Further tags

Μοναχός εν στύσει. Κατ' ορισμένους, χρόνια κατάσταση.

- Ξέρεις και τι λέει ο λαός... «Φυλάξου από τα πισινά του μουλαριού και τα μπροστινά του καλόγερου»...
- Του καυλόγερου εννοείς...
- 'Εεεετσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την λέξη disqualified. Εμφανίζεται συχνά και ως DQ. Υποδηλώνει την απόρριψη προς έναν γκόμενο/γκόμενα όταν αυτός/-ή είτε δεν βλέπεται, είτε μας ξενερώνει.

- Πώς σου φαίνεται αυτή ρε Θανάση; Κορμί θανατηφόρο...
- Άπαπα, δεν βλέπεις τη μύτη πως είναι σαν πιγκουίνος;! D.Q. σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην έκφραση την κάνω Λάκης, σημαίνει πως κάποιος φεύγει γρήγορα, συνήθως όταν προκύπτει μια δύσκολη κατάσταση. Συνώνυμο με το την κάνω Λούης.
  1. - Τι έγινε ο Θανάσης; Βγήκε με αυτήν που γνώρισε στο chat;
    - Πήγε, και μόλις είδε τι σαύρα ήταν, την έκανε Λάκης επιτόπου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυστήρια έκφραση που παίρνει διαφορετικές σημασίες ανάλογα με τα συμφραζόμενα και την κατάσταση.

  1. Ο λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση. Διότι, τσολιάς στο υποβρύχιο; Βασικά, ούτε να σταθεί όρθιος μπορεί.

  2. Προέκταση, και συγχρόνως ανατροπή, της σημασίας του τσολιά που θα βρείτε εδώ. Δηλαδή, κοπέλα που έχει μεν ευθυτενή και καλλίγραμη κορμοστασιά, αλλά που δεν είναι 1.80 μ - αντιθέτως, είναι ένα κι ένα μίλκο προφανώς για να χωράει εύκολα στο υποβρύχιο. Δες επίσης: πινεζοπούτανο, κοντοπούτανο.

  3. Και λεβέντισσα και εξπέρ στις καταδύσεις. Δηλαδή, στα τσιμπούκια πρώτη και καλύτερη. Το ύψος εδώ δεν έχει σημασία. Μπορεί να λεχθεί και για άνδρες οι οποίοι την ξεφλουδίζουν την μπανάνα.

  1. - Καλά, γιατρός άνθρωπος και σού 'δωσαν ειδικότητα αποθηκάριος;
    - Μην την ψάχνεις. Πάλι καλά που δεν με στείλαν τσολιά στα υποβρύχια.

  2. - Ένα σαράντα με σηκωμένα χέρια η Μαιρούλα, αλλά εδώ πατάει και κει βρίσκεται ... κι από βυζί δεν με χαλάει ... τσολιάς στα υποβρύχια ...

  3. - Καλά ρε μαλάκα, τι τσιμπούκια κάνει η δικιά σου ... με ξεζούμισε ...
    - Καλά, δεν το ξέρεις ... αυτή έχει υπηρετήσει τσολιάς στα υποβρύχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκεται για τον ανεγκέφαλο, τον ατζαμή, τον άνθρωπο που τα κάνει θάλασσα σε όλες του τις προσπάθειες, από την προσωπική του ζωή μεχρι το gaming.

(Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως : Ο τελευταίος των μοϊκανών, ο τελευταίος μαλάκας, τελευταίος μόγγολος κλπ)

  1. Ρε μαλάκα τελευταίε, σκατά τά 'κανες, γέμισες καφέ το κάθισμα!!

  2. Πόσο τελευταίος μπορεί να είσαι, μου λες; Πάλι έκλεψες τη σύνταξη του παππού σου;

  3. Ρε τελευταίε, πού πας, πάρε το level, θα σε κόψουν ψωμί άμα χωθείς, xpare καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...

Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.

  1. - ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)

  2. - Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα αρκετά μετεφηβικής ηλικίας (30+) η οποία βλέπει κάποια εικοσάρικα και ξερογλείφεται, αλλά στη συμπεριφορά της είναι αγία καθώς φοβάται και τον περίγυρό της που θα σχολιάσει. Μόνο στη στενή παρέα της εξωτερικεύει τη λαχτάρα της για το πιπίνι...

Της αρέσει το μικρό. Θα ήθελε να το κρατήσει στην αγκαλιά της...

(από GATZMAN, 11/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πεμπτουσία του Ελληνικού τρόπου ζωής. Και με τα καλά του και με τα κακά του.

Λέξη πολυσήμαντη, ανάλογα με τα συμφραζόμενα και με τη διάθεση, που μπορεί να σημαίνει πράγματα τόσο αντιφατικά όσο και η Ελληνική καθημερινότητα.

Σε φάση πρώτη, η σημασία είναι θετική. Νωχελικά ευχάριστο χάσιμο χρόνου, συνήθως με παρέα. Χαλαρά. Άραγμα, τεμπελιά. Πλάκα, μάλλον με διάθεση ειρωνείας, κέφι. (Παράδειγμα 1).

Εξηγούμαστε για να μη παρεξηγούμαστε:

Τετράωρες φραπεδιές συνοδευόμενες από κουβέντες π.χ. για παλιές γκόμενες και καινούργιες μεταγγραφές είναι χαβαλές. Σχεδόν ορισμός. Τετ-α-τετ με το αίσθημα σε μπαράκι, έξοδος για φαγητό σε μουράτο ρεστωράν και clubbing δεν είναι χαβαλέ. Συνήθως είναι κούραση.

Μπιρίμπα απογευματινή είναι χαβαλέ, ειδικά όταν διανθίζεται με ανέκδοτα. Πόκα δεκατετράωρη, αντιθέτως, είναι δουλειά και μάλιστα σκληρή και με άγχος.

Για τα παιχνίδια στον υπολογιστή, εξαρτάται. Γενικά, ο,τιδήποτε απαιτεί να ανοίξουμε λογιστικό φύλλο σε παράπλευρο λάπτοπ για να κρατάμε λογαριασμό για το γίνεται στο παιχνίδι, δεν είναι χαβαλέ – είναι πρότζεκτ.. Ένα ήπιο shoot ‘em up, ειδικά αν υπάρχει κερκίδα, μπορεί να είναι.

Σε φάση δεύτερη, τα πράγματα αρχίζουν να παρεκτρέπονται. Η ειρωνεία γίνεται σαρκασμός (Παράδειγμα 2) και ένας γενικός τζερτζελές εξελίσσεται σε μπούγιο, σασυρμά και φασαρία (Παράδειγμα 3).

Διευκρινιστικά και πάλι:

Μιάμιση ωρίτσα υπονοούμενα για το πόσο κοντοτσούτσουνοςείναι ο Γιαννάκης μπορεί να είναι χαβαλές. Οριακά. Να ενημερώσουμε, όμως, την γκόμενα την οποίαν ψήνει ότι ο Γιαννάκης την έχει ακριβώς δέκα πόντους και το έχουμε αυτό από καλή πηγή διότι μας το είπε ο Θεμιστοκλής με τον οποίον ο Γιαννάκης ανακάλυπτε μια άλλη πλευρά του εαυτού του πριν έξι μήνες – αυτό αρχίζει να γίνεται αδιακρισία.

Να ενσκήψουμε δέκα μαντραχαλαίοι στο σπίτι της Γιολάντας το Σαββατοκύριακο που λείπουν οι γονείς της, να πιούμε όλα τα αποθέματα Τζακ του μπαμπά της και να καπνίσουμε όλους τους Μοντεχρήστους του, μπορεί να είναι χαβαλές. Αν υπάρχει καλή μουσική. Τα ανωτέρω συν να κάνουμε ώπα τον γάτο της Γιολάντας στον οποίον προηγουμένως είχαμε ταίσει τα χρυσόψαρα – αυτό κάπου παραβαίνει τους πατροπαράδοτους κανόνες της φιλοξενίας.

Σε φάση τρίτη, η σημασία είναι σαφώς αρνητική. Συλλογικός ξυσταρχιδισμός. Σύννεφο η μαλακία. Προχειρότητα. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Κοροϊδία (Παράδειγμα 4).

Εννοείται ότι χαβαλέ με αυτή την κακή έννοια κάνουν μόνον οι άλλοι, ποτέ εμείς. Όταν ο δημόσιος υπάλληλος ξύνει τα αρχίδια του διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11, ασφαλώς και κάνει χαβαλέ και είναι προσωπικά υπεύθυνος για την παράλυση της κρατικής μηχανής. Όταν εμείς κάνουμε χαβαλέ, ξύνοντας τα αρχίδια μας και διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11.30, απλώς ασκούμε ένα κεκτημένο δικαίωμα παντός Έλληνος εργαζομένου.

Ο χαβαλές μπορεί να είναι και προσδιορισμός ατόμου. Πάλι αντιφατικά, περιγράφει είτε τύπο ωραίο και πλακατζή (Παράδειγμα 5) είτε τον απόλυτο σπασαρχίδη παραλία(Παράδειγμα 6).

Και, η λέξη “χαβαλέ”, χωρίς άρθρο, είναι και επιρρηματικός τύπος. Μπορεί να σημαίνει εύκολα, άκοπα (Παράδειγμα 7) ή, απ’την άλλη, άδικα, κρίμα, τζάμπα και βερεσέ (Παράδειγμα 8).

Λέγεται ότι ο χαβαλές υπάρχει στο DNA του Έλληνα. Αυτό είναι μάλλον αλήθεια χωρίς να σημαίνει ότι και ένας ξένος που εγκαθίσταται στην Ελλάδα δεν μπορεί να μπει στο πνεύμα και μάλιστα σχετικά γρήγορα π.χ. οι ξένοι προπονητές ποδοσφαίρου, οι περισσότεροι.

  1. - Βρεθήκαμε με τα παιδιά για καφέ και κάτσαμε μέχρι τη μία. Ωραίο χαβαλέ, μας τσάκισε ο ψηλός με τ’ανέκδοτα του ...

  2. – Καλά ρε μαλάκα, δεν ντρέπεστε λίγο; Το παιδάκι πρώτη φορά έφερνε την κοπέλα στην παρέα και σεις τον είχατε όλο το βράδυ στο χαβαλέ και στο δούλεμα ...

  3. – Έγινε χοντρός χαβαλές το Σάββατο ... φύγαμε από Τούμπα καρφί για Τσιμισκή, πέσαμε πάνω σε κάτι σκουλήκια στην Έκθεση και τους τρέξαμε μέχρι τη Διαγώνιο ...

  4. – Δεν μπορώ να καταλάβω τι χρώμα μαλακία βαράνε στο Υπουργείο ... Τέτοιο χαβαλέ δεν έχουν ξαναδεί τα μάτια μου ... τη μια ο υπεύθυνος είναι σε αναρρωτική, την άλλη η προϊσταμένη έχει πάει σε επιμορφωτικό σεμινάριο, τρεις μήνες ζητάω μια βεβαίωση και με έχουν γράψει κανονικά στην αρχίδα τους ... Τσάμπιονς Ληγκ στο χαβαλέ να γινόταν, χαλαρά θα την παίρνανε την κούπα ...

  5. – Έξω καρδιά ο μπατζανάκης σου, ε; Και τις πλακίτσες του και τα τσιπουράκια του ... πρώτος χαβαλές ο τύπος ...

  6. – Γαμώ την αγανάκτησή μου ρε Γιώργο, τι χαβαλές είσαι σε ρε αδερφάκι μου; Δεν σου είπα πριν φύγω να τηλεφώνησεις στον υδραυλικό; Μια βδομάδα στάζει η βρύση γαμώ την καταδίκη μου και το μόνο που κάνεις είναι να την κοιτάς και να μετράς τις σταγόνες ...

  7. – Δυο γκολάκια στα πρώτα είκοσι λεπτά, στο χαβαλέ το πήραμε το ματς.

  8. – Χαβαλέ τη χάσαμε τη δουλειά, πρόεδρε ... δέκα χιλιάρικα χαμηλότερη προσφορά να κάναμε θα την παίρναμε, αλλά ο δικός σου που ήξερε και καλά μας παραμύθιασε και κάτσαμε στον άξονα των Ψ ...

(από dryhammer, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τό σοφιστικέ άτομο. Η γυναίκα (ή ο άνδρας) που έχει γνώσεις, κομψούς τρόπους και έντονη προσωπικότητα, αλλά είναι και λίγο σνόμπ.
Εκφραση βγαλμένη απο το τσιγάρο Pall Mall το οποίο απευθύνθηκε στις υψηλές εισοδηματικές τάξεις και εχει μνημονευθεί σε πλήθος μυθιστορήματα.

Χτές στο ΤΡΙΒΙΑΛ ΠΕΡΣΟΥΙΤ έπαιξε μια τύπισσα που μας πήρε και τα σώβρακα. Ήρθε με τον Σταύρο και στην αρχή δεν ήθελε να παίξει, κάθησε πιο πίσω και λέγαμε οτι δεν θα ξέρει τίποτα, αλλά μάλλον δεν ήθελε να μας ψαρώσει. Πολύ ΠΑΛ ΜΑΛ .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιοριστικό επίθετο για γυναίκες που παρά το επίμονο φλερτ δεν ενδίδουν. Πιθανότατα προέρχονται από οικογένεια αυστηρών αρχών (και περιμένουν την πρώτη νύχτα του γάμου) ή είναι ερωτευμένες με άλλον...

Το αιδοίο της, παρά τις ηρωικές προσπάθειες δεν το ανοίγει, το κρατάει κλειστό σαν στρείδι...

Της ίδιας οικογενείας με τα: φαρμακομούνα, αγαθομούνα, μαλλιαρομούνα, χαζομούνα, αραχνομούνα

- Ωραία γκομενίτσα η Μαρίτσα, θα της την πέσω...
- Η Μαρίτσα είναι στρειδομούνα, τσάμπα θα φας τα νιάτα σου, την πιλάτευε ο Μήτσος οκτώ βδομάδες, αλλά δεν το άνοιξε το στρείδι να φάει το μαργαριτάρι....

(από Khan, 10/08/14)(από Khan, 01/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified