετυμό ρήμα ζιγκολάρω και, πολύ λιγότερο, την έκφραση ζογκλερικές ενέργειες).
λινάτσα, λέζος, λινός = κωλόπαιδο, κουφάλα (Σ.Σ. αν θυμάμαι καλά, είχε περισσότερο την έννοια του φλώρου. Τη λέξη «λέζος» την αγνοώ).
ρύζι = κορόιδο (Σ.Σ. αγνοώ την έκφραση)
ποίημα = ψέμα (Σ.Σ. έχει να κάνει περισσότερο με το χαφιεδιλίκι και δη εντός φυλακής, όπως μας διαβεβαιώνει ο Πετρόπουλος).
παραμύθα = ηρωίνη
γαμιστερός = ωραίος.

[...]γι αυτούς που πηγαίνουν στις ντίσκο [...] λέγαμε βουτυρόπαιδο, σοκολατόπαιδο (Σ.Σ. λέξη που εμφανίζεται σε τραγούδι του Σαββόπουλου στο μεταπολιτευτικό «Δέκα χρόνια κομμάτια»). Μετά έγινε καρεκλάς. Μετά έγινε κυρίζι (Σ.Σ. βλέπε σχόλια ΜΧΣ και Χότζα εδώ) , κυριλές, κυριλόβιος, ξενέρωτος, ξενέρι, φλώρος, ντισκάς, ντισκόβιος, γκίραπας ή γκιράπης, τυρί, φλούφλης, και τσινάρι (ειδικά στη Θεσσαλονίκη). Οι ντισκάδες λέγανε τους ροκάδες αλήτες, λεχάρια, φρικιά [...] Η λέξη αυτή (φρικιό) έχει [...] πέντε καταλήξεις: φρικιό, φρικιάρης, φρίκος, φρικάς, φρίκουλος.
[...]με τις καταλήξεις θα δημιουργούσαμε [...] φρικιά, χιπιά, πανκιά, φλώρια, τσόλια, φρικάς, ροκάς, ντισκάς, σοουλάς, μπλιτσάς, χεβυμεταλάς, σκυλάς [...] κλεφτρόνι, πρεζόνι, πουστρόνι, γυφτρόνι, παιχτρόνι. Ενώ κατά το παλιό καφενόβιος: μηχανόβιος, αλητόβιος, κυριλόβιος, λαϊκόβιος, ντισκόβιος, πανκόβιος, στρατόβιος, φυλακόβιος, μπλακσαβατόβιος...
(Σ.Σ. στη λέξη «τυρί» δίναμε την έννοια: πλαδαρός, αγύμναστος φλώρος. Ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το ψωμί, που επίσης χρησιμοποιούσαμε).
........................................................................................................
Αυτά (ουφ!). Τι με κάνατε και θυμήθηκα ρε μπαγάσηδες... και πόσα λίνκια... (δ)ράκος έγινα... Αιτούμαι πενθαήμερος αγροτική άδεια για να μαζέψω τα κομμάτια μου. Όσο θα λείπω, εσείς δείτε εϊτίλα και ογδόνταζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλη δεκαετίας '70, αρχές '80 απεκαλείτο ευρέως καρότσα η σπρωχτή (και όχι κοφτή και μονοκόμματη κομιλφό) στεκιά στο μπιλιάρδο, η οποία εθεωρείτο άκυρη και ζαβολιά.

Παρεμπίπταμπλυ, κορδόνι αποκαλείται το σύνολο των πως-διάολο-τα-λένε, αυτά μωρέ τα τρύπια που είναι περασμένα στον ειδικό άβακα για να μετράνε τις καραμπόλες. Νομίζω ήταν 25 σε κάθε σειρά, άρα 1 κορδόνι= 25 καραμπόλες.

Έχω να πιάσω στέκα από τότε που έπεσε εκείνος ο ρημαδιασμένος ο μετεωρίτης και δεν ενθυμούμαι πλέον ποίαν στεκιάν περιγράφαμε ως «μπρικόλα».

Ακούει κανείς ;

- Πετράκη, κερνάς τις μπύρες έτσι ; Είχα δεν είχα δύο κορδόνια σου 'ριξα στ' αυτιά.
- Άντε ρε μαλάκα, έτσι ξέρω κι εγώ. Αφού οι μισές στεκιές σου καρότσες ήτανε ρε απατεώνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη εξαιρετικά κλασσική, χτυπάει κάμποσο.

Πρόκειται για το κατ' εξοχήν μπινελίκι που απευθύνεται σε κάποιον του οποίου οι ιδέες, τα λεγόμενα ή οι πράξεις προσήκουν σε ιδεολόγο ή δηλωμένο υποστηρικτή της χούντας της επταετίας. Αν και δικτατορίες είχαμε και παλιότερα σ' αυτόν τον ευλογημένο τόπο, η χούντα, όπως και το Κόμμα και η πρεσβεία, είναι μία, αυτή του '67-'74. Βεβαίως, το κράτος και ο μηχανισμός του κράτησε την απαιτούμενη συνέχεια των θεσμών, «σταθερότητα» στο νιούσπηκ, οπότε τα χουντόσκυλα έχουν ιδεολογική συγγένεια με τους υποστηρικτές παλαιότερων (και επερχόμενων) δικτατορικών καθεστώτων, αλλά δεν χαρακτηρίζονται έτσι γι αυτό.

  1. - Ό,τι και να λέτε, πάντως, ο Παπαδόπουλος, ο Μακαρέζος και όλοι, πέθαναν στην ψάθα, όχι σαν τους πολιντικάντηδες που έχουνε χεστεί στο τάλιρο.
    - Δε μας γαμάς ρε χουντόσκυλο και συ, που σας πήρανε οικογενειακώς μπάτσους το '71 και θα μας κάνεις και καθοδήγηση.

  2. - Γαμάει ο Ζαμπέτας ρε φίλε!
    - Τι να σου πω ρε συ, αυτόν και τ' άλλο το χουντόσκυλο τον Κωνσταντάρα δεν μπορώ να τους κρίνω αντικειμενικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ερασιτέχνης κατασκευαστής ή χειριστής πομπού-δέκτη ραδιοφωνικού, τηλεοπτικού ή άλλου σήματος (WiFi/HF/VHF/UHF). Η λέξη προκύπτει απ' το ότι η εγκατάσταση του σχετικού εξοπλισμού, για ευνόητους τεχνικούς λόγους, γίνεται συνήθως σε ταράτσες.

Ο όρος ακουγόταν ήδη τη δεκαετία του Εβδομήντα με τη σημασία «ραδιοπειρατής» –γίνεται μάλιστα ακόμα λόγος για τη θρυλική φιγούρα του Σάκη του Ταρατσόβιου, που έδρασε στα τέλη της δεκαετίας του Εβδομήντα στην Πετρούπολη της Αθήνας.

Σήμερα, με αναπτυγμένη νομοθεσία γύρω από γουάι-φάι και γιου-έιτς-εφ, πρόκειται για νεολογισμό που είτε χρησιμοποιείται χαϊδευτικά ως αυτοπροσδιορισμός, είτε απαξιωτικά από ανθρώπους εκτός χώρου (η συνηθισμένη δισημία των αυτοπροσδιορισμών στην αργκό). Μάλιστα, έχει εδραιωθεί αρκετά στο χώρο ώστε να έχει ευνοήσει και άλλους σχηματισμούς - παράγωγα του ταράτσα, με ανάλογες σημασίες, όπως ταρατσοπισί και ταρατσάδα.

Δες και -όβιος.

  1. Χαζορομαντικό, αλλα το επαναλαμβάνω: Εγινα μέλος της κοινότητας για να ξαναγίνω ταρατσόβιος μετά από πολλά...πολλά χρόνια. Γιατί μου αρέσει (και για τους περισσότερους από εμάς, πιστεύω..) ο αέρας του ερασιτεχνισμού. Πιστεύω οτι η νοοτροπία «με το κλειδί στο χέρι» στερεί πολλά από αυτή τη χαρά. Ακόμα νοσταλγώ την εποχή που φτιάχναμε κυκλώματα με πύλες TTL αντί να χρησιμοποιούμε μαύρα κουτιά εταιρειών. (από εδώ)

  2. Ο δέκτης εγκαταστάθηκε στο γραφείο του ιδιοκτήτη του με κεραία ένα καλώδιο μήκους περίπου 12 μέτρων πάνω στα κεραμίδια (ο ξάδερφός μου είναι... ταρατσόβιος σαν και εμένα) και γείωση στο σωλήνα του καλοριφέρ. Η λήψη είναι πολύ καλή, με ελάχιστο βόμβο στο μεγάφωνο λόγω απλής ανόρθωσης. Με ένα εξωτερικό μεγάφωνο ο ήχος βελτιώνεται πολύ διότι η θέση του εσωτερικού μεγαφώνου καθώς και το μεταλλικό σασί δεν ευνοούν την απόκριση συχνότητας (σχηματίζουν κακό αντηχείο). Έγινε λήψη μεσαίων και βραχέων κυμάτων χωρίς θορύβους και προβλήματα και στα βραχέα η σταθερότητα συχνότητας ήταν πολύ καλή (ακούσαμε την Αυστριακή Ραδιοφωνία στους 13,9MHz περίπου χωρίς να ολισθαίνει ο δέκτης. Άντε και καλές ακροάσεις... (από εδώ)

  3. Αλήθεια εσύ γιατί βγάζεις άδεια και δεν παραμένεις «ταρατσόβιος» όπως μας διατυμπανίζεις πιο πάνω. Προφανώς δεν είσε ο ατρόμητος πειρα(ματισ)της που αναφέρεις πιο πάνω αλλα τρέμεις στην ιδέα να σου εμφανιστεί κανα βανάκι της ΕΕΤΤ. (από φόρουμ)

  4. ΑΝΤΙ ΝΑ ΚΥΝΗΓΑΤΕ ΤΟΥΣ ΣΤΑΘΜΟΥΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΚΥΝΗΓΗΣΕΤΕ ΤΟΥΣ ΤΑΡΑΤΣΟΒΙΟΥΣ. (από εδώ)

~~~

  1. Σ.ς.: Ακολουθεί αναπόληση-μακρινάρι, σωσμένη απ' το Σχέσεις τζι άρ (έχει σβηστεί για κάποιο λόγο), που παρότι βγάζει μάτια δέ μου πήγε η καρδιά να την πετάξω.

Αλλα το προβλημα δεν ηταν το πώς και με τι υλικα θα στηθει ο «σταθμος» αλλα που θα στηθει και από που θα εκπεμπει.
Τοτε οι «σταθμοι» εξεπεμπαν στα μεσαια από τους 1150 εως 1400 ΚΗΖ.
Ηταν μεγαλη επιτυχια να κατεβεις παρακατω εκτος πια αν εβγαζες εκει καποια «αρμονικη».
Η εμβελεια ηταν καπου 4-5 χιλιομετρα στην καλυτερη περιπτωση.
Μετρηση με τρανζιστορακι και ποληλατο μπακαλιστικο και δρομο.
Και δωστου ορθοπεταλια να δουμε «μεχρι που βγαιναμε».
Και βεβαια αυτό που μας ενοιαζε ηταν να ακουγομαστε μεχρι το σπιτι του «αισθηματος»!
Χρειαζοταν και μεγαλη κεραια καπου 25-30 μετρα χαλκινο συρμα που απλωνοταν από ταρατσα σε ταρατσα και ηταν σκετο καρφωμα.
Εχουν καταγραφει ηρωϊκες εκπομπες από ταρατσες,πλυσταρια, εγκαταλελειμμενα κοτετσια και σε ζορικες μερες από παταρι τουαλεττας και να διψαμε κατακαλοκαιρο και με ολη τη ζεστη που εξεπεμπαν τα «μηχανηματα» και να πινουμε νερο από το καζανακι.
Και η μανα του Γιωργου να φωναζει –«Βγητε οξω βρεεε!Θα σκασετε σαν τσι ποντικοι».
Και στο «ντου» της ασφαλειας να βαζουμε εξαφανιζολ ο σωζων εαυτον σωθητω γιατι ειχε εισαγγελεα ανηλικων και δικαστηριο και μετα κάθε βδομαδα ή κάθε 15 μερες «παρων» στην κοινωνικη λειτουργο για κατηχηση και «φυλλο ποιοτητας».
Και δε μας ενοιαζε τοσο για τον «σταθμο» και το πικαπ που ετρωγαν κατασχεση οσο για τους δισκους που τοτε ηταν εκτος από πανακριβοι οι «ξενοι» ηταν και δυσευρετοι.
Μετα από 30 χρονια ακομα κλαιμε σπανια κομματια που κατασχεθηκαν σαν «πειστηρια του εγκληματος» και καταστραφηκαν ή τα βουτηξαν οι ασφαλιτες και τα πουλησαν στο Μοναστηρακι.
Ηταν γνωστο ότι επιαναν ολοκληρη δισκοθηκη μπορει και 60 -70 δισκους και παρουσιαζαν καμμια 10ρια στο δικαστηριο.Βρεθηκαν πολλοι κατασχεμενοι δισκοι να πουλιουνται στα παλιατζιδικα.
Καποιοι θαραλλεοι εδιναν και τηλεφωνο «για παρατηρησεις και αφιερωσεις» αλλα ηταν καρμανιολα!(Τι τραβαγε ο κοσμος τοτε για να βγαλει κανενα γκομενακι….)
Υπηρξαν ραδιοπειρατες με σταθμους που εγιναν θρυλοι.
Ο «Σακης ο ταρατσοβιος» ,ο «Τζερωνυμο»,το «Χρυσο αστερι» κ.α.
Μεγαλη πλακα ειχε ο πειρατικος του Λεωνιδα που διαφημιζε τις «ψησταριες ο Λεωνιδας» και αντι για μουσικη εβαζε Καραγκιοζη για αρκετη ωρα!
Τα ομορφοτερα ξενα κομματια αμεσως μολις κυκλοφορουσαν τα ακουγαμε από τον σταθμο της Αμερικανικης Βασης που λειτουργουσε όμως νομιμα.
Υπηρχαν και δισκογραφικες εταιρειες της πλακας που προσπαθουσαν να αναδειξουν κανενα ταλεντο-ψαρι και εστηναν ένα σταθμο και μας γανωναν μερα νυχτα το κεφαλι με τις τσιριδες του «καλλιτεχνη» και πραγμα παραξενο δεν τους μαγκωνε ποτε το ραδιογωνιομετρο αυτους να ησυχασουμε κι εμεις .
Εκεινη την εποχη ακουγοταν τα παντα .Απο καψουροτραγουδα και ροκιες μεχρι λουμπεν του στυλ «Την μπετονιερα μην κατηγορας αυτή σου δινει για να φας»!
Καποιες στιγμες σαν φαντασμα στις μπαντες εμφανιζοταν κι ενας ανωνυμος πειρατικος που επαιζε τραγουδια απαγορευμενα τοτε (Θεοδωρακη κλπ) για 15-20 λεπτα και χανοταν μετα για να εμφανιστει μετα από 2-3 μερες σε άλλη συχνοτητα για κανενα 20λεπτο παλι Κανεις ποτε δεν εμαθε ποιος ηταν παρ ολο το κυνηγητο που ειχε εξαπολυσει η ασφαλεια.
Επισης στους «πειρατικους» σταθμους συμπεριλαμβανεται και ο σταθμος του Πολυτεχνειου που στηθηκε αμεσως σχεδον μετα την καταληψη και σιγησε την ωρα της εισβολης .
Νοσταλγικα χρονια με μουσικη…..πολυ μουσικη από ανθρωπους με μερακι και παθος για επικοινωνια. Αλησμονητα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μνημειώδης, διχαστική, πατερναλιστική όσο και υπεραπλουστευτική παραίνεση για να γίνει αποδεκτό κάποιο πρόσωπο ως η καλύτερη δυνατή λύση προκειμένου ν' αποφευχθούν τα χειρότερα.

Η φράση έλκει την πατρότητά της από τον Μίκη Θεοδωράκη, που εν μέσω του χάους και της ακυβερνησίας που προκάλεσαν τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου το 1974, είχε υπερβεί παλιότερες προσωπικές πολιτικές αντιπαραθέσεις, θέτοντας στο λαό το δίλημμα «Ή ο Καραμανλής ή τα τανκς.»

Συνώνυμο (περίπου): Το μη χοίρον, πρόβατον.

Επιστροφή του Μπάμπη Τενέ ως σωτήρα στον πάγκο του Ιωνικού, «βλέπουν» ορισμένες εφημερίδες. Στην πραγματικότητα, η ομάδα έχει περιέλθει σε τόσο οριακό σημείο, που το πραγματικό ζήτημα που τίθεται είναι «ή ο Τενές ή τα τανκς».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αριστερομπαμπαδισμός των εβδομήνταζ για την τηλεόραση. Ίδιας κοπής με τα κουτί και χαζοκούτι. Λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν πολύ από όσους απαρνούνταν το (τότε) νέο αυτό υλικό αγαθό.

Είναι το ίδιο (αλλά επί το υποτιμητικότερον) με τη λέξη «τιβί» (ενν. από το αγγλικό t/v).

Βραδια που γυρναω σπανια βλεπω τουβου.Εβλεπα τα ''Υπεροχα πλασματα'' και Singles αλλα και παλι το χω ριξει στις ταινιες και τα χανω.Το πρωι που ξυπναω ανοιγω τουβου και πινω καφε αλλα μετα διαβασμα και παλι δεν παρακολουθω.
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified