Further tags

Αυτός που δεν ξέρει καθόλου μπάλα. Ο άγαρμπος.

- Ρε το κελέκι ούτε να μαρκάρει δεν ξέρει.

βλ. και άμπαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός, ο αφελής, ο ελαφρύς.

Ανέκδοτο:

Ήταν ένας Γερμανός, ένας Αμερικάνος και ένας Μπάμπης...

Δες και τάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αλλιώς το καγκούρι. Ο παλιός psychedelas (ειδικα στα uplifting events) που χορεύει κάνοντας τις κλασικές κινήσεις (θεριστή, κεντέρη, κλπ). Εμφανίζεται και σε κυριλέ trance parties όπου και δακτυλοδείχνεται από τα trendyboys (Β.Π. συνήθως) .

Για δες τον κάγκουρα πως χτυπιέται.

Got a better definition? Add it!

Published

Τα «όργανα» της παλιάς χωροφυλακής (πριν το 80). Δεν τους χώνεψαν ποτέ της αστυνομίας.

Ρε θυμάσαι τους μπασκίνες παλιά πως ήταν... τώρα μας το παίζουν αστυνόμοι και μαλακίες τα ζώα.

Got a better definition? Add it!

Published

Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!

Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο με αισθητική χαμηλότατη, σε σημείο που παγώνει η κόλαση. Εντός του κρανίου του υπάρχει κενό και έρεβος. Κύρια ασχολία του είναι οι μικροπρεπείς στόχοι που έχει βάλει στη ζωή του, όπως «πως να σπάμε τα αρχ…α των άλλων και πως να γίνουμε ιδιαιτέρως αντιπαθητικοί».

Οι σπουδές του είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό, αλλά από το πλούσιο λεξιλόγιο των 10 λέξεων που χρησιμοποιεί, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για μπετόβλακα. Έχει μια σχετική εμμονή με το χρήμα αν και πάρα πολύ σπάνια το συναντάει.

Έχει αρκετά κοινά σημεία με τον χλιμίτζουρα αλλά η ελεεινή φάτσα του και το I.Q. των 3 μιλιγκράμ, τον κατατάσσουν ως το χαμηλότερο είδος ζωής, υποδεέστερο και από το πλαγκτόν.

Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, κατάγεται από γένος με παράδοση σε φίτσουλες (Fitsoulas Sr, Fitsoulas Jr, etc). Αισθάνεται σημαντικός και έχει πάντα να πει κάτι «βαρύγδουπο και με πολύ νόημα», οπότε αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι υποφέρει από αβάσταχτη μοναξιά.

Ο συγκεκριμένος φίτσουλας αποκαλείται «Βους».

Νομίζω ότι το παράδειγμα είναι σαφέστατο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός θηλυπρεπούς αρσενικού.
Ο όρος προέρχεται από τον παγκοσμίας(;) φήμης(;;) στυλίστα(;;;;;) Λάκη Γαβαλά.

Κύρια γνωρίσματα του εν λόγω ατόμου:

  • Αβρότητα τρόπων, χειρονομιών και ομιλίας.
  • Άποψη επί παντός θέματος με επικρατέστερη τη δική του.
  • Ακαθόριστο επάγγελμα του τύπου «άνθρωπος της μόδας» και συναφών χαρακτηρισμών (ακριβής ανατύπωση της διαδικτυακής σελίδας του κ. Λάκη Γαβαλά).
  • Ιδιάζουσα ενδυματολογική άποψη με προτίμηση στις ζαρτιέρες. Επίσης η γενικότερη αμφίεση θυμίζει πουλί (φτερά και πούπουλα).
  • Θαμώνας του πολυβασανισμένου νησιού της Μυκόνου (πρόσφατα στον κ. Γαβαλά εδόθη επίσημα εν μέσω πανηγυρισμών, ο τίτλος «αδερφή του Πέτρου», δηλαδή του ετέρου πτηνού που κατοικεί στη Μύκονο).
  • Μεγάλος κύκλος γνωριμιών με περσόνες διεθνούς φήμης (Έφη Θώδη, Βέρα Λάμπρου, Ελένη Λουκά, Ελεονόρα Μελέτη κ.ο.κ) που ασκούν και συναφές επάγγελμα: ακαθόριστο. Οπότε υμνούν ο ένας τη «δουλειά» του άλλου.
  • Εξαιρετικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να νομίζει ότι είναι χρήσιμος στην ανθρωπότητα και χωρίς αυτόν θα έλθει η συντέλεια (παρεμπιπτόντως, στο μυαλό του η «συντέλεια» είναι η Άντζελα Δημητρίου ντυμένη σε αποχρώσεις Ροζ σηθρού).
  • Όταν βρεθεί πλησίον ατόμου με ίδια γνωρίσματα, συγχύζεται αλλάζοντας πολλαπλά χρώματα με επικρατέστερο το πράσινο (παρεμπιπτόντως, το κανονικό του χρώμα είναι το σκατουλί του σολάριουμ).

Επικρατέστερη μέθοδος αντιμετώπισης των εν λόγω ατόμων, είναι η πλήρης αποφυγή οιασδήποτε συναναστροφής του ιδίου ή του κοινωνικού του κύκλου. Επαφές, έστω και σε μικρές δόσεις, μπορούν να αποβούν μοιραίες, με μεγαλύτερη παρενέργεια την έντονη επιθυμία για οριστική μετακόμιση στη Μύκονο (Βόρεια).

γαβαλάκης

Το όνειρο κάθε γαβαλάκη,
είναι να γίνει Βουγιουκλάκη…

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κτήνος (φουσκωτός ή απλά χοντρός) που κλασικά έχει τεράστιες παλάμες, χοντρά χέρια και δάχτυλα. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και απευθείας για το χέρι του (το βυζόχερο).

Πού πας ρε Καραμήτρο, άμα φας φούσκο από αυτό το βυζόχερο ο μισός θα πάει χαμένος...

(από Hank, 04/02/09)(από patsis, 02/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοντή γκόμενα που έχει καύλα σώμα. Από το «καύλα» και το «ραπανάκι».

- Εκείνη η γκόμενα στο μπαρ δεν παίζεται...
- Ποια λες, την ψηλή ή το καυλοράπανο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός βαθμός του όρου «ζαρζαβατικό». Χαρακτηρίζονται έτσι τα άτομα που η περιορισμένη νοημοσύνη τους τίνει στο ναδίρ της κλίμακας I.Q. με αποτέλεσμα η επικοινωνία μαζί τους να καθίσταται αδύνατη, έστω και σε βασικές έννοιες.
Ο όρος αποτελεί εξελιγμένη μορφή του παλαιότερου «βλήτο».

Του εξηγούσα δυο ώρες και στο τέλος δεν είχε καταλάβει τίποτα. Λες και μίλαγα σε μπρόκολο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified