Further tags

Το μουνί της μάνας σου. Από το ταυτόσημο τουρκ. ananın amı, συντομευμένη εκδοχή του ananın amına koyayım = να βάλω (το ευκόλως εννοούμενο) εκεί που προείπα, μην επαναλαμβανόμαστε τώρα.

Η αλήθεια είναι πως δεν το έχω ακούσει σε φυσικώς ρέοντα υβριστικό λόγο, βρίσκω όμως δύο διαδικτυακά ίχνη. Στο παρατιθέμενο λογοτεχνικό παράδειγμα η έκφραση είναι στο στόμα Τούρκου, όσο να 'ναι όμως γίνεται φανερή η εξοικείωση και ημών των Ελλήνων με τις λεκτικές αβρότητες των γειτόνων.

θα λαβεις και εσυ οτι σου αξιζει μην ανυσηχεις νεοραγια ανανιναμου!

ανανιναμου ρε κορακα

(από το ιντερνέτι που λέγαμε)

- Αυτός ο πούστης γαμιέται! Κι εσύ!...Ε, Τούρκε!...Τούρκοι κι Έλληνες φίκι φίκι, ε?

Ο άλλος τινάζει το κεφάλι έτοιμος να δαγκάσει.

- Ανανίναμου!...

- Τι ήταν αυτό πάλι?

- Τίποτα. Της μάνας σου το μουνί είπε...

Αντώνης Σουρούνης Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου, εκδ. Καστανιώτη.

Εδώ βλέπουμε το ananinamu σε διεθνή καριέρα, ως διαδικτυακό νικνέιμ. Προσωπική μου άποψη είναι πως έχει παραγίνει το κακό με τον κάθε αλήτη που διαλέγει ένα υβριστικό ψευδώνυμο για να εμφανιστεί στα ιντερνέτια. Κάποτε θα πρέπει να μπει ένα τέλος σε αυτή τη χυδαιότητα, ξεκάθαρα πράματα. Το γράφω ευθαρσώς και το υπογράφω με το όνομά μου, εδώ από κάτω, στα δεξιά.

Γαμώ το μουνί της μάνας σου Φενέρμπαχτσέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτσομπολιά, συζητήσεις χωρίς θέμα, απλά κουβέντα να γίνεται, συνηθίζεται στην Β. Ελλάδα.

-Πέρνα από δω, είμαστε με την Μαρία και λέμε μασάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Σχήμα καθ' υπερβολήν.

Όταν μιλάμε για κάτι στο παρελθον - που ίσως και να μην έχει τελειώσει ακόμη - θέλουμε να δείξουμε ότι κράτησε τόσο πολύ που η αρχή του χάνεται στα βάθη του χρόνου.

Ο ανθρωπος Θανο ειναι καραγκιοζης. Εχει αλλαξει ολες της ομαδας της ψωροκωσταινας,και παραπερα τιποτα. Ειναι απο τους λιγους ποδοσφαιριστες που ενω υπηρξαν επιθετικοι λατρευοι σαν προπονητης να παιζει αμυντικα και στη κοντρα με αντεπιθεσεις. τον λατρεψαν γιατι ψηλομαζεψε τα χαλια καποιων ομαδων,αλλα γιατι δεν γινεται ΛΟΧΙΑΣ; Κομπλαιξηκος,και ητοπαθεις,το γεγονος οτι ειναι σαραντα χρονια τουρκικα σε αυτο το τοπο και δεν μηλα ελληνικα,τα λεει ολα. ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ... (Από εδώ).

Σαράντα χρόνια τούρκικα πέρασαν και δεν κατάφεραν να τον τελειώσουν τον κωλόδρομο. Τόσο άχρηστοι είναι όλοι τους. (Από εδώ).

'Οταν αναφέρομαστε στο μέλλον, εννοούμε ότι θα περιμένουμε πάρα πολύ, επ' αόριστον - και μπορεί, τελικά, αυτό που περιμένουμε να μην γίνει και ποτέ.

Και βέβαια, οι καταστηματάρχες θέλουν να αποζημιωθούν κι έχουν όλα τα δίκια του κόσμου. Αλλά, να αποζημιωθούν από ποιον; Από τις ασφαλιστικές εταιρείες; Μα, οι ασφαλιστικές εταιρείες εδώ και χρόνια δεν ασφαλίζουν καταστήματα του κέντρου των Αθηνών, για ευνόητους λόγους. Από το «κράτος»; Αστεία πράγματα! Αν τα πάρουν, θα τα πάρουν σε «σαράντα χρόνια τούρκικα», που λέμε. Μέχρι τότε οι καταστηματάρχες θα πρέπει να αποκαταστήσουν τις ζημιές από την τσέπη τους –αν έχουν, που δεν έχουν- και να περιμένουν τα «σαράντα χρόνια τούρκικα», που λέγαμε. (Από εκεί).

Σε ό,τι αφορά την προέλευση της φράσης, στο σάιτ lexilogia.gr ο χρήστης palavra υποστηρίζει πειστικά ότι συνδέεται με την τούρκικη φράση kırk yıl - σημαίνει ακριβώς σαράντα χρόνια και οι Τούρκοι την χρησιμοποιούν για να δηλώσουν ότι κάτι διαρκεί πάρα πολύ καιρό. (Δείτε τι γράφει εδώ). Διατυπώνει επίσης και την άποψη ότι η επιλογή του αριθμού σαράντα ειδικά αντανακλά την σημασία που έχει ο συγκεκριμένος αριθμός στην θρησκευτική παράδοση και την ορθόδοξη και την ισλαμική - σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες περίμενε ο Μωυσής στο όρος Σινά για τις Δέκα Εντολές, σαράντα χρονών ήταν ο Μωάμεθ όταν του αποκαλύφθηκε ο πρώτος στίχος από το Κοράνι, τα μωρά σαραντίζουν, τα σαράντα του πεθαμένου κ.λπ.

Βέβαια, στην τρέχουσα χρήση, το σαράντα αντικαθίσταται και από άλλους αριθμούς, πάντα μεγαλύτερους για να τονισθεί το στοιχείο της υπερβολής - π.χ. πενήντα, διακόσια, τριακόσια ή και χίλια χρόνια τούρκικα.

Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, απεφάνθη το δικαστήριο, δεν ακυρώνεται όσος καιρός και να περάσει (χίλια χρόνια τουρκικά που λέμε στον τόπο μας) εφόσον υπάρχει ιδιοκτήτης ή οι κληρονόμοι του κατέχουν τίτλο ιδιοκτησίας. (Από εδώ).

Βλ. και ρούσικη ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του τουρκικού kartal = αετός. Στα Ελληνικά σημαίνει επίσης αετός αλλά σε ορισμένες περιοχές, κυρίως στη Θράκη, είναι και ένα είδος γύπα, όρνιου.

Άνθρωπος πανέξυπνος αλλά και άρπαγας και μάλιστα αδίστακτος.

Εξαπανέκαθεν, ο αετός είχε θετικές συνδηλώσεις καθ' ημάς - έμβλημα του Διός, του Πατριαρχείου και του ΠΑΟΚ, αετίσιο βλέμμα, αϊτός είσαι, σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα κλπ. Αντιθέτως, ο γύπας δεν πρόσεξε αρκετά το πι-αρ του και κατέληξε να σημαίνει τον στυγνό οπορτουνιστή - ψοφίμια, ετοιμοθάνατοι κοκ.

Η λέξη καρτάλι κρατάει κάποια από τα θετικά του αετού - ιδίως την οξυδέρκεια. Τα παντρεύει, όμως, με ορισμένες από τις ιδιότητες που αποδίδονται στον γύπα - κυρίως την απονιά. Μας θυμίζει δε η λέξη και ότι, στην τελική, και ο αετός και ο γύπας είναι αρπακτικά, ΤΑ αρπακτικά, με κάτι νυχάρες να.

Και έτσι το καρτάλι περιγράφει εύγλωττα τον τύπο που καραδοκεί, δεν του ξεφεύγει τίποτε και μόλις δει την ευκαιρία χυμάει και καταξεσκίζει το θύμα του. Συγγενή έννοια περικλείει και η λέξη αετονύχης, αλλά εκεί η έμφαση είναι στην πονηριά και την επιτηδειότητα ενώ το καρτάλι τονίζει την αναλγησία και την αρπακτικότητα - το κοινό χαρακτηριστικό που έχουν ο αετονύχης και το καρτάλι είναι, βέβαια, η εκμετάλλευση της ευκαιρίας. Ενδιαφέρον έχει, νομίζω, και η παραβολή με τις λέξεις σαΐνι και κοράκι.

Εξ όσων ξέρω, η λέξη χρησιμοποιείται μόνο στη Βόρεια Ελλάδα και μάλλον σπάνια πια.

  1. ... Και δεύτερον πολλές φόρες μας έκλεψε παίχτες ή προσπάθησε να μας τους αρπάξει. περιμένει σαν καρτάλι και με την πρώτη ευκαιρία έρχεται να κλέψει. θες τον παίχτη ρε μπαστ..δε Ντέμη κάνε πρόταση και αν τη δεχτώ πλήρωσε και πάρε ότι θες. (από forum στο paokmania.gr, παοξής εξηγεί γιατί μισεί την ΑΕΚ)

  2. Για ποιόν πολιτισμό μιλάτε στο Ελλαδιστάν ;;;
    Για ποιό κράτος ;;; Το παραδικαστικό ;;; Ή του Σανιδά με τα παράνομα σπίτια του ;;; Για ποιά πρόνοια ;;; Των ράντζων και των προμηθειών ;;;
    Για την πολεοδομία που το κάθε βλαχαδερό σαν καρτάλι περιμένει την μίζα του για να πάρεις πρωτόκολλο ;;; (από forum στο michanikos.gr)

  3. - Φοβέρά τα ντολμαδάκια ... Δοκίμασες;
    - Εμ, πρόλαβα; Δεν πρόλαβα... Πέσανε τα καρτάλια, ο αδερφός σου και η νυφούλα σου, φύλλο δεν αφήσανε εν ριπή οφθαλμού...

Επιβίβαση σε Kartali (απο την ιστιοσελίδα της Τουρκικής Αεροπορικής Βιομηχανίας) (από Vrastaman, 12/11/09)Ταινια το πιο λαμπρό μπουζούκι. Εδω ο Βουτσας έπαιζε και ως Μπρόκολας, αλλά και ως Καρτάλης (διάσημος ηθοποίος) (από GATZMAN, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση, δε θέλω αηδίες.

Από τη μόνη αναφορά στο Σώμα της Ελληνικής Γραμματείας που έχω υπ' όψιν μου σχηματίζω την εντύπωση ότι η αβιζώτη ήταν η ελαφριά γόμωση πυρίτιδας που, αναφλεγόμενη από τον επικρουστήρα των παλιών εμπροσθογεμών τουφεκιών, πυροδοτούσε μέσω της φάλιας την κυρίως γόμωση που προωθούσε το βλήμα.

Νομίζω πως είναι σιγουράκι η αναγωγή στο τουρκ. ağızotu = καψύλιο, καψούλι. Η ανάλυση μας δίνει το ağız = στόμα / στόμιο + ot = χόρτο, δε θέλει και πολλή φαντασία για να δούμε έναν σαλβαροσαρικοφόρο τοπτσή να βάζει φωτιά στα τόπια με ένα αναμμένο σκοινάκι από πλεγμένα ξερά χόρτα ως αυτοσχέδιο πυροκροτητή, φιτίλι, καψούλι, όπως αγαπάτε πείτε το.

Σε αυτό εδώ το σάιτ με τούρκικες λέξεις που πέρασαν στις διάφορες γλώσσες της ευρύτερης περιοχής, το ağız otu ερμηνεύεται ως 1) φάρμακο για τον στοματόπονο, αν υπάρχει τέτοια λέξη και 2) μπαρούτι που μπαίνει στο στόμιο τουφεκιού, quod erat demonstrandum που λένε και στο χωργιό μου. Ο συντάκτης δίνει συντομογραφίες ελληνικών επωνύμων, πιθανώς μελετητών που αναφέρουν την ελληνική παράγωγη λέξη αγίζι / αγιζότη, την οποία βρίσκω εδώ, ως κρητικό ιδιωματισμό με την ερμηνεία ταχύτητα που αποκτά κάποιος.

Dediğim gibi εεεε, όπως είπα βρίσκω τη λέξη άπαξ σε λογοτεχνικό κείμενο, αν κάποιος την έχει εντοπίσει και αλλού ας κοπιάσει στα σχόλια.

Εδώ ο μηχανισμός και, αφού έχει και hammer μέσα, η ανάρτηση είναι για τον Ξεροσφύρη που υποψιάζομαι πως αντιπαθεί τα όπλα αλλά ελπίζω να κάνει κέφι το λήμμα.

- Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! φώναξε άξαφνα. Φέρε μου την τσάγκρα να του πιω το αίμα! Κίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή. Έφτασε πρώτος στην κάμαρη, άρπαξε το σκουροντούφεκο και από τη σκάλα την άναψε στο πουλί. Ένας ξερός χτύπος ακούστηκε, μα τίποτ’ άλλο. Ο κόκορας έπεσε, αλλά δεν έπιασε το καψούλι! Παγώσαμε. Κακοσημαδιά στην κακοσημαδιά!
[...] - Αν δε σου πιω το αίμα, να μη με ειπούν καπετάν Κρεμύδα! είπε σκάζοντας χάμω το σκούφο του. Άλλαξε το καψούλι, έφτιασε την αβιζώτη. - Κυβέρνα καλά, Μπαρμπατρίμη, είπε· ίσ’ απάνου στ’ άτιμο! Τήρα καλά να μην το χάσεις από τα μάτια σου!

Α. Καρκαβίτσας, Κακοσημαδιά, από τα Λόγια της Πλώρης.

A typical flintlock mechanism has a piece of flint which is held in place in between a set of jaws on the end of a short hammer. This hammer (sometimes called the cock) is pulled back into the "cocked" position. When released by the trigger, the spring-loaded hammer moves forward, causing the flint to strike a piece of steel called the "frizzen". At the same time, the motion of the flint and hammer pushes the frizzen back, opening the cover to the pan, which contains the gunpowder. As the flint strikes the frizzen it creates a spark which falls into the pan and ignites the powder. Flame burns through a small hole into the barrel of the gun and ignites the main powder charge, causing the weapon to fire.

εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση ειρωνική, προς ένδειξη ψευτομαγκιάς. Συνοδεύεται με την βοηθητική φράση «Ποιος είσαι ρε φίλε, ο Εζέλ είσαι;» Εμπνευσμένο από την εν λόγω τούρκικη σειρά.

-Και μετά ήρθαν 5 άτομα, αλλά κλάιν, τους πλάκωσα...
-Σώπα ρε, ποιος είσαι; ο Εζέλ είσαι ;

Σκληρός. (από Galadriel, 26/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασική αργκό της φυλακής): Ο κουμανταδόρος, το άτυπο αφεντικό των φυλακισμένων, συχνά με την ανοχή του τυπικού αφεντικού (Διευθυντή) και σίγουρα με το δέος των φυλάκων. Ο υπερθετικός του βαρύμαγκα, αλλά και με σαφή ηγετικά προτερήματα. Πιθανότατα τούρκικης προελεύσεως.

Μεταφορικώς: Το αφεντικό με το άστε-ντούα.

Σερέτης, έξυπνος, δίκαιος και επικίνδυνος, ήταν ο εξισορροπητής των πολυσχιδών συμφερόντων μέσα στη φυλακή (π.χ. ζάρια, άδειες, πουστράκια, δουλειές επ' αμοιβή, ξεκαθαρίσματα, τιμωρία ρουφιάνων, ναρκωτικά, προστασία κ.τ.λ.). Γαμούσε κι έδερνε.

Συνήθως είχε αρκετά βαριά ποινή, όχι όμως για έγκλημα κατά περίσταση (π.χ. φόνος αντίπαλου βοσκού για τα γίδια) ή ειδεχθές (βιασμός ανηλίκων), αλλά κατ' εξακολούθησιν, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως συγκεκριμένων εγκλημάτων (π.χ. μαστροπεία, αποδοχή προϊόντων του εγκλήματος, κιβδηλεία, λαθρεμπόριο, ναρκωτικά, εκβίαση κ.τ.λ.) και δη σε ρόλο αφεντικού-ενορχηστρωτή. Δηλαδή για εγκλήματα του δομημένου υποκόσμου 2-3 πόλεων και όχι χωριατίστικα καμώματα ή φλάς που έφαγε ένας μουρλός. Άλλωστε, λένε: «Ό,τι είσαι έξω απ' τη φυλακή είσαι και μέσα», δηλαδή αντιμετωπίζεσαι αναλόγως. Εξ άλλου, μέσα στην φυλακή έχει να κάνει κανείς, με ανθρώπους που οδηγήθηκαν εκεί κυρίως λόγω ιδιαιτέρως ανεπτυγμένων ενστίκτων (κατά τον Λομπρόζο!) και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να τους γελάσει περί το ποιόν του. Έτσι, ο ψιλικατζής παραμένει ψιλικατζής, ο χρεοφειλέτης είναι ένα συμπαθητικό ανθρωπάκι, ο πρεζάκιας είναι ξεφτίλας κ.ο.κ.

Ο τσιρίμπασης όμως, μέσα-έξω ήταν αφεντικό και έπαιρνε ρέφες (=πόντους) απ' όλα τα επαγγέλματα του υποκόσμου, χάρη στη σωματική του ρώμη, το ψυχικό του σθένος και το μυαλό του, που δούλευε με διπλό διαφορικό. Χώρια που το φύσαγε από παραδάκι, ένεκα οι δουλειές έξω, που τις συνέχιζε ο έμπιστός του κι είχε και χρημάτιζε τους πουλημένους εκτελεστές του σωφρονιστικού συστήματος...

Ο σημαντικότερος τσιρίμπασης του παρελθόντος αιώνος, ήταν ο Νίκος Σκριβάνος, του οποίου πρωτοπαλίκαρο ήταν ο Νίκος Μάθεσης (ή τρελάκιας). Γνωστός τσιρίμπασης κι ο Σακαφλιάς, στη φυλακή Τρικάλων, που τον έφαγε η μαρμάγκα (ο Αντωνίτσης), είτε για να γίνει αυτός τσιρίμπασης είτε για λογαριασμό άλλου επίδοξου αφεντικού (δεν έχει εισέτι διευκρινισθεί, ακόμα και οι τρικαλινοί λένε μαλακίες).

Ο τσιρίμπασης γνώριζε ότι κατέχει ζηλευτή θέση στην μικρο-κοινωνία της φυλακής, δεν διακινδύνευε το κύρος του για μηδαμινά πράγματα (έστελνε άλλους) και όφειλε να προσέχει όλες τις κινήσεις, στον μικρό και περιορισμένο χώρο της φυλακής, του κάθε βαρύμαγκα που βυσσοδομούσε εναντίον του. Άλλωστε, η αποκαθήλωσή του ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρή: Είτε ο θάνατος του στερούσε το αξίωμα, είτε (χειρότερα) η δημόσια διαπόμπευση = τον βαράγανε ή τον πηδάγανε πεν-έξι βαλτοί μπεχλιβάνηδες... Τη θέση του, την έπαιρνε ατάκα ο μάγκας που του την έστησε, για να μην δημιουργηθεί κενόν εξουσίας (!)

Βλ. σχετικά «Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη», «το άγιο χασισάκι» κ.α. (Ηλίας Πετρόπουλος) και «Τα παιδιά της πιάτσας» και «Παραμύθια πίσω απ' τα κάγκελα» του Νίκου Τσιφόρου. Ειδικά, στο «Τουμπεκί» του Πέτρου Πικρού, ψυχογραφείται θαυμάσια η έννοια και η νοοτροπία του τσιρίμπαση εν έτει 1927 (!)

- Παιδιά, μην παίζετε άλλο τάβλι, βαρέθηκα μόνη μου!
- Τώρα, τελειώνουμε...
- Λοιπόν, τέλος, δεν παίζετε άλλο είπα!
- Και τί 'σαι σύ ρε; Ο τσιρίμπασης; Δώσε πίσω τα ζάρια, για θ' ανοίξω το τάπερ με τις καρπαζές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Όχι, δεν το είχαμε). Κοινότατη έκφραση που σημαίνει πως κάποιο συγκεκριμένο θέμα δεν πρέπει να το θίγουμε καθότι ενοχλεί, πονάει, τσούζει, σφάζει, μας φέρνει σε δύσκολη θέση τεσπα. Καυτή πατάτα ένα πράμα.

Απ' όσο καταλαβαίνω τούρκικο πρέπει να είναι, καθ' όσον έχουμε (νταξ, όχι εμείς, οι γειτόνοι) την ευρέως γουγλιζόμενη έκφραση içi cız etmek = κάνει τζιζ το μέσα μου = θλίβομαι, στεναχωριέμαι, πονάει η καρδιά μου.

Στον Μπάμπη που διαθέτω γιόκ. Ο Τριαντά το 'χει ως παιδική έκφραση με μιά ψιλοανορθογραφία στην ετυμό (είπαμε, στα τούρκικα άλλο το -ı- κι άλλο το -i-, να προσέχετε βρε χαϊβάνια όταν μιλάω).

Nöbetçi voltasını sürdürüyor. Bakmadan. Konuşmadan. Cigarasını bizim hücrenin önüne geldiğinde yere attı. Ayağıyla ezdi. Etimde söndürülmüş gibi cızz etti yüreğim. (Ο σκοπός συνεχίζει τη βόλτα του. Χωρίς να κοιτάζει. Χωρίς να μιλάει. Φτάνοντας μπροστά στο κελί μας πέταξε το τσιγάρο του στο πάτωμα. Το πάτησε με το πόδι του. Πόνεσε η καρδιά μου, σαν να το είχε σβήσει πάνω μου).

Χαρμάνης κομμουνιστής, κρατούμενος επί χούντας Εβρέν λιγουρεύεται νύκτωρ το τσιγάρο του φρουρού. Ιστορία με καλό τέλος από το αυτοβιογραφικό En Uzun Eylül του Sinan Oza, καλή του ώρα. Εκδ. Amaç, 1989.

Η Ελισώ για φυλακές και εξορίες άκουγε, το μέσα της τζιζ έκαμνε, καλά που ο Χρηστάκης της πότε πότε ένα τηλέφωνο την έκαμνε, καλά είμαι, μην ανησυχείτε, την έλεγε, κομμάτι ηρέμιζε, η καρδιά της στη θέση της πήγαινε άμμα, για πολύ λίγο.

Τα ρωμέικα της Πόλης ως γλωσσική γέφυρα. Δημ. Τσαλίδης Ο τουρκόσπορος (γιόκ τζάνιμ 2), εκδ. Νεφέλη.

ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΜΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ, ΟΥΤΕ ΛΕΓΟΝΤΑΙ, ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΝΟΥΝ 'ΤΖΙΖ'!!!

Ένα θέμα που κάνει τζιζ...Διαβάστε το πριν αποσυρθεί!!!
Ο προπονητής αξίας [...] για να έρθει θα ζητήσει μεταγραφές ουσίας,δυστυχώς αυτο κανει τζιζ.

Από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published

(Το λήμμα δεν θα μπορούσε να γραφτεί χωρίς την καθοριστική συμβολή του Δύτη των Νιπτήρων, που εδώ, στο σχόλιο 7, έριξε στο τραπέζι τη λέξη που έλειπε, βάζοντάς με στον σωστό δρόμο. Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο προσωπικά, όμως τον ευχαριστώ θερμά για τη βοήθεια. Αυτονόητες είναι οι ευχαριστίες μου και προς τον σύσσλανγκο sarant που είχε την καλοσύνη να φιλοξενήσει την απορία μου στο ιστολόγιό του).

Η λέξη καλτανκανάτι σημαίνει ανάριχτο φόρεμα του πανωφοριού στις πλάτες, χωρίς να περαστούν τα μανίκια, αλλέως αναπεταρίκι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος καταγράφει τη λέξη ως τροπικό επίρρημα (καλτακανά), συνδέοντάς την εσφαλμένα με το τουρκ. kaltak = πόρνη. Εν τούτοις, η λέξη διασώζεται με την μορφή που λημματογραφείται εδώ ήδη από το 1835. Σε σχόλιό μου εδώ είχα διατυπώσει παλιότερα τις ενστικτώδεις επιφυλάξεις μου σχετικά με την Πετροπούλεια ετυμολογία, μαντεύοντας σωστά τη μισή αλήθεια (νταξ, τα μισά). Την υπόλοιπη τη χρωστάω στον ως άνω Λαβαμπό Βουτηχτησί Εφέντη.

Το λεπόν: Η (καρα-ρετρό, εξαφανισμένη πλέον) λέξη προέρχεται από παραφθορά του τουρκ. kartal kanat / kartal kanadı = φτερό αετού, και παραπέμπει ευθέως στην εικόνα 2 φτερών που ανεμίζουν πίσω από τον φέροντα το ένδυμα. Πρόκειται για τούρκικο ιδιωματισμό που σημαίνει ακριβώς αυτόν τον τρόπο φορέματος του παλτού / πανωφοριού / επενδύτη.

Τη μετάφραση των παραδειγμάτων την έκανα με τα χεράκια μου, άρα μάλλον φέρω και τη σχετική ευθύνη γμτ.

ΚΑΛΤΑΝΚΑΝΑΤΙ (το βάλσιμον του επανωφοριού όχι με τα μανίκια περασμένα. Ο Γαζής εσημείωσεν ομώνυμον λέξιν το Αναπεταρίκι: δεν την ήκουσα).

Σκαρλάτος Βυζάντιος εδώ

Η πόρνη, για να ανταπεξέλθει στο κρύο (μην ξεχνάτε πως ήταν σχεδόν γυμνή) καθότανε σε μιά καρέκλα, καβάλα στο μαγκάλι, με ανοιχτά τα σκέλια, ρίχνοντας μια πατατούκα στη ράχη της. Γιαυτό, όταν βλέπουμε κάποιον με ανάριχτο παλτό λέμε: το φόρεσε καλτακανά.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος τα κάνει ετυμολογικώς πουτάνα όλα, στο Μπουρδέλο, εκδ. γράμματα.

20-30 kişilik bir göçmen kafilesi başında bulunan bu ihtiyar, omuzlarına kartal kanadı attığı paltosu ve elindeki asası ile bir yolcudan çok doğu mitolojisindeki yarı tanrı kabile reislerine benziyordu. (Αυτός ο γέρος ο επικεφαλής μιας ομάδας 20-30 προσφύγων, με το παλτό ανάριχτο στους ώμους και το ραβδί στο χέρι, έμοιαζε περισσότερο με ημίθεο αρχηγό φυλής της ανατολίτικης μυθολογίας παρά με ταξιδιώτη).

εδώ

Sekiz köşe kasket vardı başında, ayakkabılarının topukları basılıydı, palto omuzlarında kartal-kanat, sarkık bıyıkları fırça gibiydi [...](Στο κεφάλι φορούσε μια οκτάγωνη τραγιάσκα, τα τακούνια των παπουτσιών του ήταν φαγωμένα, το παλτό ανάριχτο στους ώμους, τα κρεμαστά μουστάκια του σαν βούρτσα [...]

εκεί

Παραπέρα το kartal kanat ως παλιό οθωμανικό ένδυμα, που ακόμα παραπέρα περιγράφεται ως μπολερό με μανίκια που μοιάζουν με φτερά αετού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αραχτός, ο ήρεμος, ο τύπος "ζεν" (ενίοτε λόγω ντάγκλας). Ρεμπετιά που μας ήφερε ο πατέρας μας ο Μπάτης από την Σμύρνjη το '22.

Αντώνυμο του τσαμπουκαλή.

♪♫ Μ’ αρέσουν οι ντερβίσηδες
Γιατί ‘ναι μερακλήδες
Είναι πολύ γιαβάσηδες
και λίγο μπελαλήδες
♪♫

"Η Ντερβίσαινα", Κώστας Ρούκουνας

- Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός (εκεί)

Γιαβάσης εκ Γαλατίας μυεί σε τεχνικές υπερβατικού ταρτινάζ

Εκ του τουρκ. yavaş, σιγά (βλ. και γιαβάς-γιαβάς).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified