Further tags

Το άτομο που έχει γίνει λιώμα στο μεθύσι.

Ο Γιώργης έγινε κουρούμπελο απόψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι πολύ καυλωμένος.

Ώπα ρε τρίκαυλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H μικρή όμορφη κοπέλα που τον παίρνει.

- Για δες την Κατερινούλα, πουτανοκαυλίτσα έγινε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ο τρελός. Μεταφορικά χρησιμοποιείται γι' αυτόν που συμπεριφέρεται σαν τρελός, αντιδρώντας υπερβολικά και απρόβλεπτα.

  1. - Ρε μην πολυαντιμιλάς στην Εύα... Είναι ψυχάκι, παίρνει φάρμακα!

  2. - Δεν φτάνει που μείναμε από λάστιχο και χωρίς ρεζέρβα μέσα στο πουτσόκρυο, αυτοί οι ψυχάκηδες πήραν έναν κουβά και μάζευαν χιόνι για να φτιάξουνε ψωλάνθρωπο!

Ψυχάκιας! (από Vrastaman, 15/09/08)Psycho 2 (από Vrastaman, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος της γυναίκας ο οποίος ανάβει τον αντρικό πληθυσμό.

- Πω πω η Λίτσα είναι σκέτη σεξοδιαστροφική πουτσοκαυλώστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψυχικά άρρωστος, ο τρελός. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για κάποιον που συμπεριφέρεται σαν τρελός. Συνώνυμο του ψυχάκιας.

  1. Ρε μην τον παίρνεις στα σοβαρά τον Θανάση, αρρωστάκιας είναι! Για το Δαφνί κατευθείαν!

  2. Καλά ρε αρρωστάκι, όλη μέρα ταξιδεύαμε και ψοφήσαμε στην κούραση κι εσύ θες να παίξουμε τώρα κομπιούτερ; Έλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρκουδιάρης. Χρησιμοποιείται ως βρισιά ή επιτίμηση, συνδυάζοντας
τον κλασικό αρκουδιάρη με τον «παππού της αστυνόμευσης» Νίκωνα Αρκουδέα.

Καθιερώθηκε από τον μέγιστο Βασίλη Λεβέντη στην τελευταία εκπομπή του καναλιού 67, το 1993, όταν «οι αλήτες του Μητσοτάκη και του Παπανδρέου έστειλαν ΜΑΤ στον Υμηττό για να κλείσουν το κανάλι 67». Αν και ως ευσεβής χριστιανός παρακάλεσε τον Θεό για «καρκίνο στον Μητσοτάκη και όλα του τα σόγια και στον Παπανδρέου και όλα του τα σόγια», ο Θεός έκανε την πάπια και ο Μητσοτάκης μάλιστα ύστερ' από τόσα χρόνια ακόμα ζει και πάει για τα 100.

Πληθυντικός: οι αρκουδέηδες.

(αποσπάσματα από την τελευταία εκπομπή του Βασίλη Λεβέντη στο κανάλι 67)

  1. - Αίσχος! Έστειλε ΜΑΤ ο αρκουδέας Μητσοτάκης, γιατί αρκουδιάρης είναι, έστειλε ΜΑΤ να κλείσει το κανάλι 67 στο όρος του Υμηττού. Ζητούμε απο το Θεό να πιάσει καρκίνος την οικογένεια του Μητσοτάκη και την οικογένεια του Παπανδρέου!

  2. - Αλητεία... Αλητεία! ΑΛΗΤΕΙΑ!! Αρκουδέηδες!

(από Cunning Linguist, 31/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυρία η οποία δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της.

- Για δες την, κλαψομούνα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι εντελώς απίστευτο, κουφό, άκυρο, καμένο.

  1. Χάχαχα!! Ρε μαλάκα, δεν υπάρχει αυτό το ανέκδοτο που είπες!!

  2. Τι καμένη ταινία! Δεν υπάρχει, μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τύπισσα η οποία: 1. δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της και που
2. κλαίγεται συνεχώς γι αυτό.

Άσ' την αυτήν, μια παλιο-αγάμητη κλαψομούνα ειναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified