Further tags

Ο κτηνοβάτης, με κατσίκα.

(από το ΑΜΑΝ)
- Έχτισα σπίτι μόνος μου και κανείς δεν με είπε μηχανικό, μια φορά πήγα και εγώ με την Ασπρούλα και αμέσως όλοι ο κατσικογάμης, ο κατσικογάμης!

(από Khan, 28/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυρόγαλο και τυρογαλάς, συνήθως στον πληθυντικό: τα τυρόγαλα.

Ο κάτοικος της Λάρισας και ο οπαδός της ομώνυμης ομάδας.

Καλά ούτε τα τυρόγαλα δεν καταφέρατε να κερδίσετε στο ποδόσφαιρο;

βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόλδος, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελός, παλαβός.

Μωρή, αυτή η τζάσλω νάκα τζινάβει (=αυτή η τρελή δεν καταλαβαίνει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο χωρίς καμιά οικονομική ηθική αξία, κοροϊδεύει, εξαπατά και βγάζει ξύγκι και από τη μύγα, άλλα λέει κι άλλα κάνει. 100% αναξιόπιστος.

- Καλά ρε αυτός μου έλεγε στο τηλέφωνο 55 ευρώ για τα μηχανάκια και τώρα λέει ότι τα μηχανάκια λέει είναι πιο μεγάλα από ότι λέει φανταζότανε και δεν του είχαμε πει ακριβώς και κάτι τέτοια και ζητάει 160 έουρα...
- Τι λιόλιος είναι αυτός ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χαρακτηρίζει αδελφούλες, ξαδελφούλες και άλλες συγγενείς (πάντα γυναίκες).

- Είχα πάει στο πάρτι της Μαρίας και είχε καλεσμένες όλες τις φούλες της. Μου πετάχτηκε το μάτι σου λέω!

Στο 2.00. (από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Λιακόπουλος. Μεταφορικά, αυτός που βλέπει παντού φαντάσματα, εξωγήινους και συνομωσίες.

- Ρε, το είδες αυτό εκεί ψηλά;
- Χαλάρωσε ρε Λιακό!

(από xaxac, 30/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συνείδηση του Ελλαδίτη, οι Κύπριοι έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
1. Όνομα και επίθετο είναι ίδια (πχ. Νίκος Νίκου)
2. Βάζουν παντού ν (πχ. εις την Τζύμπρον)
3. Κοτσάρουν αγγλικές λέξεις (anyway, τι άλλα;)

-Πως σε λένε φίλε;
-Γεράσιμο Γερασίμου.
-Κύπριος είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης x3 (3 φορές ψεύτης).

- Τι σου έλεγε πάλι ο ψεύτρης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο άσχημος.
  2. Αυτός που έχει άθλια εμφάνιση λόγω χρήσης (ή κατάχρησης) ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ.

- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.

σαν το κώλο μου νυχτοφύλακα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος που λέει λέει λέει και το νόημα ανύπαρκτο. Δηλαδή σαν τις βραζιλιάνικες υπερπαραγωγές που τα αστέρια ανοιγοκλείνουν το στόμα 1 λεπτό για να ακουστεί ένα ελληνικά μεταγλωττισμένο «ναι».

Τι είπε πάλι ο βραζιλιάνος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified