Further tags

Αυτός που πίνει το κάτι τις παραπάνω, αλλά μην το κάνουμε και θέμα.
Είναι σαφώς λιγότερο άμεσο από το Ορέστης Μακρής, αλλά κι αυτός ο χριστιανός τι φταίει που όλο τέτοιους ρόλους του έδιναν και τώρα έχει μείνει στην ιστορία ως μέθυσος;

1
- Ήπινι, ήπινι, ήπινι, ήπινι. Ουλ' μέρα πλακωμένος ζ' μπύρες έσμε να βραδιάσει να πλακωθεί ζ' ρετσίνες ο ζβίγγος... [από παλιά επιθεώρηση]

2
- Ρε γιατί μιλάς ορέστικα πρωί πρωί;
- Ε, ήπιαμε κάτι ρετσίνες με τα παιδιά...
- Τι ρετσίνες 10 η ώρα το πρωί ρε ζβίγγο; Δηλαδή στις 10 το βράδυ τι θα πίνεις; Φωτιστικό οινόπνευμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οταν κάποιος είναι ανίκανος, άχρηστος ή γενικά ανεπρόκοπος σαν να έχει καεί από φωτιά. Κυκλαδίτικος ορος.

— Τον πήρε 25 λεπτά να αδειάσει το τασάκι, ενώ εμείς περιμέναμενε!!
— Ε τον μαλάκα τον φωτιοκαμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γαλλικού savoir-vivre (προφέρεται «σαβουάρ-βίβρ» και είναι οι περίφημες «συνταγές» για καλούς τρόπους). Με τον όρο αυτόν περιγράφεται ο χοντροκομμένος άνθρωπος ή αυτός /-ή που παρουσιάζει ανάρμοστη συμπεριφορά.

- Ωραία γκόμενα η Στέλλα και πολύ σαβουάρ-βίβρ, φίλε μου...
- Τι σαβουάρ-βιβρ και μαλακίες... επειδή έχει τζακούζι στο σπίτι της και κρυστάλλινα ποτήρια; Σιγά και τη μόστρα... Θες να πεις σαβούρα-βίβρ... Δεν θυμάσαι που στον γάμο της πήγε στην εκκλησιά μασώντας τσίχλα;
- Έλα ντε... Και φορούσε και στριγκάκι... Ωραία περάσαμε εκείνη τη μέρα πάντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ηλεκτρονικά παιχνίδια, το κρέας είναι ο παίχτης με τις χαμηλότερες επιδόσεις, που «πεθαίνει» συχνά. Ο εύκολος στόχος.

- Τάκη, εσύ θα πας με την ομάδα 2.
- Τι λε ρε παπάρα; Σιγά μην πάρουμε το κρέας μαζί μας, αρκετά feedαρε το τελευταίο παιχνίδι...

Και νομιστεράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την γνωστή ευαισθησία με την οποίαν η γλώσσα αντιμετωπίζει τους εναλλακτικά ικανούς, η λέξη κουφαηδόνα χαρακτηρίζει έναν τύπο διαφορετικά οξυήκοου ανθρώπου. Δεν είναι ότι δεν ακούει - απλώς, ακούει αλλιώς και, πιο συγκεκριμένα, ακούει άλλα απ' αυτά που του λέμε. Όμως - επειδή, ίσως, δεν θέλει να παραδεχθεί ότι έχει κάποιο πρόβλημα ακοής - απτόητος απαντά σε αυτό που νομίζει ότι είπαμε, και μάλιστα δια μακρών. Δηλαδή, κελαϊδάει σαν αηδόνι. ΟΚ, κουφό αηδόνι - και ποιός μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν υπάρχουν;

Για κάποιο λόγο, η λέξη κουφαηδόνα είναι ηπιότερη από τη λέξη κουφάλογο.

Απαντάται και ως κουφαηδόνι.

- Καλά, ο θείος ο Νίκος είναι και η πρώτη κουφαηδόνα ... «Πάμε αύριο για μύδια» του λέω ... «γιατί βρίζεις, παιδί μου;» απαντάει. «Δεν υπάρχει λόγος να μεταχειρίζεσαι τέτοιες λέξεις, ειδικά στους μεγαλυτέρους σου». Και λέει και λέει και λέει και μου πήρε κάνα πεντάλεπτο να καταλάβω ... διότι, με τι μοιάζουν τα μύδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο μεταλλάς που ακούει ή παίζει καφρίλες, δηλαδή death metal (αλλά και γενικά όποιο παρακλάδι του μέταλ περιέχει πολλή βαβούρα και βοθραλέα φωνητικά). Στα ντουζένια του ο καφρομεταλλάς δεν θέλει να έχει καμιά απολύτως σχέση με ποζεριές, η τραγική του κατάληξή είναι όμως συχνά ακριβώς αυτή: κουρασμένος από τις πολλές καφρίλες, το γυρίζει τελικά στα αγαπησιάρικα, και όποιος δεν με πιστεύει, ας ρωτήσει τον Σπύρο των Deviser...

- Να πάρουμε για κιθαρίστα τον Τάσο;
- Τι λες ρε μαλάκα, αυτός είναι καφρομεταλλάς, δεν κολλάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που γίνεται «τσιμπούρι» στους άλλους, που δεν φεύγει με τίποτα.

Καλά ρε παιδί μου, τελείως κορσοκολλημένος είναι! Όλο από πίσω μου τρέχει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκέι, ομοφυλόφιλος.

- Ρε συ Μαρία, τι σου λέει ο Αντώνης, έχει αρχίσει να μ' αρέσει...
- Α! Άσ' τον αυτόν, το γύρισε... Μπομπ Σφουγκαράκης σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O Αρχίδαμος ήταν βασιλιάς της Σπάρτης από το 469 π.Χ. περίπου.

Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται με περιφρονητική έννοια για να υποδηλώσει τον σταρχιδιστή, τον ζαμανφουτίστα και γενικά τον "πέρα βρέχει".

Τάκης: Τι ώρα έχει πάει;
Λίτσα: Οκτώ και είκοσι δύο.
Τάκης: Καλά μας δουλεύει! Στις οχτώ δεν είχαμε πει;
Λίτσα: Ναι, στις οκτώ!
Τάκης: Και σου είπα να πάρεις τα κλειδιά από χθες.
Λίτσα: Ελα ρε συ Τάκη αφού ξέρεις, δεν θα μου τα έδινε!
Τάκης: Έχεις το κινητό του;
Λίτσα: Ναι το έχω!!
Τάκης: Για πέστο.
Λίτσα: Εξι εννέα τρία δύο ....
Λίτσα: Τι;
Τάκης: Δεν απαντάει ο Αρχίδαμος!!!... (@#$%)
Λίτσα: Ας περιμένουμε μέχρι τις και μισή!
Τάκης: Τι λε ρε! Εχω δαγκώσει το καβλί μου εδώ έξω, και βρεεεεεέχει!
.........
Λίτσα: ... Α, νάτος!!!!!
Τάκης: ... Κοίτα να δεις, έφερε και ομπρέλα η λουλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράκτορας στοιχημάτων. Ο μπουκμέικερ, εκ του Αγγλικού bookmaker ή bookie.

Το γραφείο στοιχημάτων είναι, βέβαια, το στοιχηματοπωλείο - μαζί με τον Ιππόδρομο, αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του αλογομούρη.

- Ο Χρηστάρας τα χώνει χοντρά στο στοίχημα ... και όχι μπασκλασαρίες πράματα, στο Ίντερνετ και τέτοια ... έχει τον προσωπικό του στοιχηματοπώλη στο Λονδίνο ... τον παίρνει τηλέφωνο και επενδύει ... κι απ' ό,τι μούλεγε παίρνει και άλλες αποδόσεις ... πολύ καλύτερες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified